Τα παρατράγουδα, ωστόσο, φαίνεται έχουν αρχίσει ήδη, καθώς η οικογένεια του δολοφονηθέντος Μαουρίτσιο Γκούτσι αντιδρά έντονα απειλώντας με μηνύσεις, ενώ, αντιθέτως, ο επίσημος οίκος, που σήμερα τελεί υπό την ιδιοκτησία του παντοδύναμου Ανρί Πινό, δείχνει να εγκρίνει απόλυτα το σενάριο, βάζοντας μάλιστα επιδεικτικά τη σύζυγο Πινό, Σάλμα Χάγιεκ, να κάνει ένα μικρό πέρασμα από την ταινία. Ολα αυτά, όμως, διόλου δεν δείχνουν να απασχολούν τον σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ και τους συντελεστές της, οι οποίοι μάλλον τρίβουν τα χέρια τους με τον θόρυβο που έχει προκληθεί ήδη γύρω από την ταινία, που αναμένεται να κάνει παγκόσμια πρεμιέρα τον Νοέμβριο.
Φροντίζουν μάλιστα να κρατάνε το ενδιαφέρον ζωντανό δίνοντας σταδιακά στη δημοσιότητα υλικό και φωτογραφίες και κυκλοφορώντας παράλληλα ένα τρέιλερ όπου η Lady Gaga κλέβει τις εντυπώσεις στον ρόλο της δολοφόνου Πατρίτσια Ρετζιάνι, ενώ ο Αλ Πατσίνο δείχνει να επιστρέφει στους μεγάλους ρόλους μαζί με τον εντελώς αγνώριστο Τζάρετ Λέτο.
Οσο για τον πρωταγωνιστή Ανταμ Ντράιβερ, ο οποίος έχει αυξήσει τις μετοχές του στο Χόλιγουντ μετά την οσκαρική υποψηφιότητα και τα μαζεμένα ΕΜΜΥ, πείθει απόλυτα ως ο αδικοχαμένος Μαουρίτσιο Γκούτσι. Ειδικά η φωτογραφία του γάμου του πολυσυζητημένου ζεύγους Γκούτσι – Ρετζιάνι, δηλαδή Lady Gaga – Ανταμ Ντράιβερ, που έχει κυκλοφορήσει ήδη αποκαλύπτει την απόλυτη σύμπτωση κινηματογράφου και πραγματικότητας. Ιδανικό συμπλήρωμα το τραγούδι «Heart of Glass» των Blondie που συνοδεύει τις πρώτες εικόνες και το σχετικό τρέιλερ, το οποίο αναμένεται να κάνει δυναμική πρεμιέρα πολύ προτού βγει στους κινηματογράφους, στο Φεστιβάλ της Βενετίας.
Ωστόσο τα μέλη της οικογένειας μόνο ενθουσιασμένα δεν φαίνονται από τα πρώτα πλάνα και το πολυσυζητημένο σενάριο το οποίο βασίζεται στο βιβλίο της Σάρα Γκέι Φόρντεν με τον πλήρως εκφραστικό τίτλο «The House of Gucci: A sensational story of murder, madness, glamour and greed» («Οίκος Γκούτσι: Μια αισθαντική ιστορία φόνου, τρέλας, γκλάμουρ και απληστίας»), το οποίο εξηγεί πώς η λεγόμενη «Μαύρη Χήρα» σχεδίασε τη δολοφονία του Μαουρίτσιο Γκούτσι.
Ο λόγος, μεταξύ άλλων, είναι ότι το βιβλίο δεν αποκαλύπτει μόνο τις δολοφονικές προθέσεις της, αλλά φέρνει στο φως όλη τη μεγάλη αντιδικία μεταξύ των μελών της οικογένειας που δεν έπαψαν να μαλώνουν για το μοίρασμα της περιουσίας και να φτάνουν στα άκρα σχεδιάζοντας αμοιβαία πλάνα εξόντωσης. Εξ ου και ότι όχι μόνο διαφωνούν με την ιντριγκαδόρικη τάση του σεναρίου, αλλά και με τις πρώτες εικόνες: η δεύτερη εξαδέλφη του Μαουρίτσιο δήλωσε ότι οι φωτογραφίες του φαλακρού και ντυμένου με ένα κακόγουστο κοστούμι Λέτο «προσβάλλουν την οικογένεια, η οποία επιφυλάσσεται των δικαιωμάτων της. Η οικογένειά μας έχει μια ιστορική ταυτότητα που πρέπει να διαφυλαχθεί.
Όλα μπαίνουν προς συζήτηση, αλλά αυτή τη στιγμή έχει ξεπεραστεί το όριο». Αλλά και οι κόρες του αδικοχαμένου Μαουρίτσιο πιστεύουν ότι οι εικόνες προσβάλλουν, τουλάχιστον, την εκλεπτυσμένη αισθητική της οικογένειας, υπερτονίζοντας, αν όχι παραποιώντας επίσης, τα γεγονότα. Ακόμη, σε συνέντευξή της και πάλι η Πατρίτσια Γκούτσι αποκάλυψε ότι προσπάθησε να προσεγγίσει την ιταλικής καταγωγής σύζυγο του Ρίντλεϊ Σκοτ προκειμένου να της εκφράσει τις επιφυλάξεις της, αλλά δεν έλαβε ποτέ καμία απάντηση.
Και αυτό, κατά τη γνώμη της οικογένειας, είναι ενδεικτικό των προθέσεων της ταινίας αλλά και του σκηνοθέτη να αγνοήσει την πλευρά Γκούτσι και να βασιστεί αποκλειστικά στο αποκαλυπτικό περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο, όπως έχουν μέχρι στιγμής υποστηρίξει με άρθρα τους κορυφαία έντυπα σαν το «Vanity Fair», δεν απέχει και πολύ από την όντως υπερβολική πραγματικότητα.
Να σημειωθεί ότι η οικογένεια έχει διακόψει τους δεσμούς με τον οίκο που φέρει το όνομά της από το 1993, όταν ο Μαουρίτσιο πούλησε την εταιρεία σε Αραβες, οι οποίοι στη συνέχεια τη μεταπούλησαν στον γαλλικό όμιλοτου Πινό, γνωστού και ως Kering. Δεδομένου ότι συμμετέχει η Σάλμα Χάγιεκ στην ταινία, όλοι καταλαβαίνουν ότι η εσωτερική πληροφόρηση που θα είχαν οι παράγοντες της ταινίας θα ήταν παραπάνω από δεδομένη.
Ξέρει, άλλωστε, η ίδια από πρώτο χέρι ότι η οικογένεια Gucci είχε προσπαθήσει να μπλοκάρει την κυκλοφορία του βιβλίου όπως και την ίδια την ταινία -μόνο που μπήκαν μέσα τα μεγάλα μέσα, δηλαδή εκτός από τον ίδιο τον οίκο Gucci που έβλεπε την ταινία ως αφορμή για δωρεάν διαφήμιση, τα μεγάλα στούντιο όπως αυτό της MGM, το οποίο αγόρασε τα δικαιώματα του σεναρίου, ενώ το Netflix φρόντισε να εξασφαλίσει τη μελλοντική προβολή της ταινίας από τη διάσημη πλατφόρμα.
Η ιστορία της επιχείρησης
Αλλωστε αυτό είναι που στοχεύει ο τίτλος της ταινίας: να αφηγηθεί όχι μόνο την ιστορία της δολοφονίας του πάμπλουτου κληρονόμου του ιδρυτή Γκούτσιο Γκούτσι (εξ ου και το περίφημο logo με τα δύο αντικριστά G), αλλά και μια ιστορία με άφθονο χρήμα, αντιδικίες και αίμα. Ο πατριάρχης της αυτοκρατορίας, που εξακολουθεί να θεωρείται μία από τις πιο πετυχημένες παγκοσμίως καθώς διάγει άλλη μια περίοδο δόξας, ξεκίνησε την πορεία του με ένα μικρό μαγαζί στη Φλωρεντία την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα πουλώντας δερμάτινα είδη.
Το μεγαλεπήβολο όραμα του πατέρα Γκούτσιο Γκούτσι φάνηκε να συμμερίζεται και να υλοποιεί ο διάδοχος Αλντο Γκούτσι, το μεγάλο μυαλό της οικογένειας. Σε χρόνο-ρεκόρ μετέτρεψε την εταιρεία σε ένα πανίσχυρο brand name με παραρτήματα σε όλο τον κόσμο, με το όνομα Gucci να βρίσκει ανταπόκριση και στους διάσημους, από την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Πίτερ Σέλερς έως την Τζάκι Κένεντι, η οποία ήταν τόσο εξαρτημένη από την τσάντα της που σύντομα της χάρισε και το όνομά της και έκτοτε είναι διάσημη ως η «τσάντα Τζάκι».
Αντίστοιχα δημοφιλή έγιναν και τα μεταξωτά μαντίλια που λάνσαρε η Καρολίνα του Μονακό. Μόνο που πίσω από αυτή την πολύκροτη επιτυχία κρυβόταν μια ιστορία οικογενειακής αντιπαλότητας και διχασμού, καθώς οι τρεις υιοί Γκούτσι μοιράζονταν ένα αμοιβαίο μίσος: ο Αλντο ανταγωνιζόταν πάντα όχι μόνο τον Ροντόλφο, αλλά και τον ίδιο του τον γιο.
Ο γιος του Αλντο, Πάολο, σε μια έκρηξη θυμού αποφάσισε να προχωρήσει στην ίδρυση του δικού του οίκου Gucci, αλλά ο ανένδοτος πατέρας τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή, με αποτέλεσμα ο γιος να τον καταγγείλει στην Εφορία και έτσι ο ισχυρός πατέρας να μπει στη φυλακή σε προχωρημένη ηλικία. Εν τω μεταξύ προβλέποντας αυτή την εξέλιξη ο Αλντο είχε φροντίσει το ποσοστό της εταιρείας να πάει όχι φυσικά στον γιο αλλά στον ανιψιό του Μαουρίτσιο Γκούτσι, ευειδή, πετυχημένο και αποφασιστικό, αλλά παρ’ όλα αυτά ντροπαλό και κάπως συνεσταλμένο.
Σε αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό βασίστηκε η μεγαλύτερή του σε ηλικία Πατρίτσια Ρετζιάνι, η οποία αποφάσισε να μεταμορφώσει τον άβγαλτο νεαρό Γκούτσι και να τον μετατρέψει από έναν κλειστό χαρακτήρα σε καρδιά των πάρτυ. Σταδιακά από το πιο αγαπημένο ζευγάρι της Ιταλίας κατέληξαν να είναι οι τζετ σέτερ που ζήλευαν τότε όλοι. Μόνο που η οικογένεια Γκούτσι δεν έβλεπε με καλό μάτι τον πολυσπάταλο αυτό βίο και τις υπερβολικές απαιτήσεις της υποτιθέμενα πολύφερνης νύφης. Κόντρα στον γάμο που έγινε τελικά το 1972 ήταν ο θείος, αλλά αυτό δεν φάνηκε να έχει μεγάλο αντίκρισμα στον Μαουρίτσιο.
Το γιοτ του Νιάρχου
Η Πατρίτσια δεν βιαζόταν να χαρίσει διαδόχους στον αγαπημένο της Μαουρίτσιο. Αγόρασαν ένα εντυπωσιακό διαμέρισμα στον τελευταίο όροφο του Olympic Tower στο κέντρο του Μανχάταν και άρχισαν να περιφέρονται στη νυχτερινή Νέα Υόρκη με εντυπωσιακές λιμουζίνες και έναν σοφέρ, ο οποίος είχε αφήσει εποχή στους κοσμικούς κύκλους. Εκαναν παρέα με τον Ωνάση και την Τζάκι και φρόντιζαν να συχνάζουν σε πάρτυ γεμάτα σαμπάνια και με όλη την υπερβολή των δεκαετιών του ’70 και του ’80. Ο ερχομός της πρωτότοκης κόρης τους Αλεσάντρα έδειξε να ολοκληρώνει με τον καλύτερο τρόπο την ευτυχία του ζεύγους που συνέχιζε ακάθεκτο τη μεγάλη ζωή: από τον ανταγωνιστή του φίλου τους Ωνάση, Σταύρο Νιάρχο, αγόρασαν στη συνέχεια το πιο εντυπωσιακό γιοτ που έπλεε τότε στις θάλασσες, το περίφημο τρικάταρτο σκαρί από έβενο και τα 63,03 μέτρα του, την περίφημη «Κρεολή».
Πρόκειται για ένα από τα πιο ιστορικά σκάφη που πλέον αποκαλείται «καταραμένο» λόγω της αιματοβαμμένης ιστορίας του, αφού με αυτό μεταφέρθηκε στη Σπετσοπούλα για να θαφτεί η Ευγενία. Προληπτική καθώς ήταν η Πατρίτσια, έπεισε τον άνδρα της να προσλάβει μέντιουμ-μάγισσα για να ξορκίσει το κακό: την Τζουζεπίνα Αουριέμα, που κατέφτασε με τα μαντζούνια της στο σκάφος για εξορκισμό, η οποία, κατά μια σατανική σύμπτωση της τύχης, έμελλε εκ των υστέρων να προκαλέσει η ίδια την κακιά μοίρα ως άμεση συνεργός στη δολοφονία του Γκούτσι, ως εκείνη που αποκάλυψε το όνομα της «Μαύρης Χήρας» ως δολοφόνου.
Παράλληλα η εταιρεία φαινόταν να διάγει μία από τις πιο πετυχημένες περιόδους στην ιστορία της. Αλλά η ζωή που είχαν διαλέξει να ζουν ο γοητευτικός Μαουρίτσιο και η εκρηκτική Πατρίτσια ξεπερνούσε τις αντοχές της οικογένειας, η οποία είχε αρχίσει να δυσανασχετεί έντονα. Παρακάμπτοντας επιδεικτικά τα υπόλοιπα μέλη, ο Μαουρίτσιο έγινε ο απόλυτος κυρίαρχος, ο νέος CEO, και παρ’ όλες τις αντιρρήσεις εξακολουθούσε να ζει πέρα από τις αντοχές της επιχείρησης – μόνο που μαζί με τα έξοδα πολλαπλασιάζονταν και οι ερωμένες του. Μέχρι που ο έρωτάς του με τη νέα του σύντροφο Πάολα Φράνκι φάνηκε να είναι σοβαρός.
Τα νέα δεν άργησαν να φτάσουν στα αυτιά της απατημένης συζύγου και οι καβγάδες έγιναν καθημερινοί. Μετά από μερικά χρόνια, μαζί με τον γάμο άρχισε να ναυαγεί και η αυτοκρατορία, αφού τα μεγάλα ανοίγματα δημιούργησαν τεράστιες τρύπες αφαιμάσσοντας τον παντοδύναμο Μαουρίτσιο. Η σύζυγος δεν πτοείται και διαπραγματεύεται με απόλυτα σκληρούς όρους το διαφαινόμενο διαζύγιο: τα 600.000 δολάρια που της προτείνει ο Γκούτσι της φαίνονται λίγα και απαιτεί διπλασιασμό.
Τότε μάλιστα λέει και την ατάκα που έμελλε να γράψει ιστορία: «Καλύτερα να κλαις σε Rolls-Royce παρά να χαίρεσαι σε ποδήλατο». Τελικά το 1992 αρχίζει να συμβιβάζεται με την ιδέα του διαζυγίου, το οποίο ακόμα δεν έχει εκδοθεί, και είναι τότε που ο άνδρας της αποφασίζει να παραχωρήσει το μεγαλύτερο μέρος των μετοχών του σε τράπεζα επενδύσεων που έχουν πανίσχυροι Αραβες.
Παράλληλα, η ιστορία με την Πάολα συνεχιζόταν και το μέχρι πρότινος παράνομο ζευγάρι αποφασίζει να συζήσει. Ο δεσμός τους έμοιαζε να είναι σοβαρός και ένα ωραίο βράδυ, όπως αποκάλυψε εκ των υστέρων η Πατρίτσια στο τηλεοπτικό σόου «Storie Maledette», ο Γκούτσι έφυγε από το σπίτι του για τσιγάρα και κυριολεκτικά δεν επέστρεψε ποτέ. Η αγανακτισμένη σύζυγος δεν άργησε να ανακαλύψει το σταθερό τηλέφωνο της αντίζηλου και κάποια στιγμή άφησε ουρλιάζοντας ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή: «Να ξέρεις ότι οι κόρες σου θα σε μισούν για πάντα και ποτέ δεν θα ξεπεράσουν το τραύμα που τους προκάλεσες αφήνοντας το σπίτι. Θα είσαι για πάντα καταραμένος και εύχομαι να σε βρει η κόλαση!». Και όπως φάνηκε, δεν άργησε να τον βρει.
Το σχέδιο της δολοφονίας
Μόνο που οι Ιταλοί, οι οποίοι γνωρίζουν όλοι καλά τον ποιητή τους Δάντη, ξέρουν ότι μαζί με την κόλαση υπάρχει και ο παράδεισος – και αυτή τη λέξη προτίμησε να γράψει η Πατρίτσια στο σημειωματάριό της την ημέρα που θα γινόταν η δολοφονία. Ηταν 27 Μαρτίου 1995 και ο Μαουρίτσιο Γκούτσι θα έφτανε στην είσοδο του εντυπωσιακού κτιρίου όπου στεγαζόταν το γραφείο του στη Βία Παλέστρο ακριβώς στις 8.30 το πρωί. Στην πόρτα τον υποδέχτηκε με ένα θερμό χαμόγελο ο πιστός θυρωρός Τζουζέπε Ονοράτο – ήταν εκείνος που είδε το χέρι να υψώνεται απειλητικά προς το μέρος του κρατώντας όπλο και έσπευσε, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, να τον προστατέψει.
Γλίτωσε κυριολεκτικά από θαύμα με τραύματα από τις σφαίρες, αλλά όχι το ίδιο το αφεντικό του: ο 46χρονος Μαουρίτσιο Γκούτσι θα έπεφτε νεκρός στο κράσπεδο μπροστά στα γραφεία του οίκου. Κανείς δεν μπορούσε τότε να φανταστεί ότι ο δολοφόνος ήταν η «Λιζ Τέιλορ του οίκου Gucci», η σύζυγος του Μαουρίτσιο.
Η μόνη που είχε εξαρχής υποπτευτεί τη «Μαύρη Χήρα» ήταν φυσικά η ερωμένη του, η οποία γνώριζε ότι σε λίγο θα έβγαινε το διαζύγιο, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να δεχθεί η Πατρίτσια. Ωστόσο, πέρα από υποψίες, τίποτα δεν μπορούσε να αποδειχτεί στην πράξη, έως ότου η στενή φίλη της Πατρίτσια και άλλοτε μέντιουμ-οραματίστρια-μάγισσα δεν άντεξε και μέσα σε ένα παραλήρημα αποκάλυψε σε στενό της άνθρωπο τη ραδιουργία – και ήταν εκείνος που κάλεσε αμέσως την Αστυνομία.
Η δολοφόνος τελικά φυλακίστηκε και έμεινε έγκλειστη για δύο δεκαετίες παρότι της έγιναν δύο προτάσεις αποφυλάκισης. Δέχτηκε να βγει μόνο όταν κατάλαβε ότι είχε εξασφαλισμένη μια μικρή, έστω, σύνταξη. Σήμερα εργάζεται ως σύμβουλος σε έναν γνωστό οίκο κοσμημάτων που εκμεταλλεύτηκε το όνομά της. Δηλώνει αμετανόητη για τις πράξεις της και εντάξει με τη συνείδησή της για τον νεκρό άνδρα για τον οποίο εξακολουθεί να τρέφει το ίδιο αδυσώπητο μίσος.