Σε λίγα μέρη στον κόσμο η ιστορία μετράει τόσο όσο αυτή η περιοχή που βρίσκεται ανάμεσα στον Ιορδάνη και τη θάλασσα. Διαφορετικές προσεγγίσεις τοποθετούν και σε διαφορετικό σημείο τη στιγμή που άρχισε να διαμορφώνεται το πρόβλημα.
Αρκετοί, που δεν περιλαμβάνουν μόνο Παλαιστινίους αλλά και Ισραηλινούς ιστορικούς όπως ο Ίλαν Παπέ και ο Σλόμο Σαντ υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα ήταν στην ίδια την ιδέα ότι μπορούσε να φτιαχτεί η εβραϊκή πατρίδα σε μια περιοχή που είχε ήδη κατοίκους και δεν ήταν «μια γη χωρίς λαό, για έναν λαό χωρίς γη» και στο ίδιο το γεγονός ότι αυτό που επιλέχτηκε θύμιζε εξαρχής «εποικιστική αποικιοκρατία».
Άλλοι θα πουν ότι το πρόβλημα είναι ότι οι αραβικές ηγεσίες ξεκινώντας από τον πόλεμο του 1948 και την απόρριψη του σχεδίου του ΟΗΕ, δεν υπερασπίστηκαν τα δικαιώματα των αράβων αυτής της έκτασης, άλλα θέλησαν να καταστρέψουν μια εβραϊκή πατρίδα που εάν ήταν μία φορά αναγκαία στην εποχή των πογκρόμ και της υπόθεσης Ντρέιφους, έγινε πολύ πιο επιτακτική στην επαύριον του Ολοκαυτώματος και της προσπάθειας των Ναζί να εξαλείψουν τον ευρωπαϊκό εβραϊσμό.
Tο πρόβλημα της σχέσης ανάμεσα στους Παλαιστινίους και τους Εβραίους κατοίκους αυτής της περιοχής εμφανίστηκε ήδη από την προπολεμική εποχή. Ήδη το 1936-1939 είχαμε την πρώτη μεγάλη εξέγερση των Παλαιστινίων ενάντια στη Βρετανική διοίκηση και τα σχέδια για εβραϊκό κράτος στην περιοχή. Στη συζήτηση που γινόταν και εντός των Εβραϊκών οργανώσεων για το μελλοντικό κράτος, οι φωνές που υπογράμμιζαν την ανάγκη για συμβίωση Εβραίων και Αράβων, όπως π.χ. ο φιλόσοφος Μάρτιν Μπούμπερ, θα είναι μειοψηφικές.
Η αρχική απόφαση του ΟΗΕ για την Παλαιστίνη (Ψήφισμα 181), αυτή με την οποία ουσιαστικά δρομολογήθηκε η δημιουργία του Ισραήλ, προϋπέθετε μια διαίρεση της έκτασης ανάμεσα στο Εβραϊκό και το Αραβικό κράτος. Το σχέδιο θα απορριφθεί από τις αραβικές χώρες και θα ακολουθήσει ο πόλεμος του 1947-1949 που θα διαμορφώσει και αυτά που θεωρούνται ως επίσημα σύνορα του Ισραήλ (τυπικά είναι η «γραμμή εκεχειρίας»). Μεγάλο μέρος των Παλαιστινίων θα εγκαταλείψουν τις εστίες τους (αυτό που θα μείνει στη μνήμη ως η Νάκμπα, η καταστροφή) αλλά και ένας αριθμός Εβραίων, ιδίως από περιοχές όπως η Ανατολική Ιερουσαλήμ. Η έννοια του Παλαιστινίου αρχίζει να συνδυάζεται με αυτή του πρόσφυγα, έτσι ώστε σήμερα να υπάρχουν εκατομμύρια αναγνωρισμένοι από τον ΟΗΕ Παλαιστίνιοι πρόσφυγες.
Το 1967 με τον «Πόλεμο των Έξι Ημερών» το Ισραήλ καταλαμβάνει την Ανατολική Ιερουσαλήμ, τη Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, τη Γάζα και τη χερσόνησο του Σινά. Πλέον διαμορφώνεται η έννοια των κατεχόμενων περιοχών. Το 1973 μετά τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και αργότερα τη συνθήκη ειρήνης με την Αίγυπτο, το Σινά θα επιστρέψει στην Αίγυπτο.
Η διεθνής κοινότητα και ο ΟΗΕ δεν θα αναγνωρίσουν ποτέ την κατοχή της Δυτικής Όχθης και της Γάζας. Αντίθετα, η θέση θα είναι η ειρήνη μέσα από μια λύση δύο κρατών, όπου το Ισραήλ θα υποχωρούσε στα σύνορα του 1967, και οι Παλαιστίνιοι θα αποκτούσαν κράτος στις υπόλοιπες περιοχές.
Το Παλαιστινιακό κίνημα για χρόνια θα έχει ως ρητό στόχο την ενιαία δημοκρατική Παλαιστίνη. Όμως, στη δεκαετία του 1980 η ηγεσία της PLO υπό τον Γιάσερ Αραφάτ θα αποδεχτεί τη λύση των δύο κρατών, με την Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Παλαιστίνης του 1988.
Στο μεταξύ το Ισραήλ θα έχει ξεκινήσει τη διαδικασία του εποικισμού, ιδίως στην Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Δυτική Όχθη. Το πρόβλημα των εποίκων έκτοτε θα είναι από τα βασικά ζητήματα στην όποια διαπραγμάτευση.
Στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 μέσα από τη Διάσκεψη της Μαδρίτης και στη συνέχεια τη διαπραγμάτευση των Συμφωνιών του Όσλο φάνηκε να ανοίγει ξανά η προοπτική της λύσης δύο κρατών.
Η δημιουργία της Παλαιστινιακής Αρχής στη Δυτική Όχθη και τη Γάζα, δηλαδή της πρώτης μορφής αυτοκυβέρνησης των Παλαιστινίων επί παλαιστινιακού εδάφους υποτίθεται ότι θα ήταν το πρώτο βήμα για το Παλαιστινιακό κράτος.
Όμως, αυτό προϋπέθετε μια δύσκολη διαπραγμάτευση, με παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Ουσιαστικά, οι Παλαιστίνιοι θα έπρεπε να δεχτούν να τους παραχωρηθεί μικρότερο μέρος από το σύνολο των κατεχόμενων μετά το 1967 περιοχών και οι Ισραηλινοί έπρεπε να αποδεχτούν ότι κάποιοι εποικισμοί θα έπρεπε να καταργηθούν και να επιστραφούν οι εκτάσεις στους Παλαιστινίους. Θα έπρεπε επίσης να αναγνωριστεί κάποιου είδους έστω περιορισμένο δικαίωμα επιστροφής στους πρόσφυγες του 1948 (αργότερα το Ισραήλ θα ορίσει την απεμπόληση του δικαιώματος επιστροφής ως αναγκαία συνθήκη της λύσης).
Όμως, αυτή η διαπραγμάτευση ουσιαστικά από το 2000 σταμάτησε. Παρότι το Ισραήλ κατηγορεί τον Αραφάτ για την αποχώρηση από τις διαπραγματεύσεις στο Καμπ Ντέιβιντ, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης αφορούσε την απροθυμία του Ισραήλ να κάνει αυτές τις παραχωρήσεις. Θα υπάρξουν και άλλες πρωτοβουλίες και άλλα σχέδια, όμως ουσιαστική πρόοδος δεν θα υπάρξει. Αντίθετα, θα έχουμε αλλεπάλληλες συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τους αλλεπάλληλους «πολέμους της Γάζας».
Η κρίση στο Παλαιστινιακό κίνημα και η διαίρεση ανάμεσα στη Φατάχ και τη Χαμάς, που απροκρυσταλλώθηκε και στο ότι η μεν έχει κυρίως παρουσία στη Δυτική Όχθη και η δε στη Γάζα, δεν θα κάνει τα πράγματα ευκολότερα. Επιπλέον, το Ισραήλ ολοένα και περισσότερο αντιμετώπιζε το ζήτημα ως «ζήτημα τρομοκρατίας» και πίεζε και την διεθνή κοινότητα να το αντιμετωπίσει με αυτό τον τρόπο. Παράλληλα, οι εποικισμοί κλιμακώνονταν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα έναν πολύ μεγαλύτερο κατακερματισμό της Δυτικής Όχθης που τέμνεται πολλαπλά από εποικισμούς, αμυντικά έργα, και αυτοκινητοδρόμους, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται κάθε έννοια εδαφικής συνέχεια, την ώρα που η Γάζα τέθηκε σε έναν διπλό αποκλεισμό και από την Ισραηλινή και από την Αιγυπτιακή πλευρά.
Αυτή τη στιγμή ο αριθμός των εποίκων στη Δυτική Όχθη φτάνει τους 440.000, τέσσερις φορές περισσότεροι από την εποχή των συμφωνιών του Όσλο. Οι περισσότεροι σε μεγάλους συνοικισμούς ή σύνολα συνοικισμών, που μπορούν να οριοθετηθούν (και να γίνουν και τμήμα ενός μελλοντικού εδαφικού διακανονισμού. Όμως, πάνω από 100.000 μένουν σε μικρές απομονωμένες κοινότητες και κανονικά θα έπρεπε να τις αφήσουν. Η πολιτική βαρύτητα των εποίκων είναι πολύ μεγάλη. Αυτή τη στιγμή τα κόμματα που υποστηρίζουν τον ακόμη μεγαλύτερο εποικισμό έχουν 56 έδρες στην Κνεσέτ. Άλλες πέντε έδρες και θα έχουν την πλειοψηφία.
Ουσιαστικά, στο ίδιο το Ισραήλ να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη βαρύτητα οι φωνές που δεν θέλουν επί της ουσία λύση ή που θεωρούσαν λύση την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, ουσιαστικά την ακύρωση της δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους.
Πλευρά του συνολικότερου προβλήματος και η κατάσταση στην Ανατολική Ιερουσαλήμ, όπου υπάρχει μια συστηματική προσπάθεια κυρίως δεξιών ομάδων εποίκων να διώξουν Παλαιστινίους από τις κατοικίες τους, τμήμα μιας συνολικότερης προσπάθειας να καταστεί μη αντιστρέψιμος ο εποικισμός.
Την ίδια στιγμή υπάρχει το ζήτημα των Αράβων που ζουν μέσα στο ίδιο το Ισραήλ και είναι ισραηλινοί πολίτες. Σήμερα είναι κοντά στο 21% του πληθυσμού της χώρας και ήρθαν στο προσκήνιο πρόσφατα και με τις συγκρούσεις σε αρκετές ισραηλινές πόλεις ανάμεσα σε Εβραίους και Άραβες, ύστερα από την προσπάθεια έξωσης Παλαιστινίων από τα σπίτια τους στην Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Το κομμάτι αυτό αντιμετωπίζει σοβαρά κοινωνικά προβλήματα παρότι έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Το ποσοστό αυτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας είναι 36%, διπλάσιο των Εβραίων, το μέσο εισόδημα το 2018 ήταν 34% χαμηλότερο για τους Άραβες σε σχέση με τους Εβραίους πολίτες του Ισραήλ. Οι μικρές πόλεις έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τους δημότες τους ως προς το εάν είναι «κοινωνικά κατάλληλοι» και αυτό δημιουργεί προβλήματα στους Άραβες πολίτες του Ισραήλ.
Όμως, όλοι θεωρούν ότι το επόμενο διάστημα θα είναι μια από τις κρίσιμες παραμέτρους και της εσωτερικής πολιτικής ζωής του ίδιου του Ισραήλ. Ήδη στην τελευταία μετεκλογική διαπραγμάτευση για σχηματισμό κυβέρνησης τέθηκε, σε αντίθεση με το παρελθόν, και το ερώτημα του εάν θα μπορούσαν να συμμετέχουν και τα αραβικά κόμματα.
Αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι σε αδιέξοδο. Το Ισραήλ φαίνεται να επενδύει κυρίως στο να μην υπάρχει κάποια πίεση για επίλυση του προβλήματος. Ως ένα βαθμό, με την υποχώρηση του διεθνούς ενδιαφέροντος, την επαναπροσέγγιση με τις συντηρητικές μοναρχίες του Περσικού Κόλπου και την κρίση του Παλαιστινιακού κινήματος, φάνηκε να το κατορθώνει το προηγούμενο διάστημα.
Την ίδια στιγμή το περίπλοκο σύστημα και η πραγματικότητα του εποικισμού ουσιαστικά ακυρώνουν εκ προοιμίου οποιαδήποτε δυνατότητα να διαμορφωθεί ένα βιώσιμο Παλαιστινιακό κράτος. Δεν είναι τυχαίο ότι στη διεθνή συζήτηση επανέρχεται η αναλογία με το απαρτχάιντ στην Νότια Αφρική.
Παράλληλα, η πολιτική κατάσταση του Ισραήλ, με την αυξημένη βαρύτητα κομμάτων που δεν επιθυμούν μια λύση με λογική έντιμού συμβιβασμού αλλά έχουν ακροδεξιά ρητορική και υπεράσπιση του εποικισμού, δύσκολα μπορεί να οδηγήσει σε μια κυβέρνηση με το θάρρος να κάνει διαπραγμάτευση για λύση δύο κρατών, για να μην αναφερθούμε στο πώς ο Μπενιαμίν Νετανιάχου, κατεξοχήν πολιτικός που έχει υπονομεύσει τη «λύση δύο κρατών», έχει κατεξοχήν επενδύσει στη διαχείριση αυτής της αποσταθεροποίησης που κατά καιρούς του επιτρέπει να δείξει «ηγετικές ικανότητες». Την ίδια ώρα, όσο δεν υπάρχει Παλαιστινιακή ενότητα είναι δύσκολη και η αποτελεσματική παρουσία και των Παλαιστινίων σε μια διαπραγμάτευση.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό το κλίμα π.χ. ο Ντόναλντ Τραμπ είχε εξαγγείλει «Σχέδιο για το Μεσανατολικό» που βασικά εξυπηρετούσε τον πολιτικό φίλο του Νετανιάχου και περίπου δεν ελάμβανε υπόψη τους Παλαιστινίους.
Όταν ένα έντυπο όπως ο Economist συζητά το ενδεχόμενο μιας λύσης «ενός κράτους» αυτό είναι ενδεικτικό μιας επίγνωσης συσσωρευμένων αδιεξόδων. Μπορεί βέβαια η λύση που προτείνει να είναι πιο κοντά στην έννοια ενός πιο δημοκρατικού και συμπεριληπτικού και δημοκρατικού Ισραήλ παρά στο σύνθημα “From the River to the Sea, Palestine will be Free”, ωστόσο αποτυπώνει συνειδητοποίηση ότι όλο και περισσότερο ως μόνη αφετηρία λύσης είναι η αντιμετώπιση ως ενιαίου χώρου όλης της έκτασης από τον Ιορδάνη μέχρι τη Θάλασσα.
Ούτε είναι τυχαίο, ότι ανάλογες σκέψεις έχουν αρχίσει να διατυπώνονται και από τη μεριά προσωπικοτήτων της Εβραϊκής Διασποράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η μετατόπιση προς μια τέτοια λύση του Πίτερ Μπάιναρτ, εκ των βασικών συντακτών του «Jewish Currents», αρθρογράφου σε μεγάλα αμερικανικά έντυπα και κατεξοχήν εκπροσώπου του προοδευτικού σιωνισμού.
Προφανώς και ακόμη μια τέτοια λύση φαντάζει ακόμη πιο μακρινή. Ούτε είναι αυτή που δείχνει να κυριαρχεί στη σκέψη Ισραηλινών και Παλαιστινίων, με βάση έρευνες κοινής γνώμης, παρότι είναι χαρακτηριστικό ότι έχει υποχωρήσει σχετικά η προτίμηση μιας λύσης δύο κρατών.
Οι δυσκολίες μιας τέτοιας λύσης είναι σίγουρα τεράστιες. Έχει πλήθος ανοιχτά ερωτήματα ως προς τη φυσιογνωμία, τη θεσμική μορφή, την εδαφικότητα, τη συνύπαρξη των ταυτοτήτων. Έχει να αντιμετωπίσει το βάρος μιας πραγματικής και καλλιεργημένης εχθρότητας και μιας βίαιης ιστορίας. Απαιτεί πιθανώς την ανάδυση νέων πολιτικών δυνάμεων και από τις δύο πλευρές.
Όμως, η άλλη επιλογή, δηλαδή της συνέχισης μιας διαπραγμάτευσης για λύσης δύο κρατών που έχει υπονομευτεί προκαταβολικά και ουσιαστικά απλώς παρατείνει μια μορφή ισραηλινής κυριαρχίας (ή επιτήρησης) σε όλη την περιοχή από τον Ιορδάνη μέχρι τη θάλασσα και άρα τη διατήρηση ενός μεγάλου μέρους του συνολικού πληθυσμού όλης αυτής της περιοχής σε μια δυσμενέστερη θέση, απλώς παρατείνει ένα αδιέξοδο που είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσει να τροφοδοτεί και τη βία, όπως έχει γίνει και σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις στην ιστορία.