Κατά τις προεκλογικές περιόδους, τα κόμματα χαράζουν την τακτική τους όχι μόνο στη βάση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών, αλλά και άλλων, πιο… ψυχρών υπολογισμών. Εκτιμούν, για παράδειγμα, ποιοι τους ανταγωνίζονται ευθέως για τις ίδιες δεξαμενές ψηφοφόρων και τους επιτίθενται αλύπητα. Δεν διστάζουν, επίσης, να ενισχύουν κάποιους που θεωρητικά είναι αντίπαλοί τους απλώς και μόνο επειδή είναι σε θέση να κόψουν ψήφους από τους βασικούς τους ανταγωνιστές για την εξουσία. Και πολλά ακόμη, που συνήθως εκτυλίσσονται στο παρασκήνιο.
Στη Γερμανία, ωστόσο, ένα μήνα πριν τις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου, τα πράγματα είναι τόσο μπλεγμένα ώστε τα κόμματα μοιάζουν να βρίσκονται σε σύγχυση. Ποιον να στοχεύσουν κυρίως και σε ποιον να φερθούν πιο… ευγενικά; Με ποιους να κόψουν προκαταβολικά τις γέφυρες συνεργασίας και με ποιους να εντείνουν το φλερτ;
Βλέπετε, τα πέντε από τα έξι κόμματα που διεκδικούν την είσοδό τους στη νέα Βουλή – εξαιρουμένης για την ώρα της ακροδεξιάς Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) – είναι υποψήφια για συμμετοχή στον επόμενο κυβερνητικό συνασπισμό. Αυτό ισχύει για τη Χριστιανική Ένωση (CDU-CSU) και τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD), το ίδιο για τους Πράσινους, τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες (FDP) και την Αριστερά.
Ούτε για το όνομα του επόμενου ή της επόμενης καγκελαρίου υπάρχει κανενός είδους βεβαιότητα. Μπορεί ο Όλαφ Σολτς να εμφανίζεται ως ο πιο δημοφιλής, όμως ουδείς μπορεί να ξεγράψει τον Άρμιν Λάσετ, ενώ και η Αναλένα Μπέρμποκ διατηρεί τις ελπίδες της, ειδικά εάν οι Πράσινοι περάσουν το SPD. Και φυσικά, ουδόλως αποκλείεται να προκύψει κάποιο τρίτο πρόσωπο, κοινής αποδοχής – έστω κι αν αυτό δεν συνηθίζεται στη Γερμανία.
Η μορφή του νέου κυβερνητικού σχήματος αποτελεί επίσης ένα γρίφο, με πολλές δυνατές λύσεις – οι οποίες, για να μην ξεχνιόμαστε, έχουν όλες σχεδόν δοκιμαστεί σε επίπεδο κρατιδίων. Η μοναδική, ίσως, βεβαιότητα είναι ότι για πρώτη φορά θα απαιτηθεί η συμφωνία όχι δύο, αλλά τουλάχιστον τριών κομμάτων προκειμένου να επιτευχθεί η αναγκαία κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Θα μπορούσε, για παράδειγμα, ο επόμενος συνασπισμός να έχει τη μορφή του «φωτεινού σηματοδότη». Κάτι που σημαίνει ότι, με βάση τα χρώματα των κομμάτων, θα απαρτίζεται από το SPD, τους Πράσινους και τους Φιλελεύθερους.
Είναι πιθανό, επίσης, να έχει ως… σημαία του αυτήν της Τζαμάικα – με το μαύρο της Ένωσης CDU-CSU, το κόκκινο του SPD και το κίτρινο του FDP. Τέλος, δεν αποκλείεται να είναι κοκκινοπράσινος, με διπλό κόκκινο – του SPD και του κόμματος της Αριστεράς.
Αυτά είναι, άλλωστε, για την ώρα τουλάχιστον, τα τρία πιο πιθανά κυβερνητικά σενάρια – με το τέταρτο να αφορά τη νέα προσφυγή στις κάλπες και την παραμονή της Ανγκελα Μέρκελ στην καγκελαρία για κάποιους ακόμη μήνες, έστω και ως «υπηρεσιακής». Όσο για το τι ακριβώς θα συμβεί εξαρτάται από τις προθέσεις των ψηφοφόρων, οι οποίοι για την ώρα τις κρύβουν μάλλον καλά, προκαλώντας πονοκεφάλους στους δημοσκόπους.
Το σίγουρο είναι πως όλα φαίνεται να κρέμονται από μία κλωστή, με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο κάποια γεγονότα να ανατρέψουν τις λεπτές ισορροπίες να είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτό. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να αντιμετωπιστούν και οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν, που αφορούν άμεσα και τη Γερμανία. Και μάλιστα, από πολλές απόψεις.
Μία από αυτές είναι, προφανώς, οι ευθύνες για την κατάσταση που διαμορφώθηκε και τον θρίαμβο των Ταλιμπάν, που συνιστά μια ταπείνωση συνολικά για τη Δύση και όχι μόνο για τις ΗΠΑ (όσο κι αυτές επωμίζονται τη μερίδα του λέοντος). Με δεδομένο, λοιπόν, ότι το καθεστώς που ανατράπηκε συνέπεσε ουσιαστικά με την περίοδο διακυβέρνησης της Γερμανίας από την Άνγκελα Μέρκελ, είναι σαφές ότι η απερχόμενη καγκελάριος θα κουβαλάει μαζί της μια «σκιά».
Το ίδιο συμβαίνει και με το κόμμα της, καθώς και με τους Σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι συγκυβέρνησαν με την Ένωση για τις τρεις από τις τέσσερις προηγούμενες τετραετίες. Έτσι, δεν αποκλείεται το Αφγανιστάν να επιταχύνει τελικώς τη φθορά και των δύο κομμάτων.
Υπάρχει, επίσης, το μέγα ζήτημα του προσφυγικού, καθώς οι – σε μεγάλο βαθμό ξενόφοβοι – Γερμανοί τρέμουν το ενδεχόμενο να ζήσουν ξανά σκηνές του 2015. Κι αυτό σημαίνει, σε πολιτικό επίπεδο, ότι θα αναζητήσουν εκείνα τα κόμματα που εκτιμούν ότι θα τους «ασφαλίσουν» απέναντι σε κάτι τέτοιο – κάτι που, με τη σειρά του, θα μπορούσε να λειτουργήσει υπέρ της AfD.
Η πανδημία, ταυτόχρονα, όχι απλώς είναι παρούσα, αλλά επιμένει και θέτει αυτομάτως ερωτηματικά στη μέχρι σήμερα διαχείριση της κρίσης από την κυβέρνηση – και τον «σκεπτικισμό» της AfD και των οπαδών της.
Επιπλέον, ο απόηχος από την τεράστια καταστροφή και τους εκατοντάδες νεκρούς που προκάλεσαν στη Γερμανία οι πρόσφατες πλημμύρες θα είναι παρών και στις εκλογές. Θα είναι, άραγε, αυτό το στοιχείο που θα δώσει στους Πράσινους την ώθηση που τους λείπει για να κάνουν την ανατροπή ή, έστω, να φτάσουν πολύ κοντά;
Τα ερωτηματικά είναι πολλά και, για την ώρα, αναπάντητα. Η Γερμανία βιώνει μια μάλλον πρωτόγνωρη κατάσταση, ειδικά καθώς όποιο και να είναι το αποτέλεσμα, πολύ δύσκολα θα μπορεί κανείς να το θεωρήσει καθαρό.