Χρειάστηκε να περάσουν μόλις 35 ημέρες από την ορκωμοσία του ως 46ου προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών για να δώσει ο Τζο Μπάιντεν την πρώτη εντολή στις ένοπλες δυνάμεις προκειμένου να εξαπολύσουν μια στρατιωτική επιχείρηση σε ξένη χώρα. Οι στόχοι βρίσκονταν στο έδαφος της Συρίας, κοντά στα σύνορα με το Ιράκ και επρόκειτο για εγκαταστάσεις οι οποίες φέρονταν να ανήκαν σε ένοπλες ομάδες και οργανώσεις που στηρίζει η Τεχεράνη – ενώ οι πληροφορίες των διεθνών Μέσων κάνουν λόγο για τουλάχιστον 22 νεκρούς.
Υπό μία έννοια, ο Μπάιντεν δεν είχε άλλη επιλογή. Οι διαδοχικές επιθέσεις εναντίον των αμερικανικών δυνάμεων στο Ιράκ τις περασμένης ημέρες – μάλιστα, σε αυτή που σημειώθηκε στις 15 Φεβρουαρίου σε στρατιωτική βάση, με αποτέλεσμα τον θάνατο ενός μισθοφόρου και τον τραυματισμό αρκετών ακόμη – του «επέβαλαν» να δώσει μια πρώτη απάντηση, μην αφήνοντας το περιθώριο στους επικριτές του και τα «γεράκια» να τον αμφισβητήσουν από τις πρώτες κιόλας ημέρες της θητείας του.
Την ίδια στιγμή, όμως, πρέπει να σημειώσουμε ότι η απάντηση που επέλεξε να δώσει ήταν μάλλον «μετρημένη», τουλάχιστον σε αυτή τη φάση. Όπως σημειώνουν πηγές του Πενταγώνου, οι επιτελείς του είχαν παρουσιάσει αρκετά σενάρια, που περιλάμβαναν και συντριπτικά πλήγματα εναντίον εκείνων που οι υπηρεσίες πληροφοριών θεωρούν υπεύθυνους για τις παραπάνω επιθέσεις, ακόμη και των υποστηρικτών τους. Όμως, ο ίδιος δεν θέλησε να κλιμακώσει την αντιπαράθεση, αφήνοντας περιθώριο διαπραγμάτευσης.
Φυσικά, η διαπραγμάτευση αυτή δεν έχει να κάνει με τις παραστρατιωτικές ομάδες που δρουν στη Συρία, αλλά με πιο ισχυρούς «παίκτες» στη Μέση Ανατολή. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει, προφανώς, το Ιράν, με το οποίο ο Μπάιντεν έχει διαμηνύσει ότι θέλει να καθίσει πάλι στο τραπέζι του διαλόγου αναφορικά με τη συμφωνία του 015 για το πυρηνικό του πρόγραμμα.
Αυτό, φυσικά, δεν θα είναι εύκολο. Ήδη, Τεχεράνη και Ουάσινγκτον θέτουν διαφορετικές προτεραιότητες για να ανοίξει ο δρόμος προς αυτή την κατεύθυνση: Η πρώτη ζητά να άρουν πρώτες οι ΗΠΑ τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν επί Τραμπ, ενώ η αμερικανική πλευρά επιμένει ότι πρέπει να προηγηθεί η διακοπή των «πυρηνικών» δραστηριοτήτων του Ιράν που αντιβαίνουν στη συμφωνία του 2015.
Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως ακόμη και αν οι δύο πλευρές – μαζί φυσικά με τους τρεις Ευρωπαίους (Γερμανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο), τη Ρωσία και την Κίνα – καταλήξουν πάλι σε διαπραγμάτευση, η συμφωνία που θα βρεθεί στο τραπέζι θα έχει διαφορές σε σύγκριση με την προηγούμενη, την οποία τίναξε στον αέρα ο προκάτοχος του Μπάιντεν. Εξάλλου, το τοπίο είναι αρκετά διαφορετικό στην περιοχή σε σύγκριση με το καλοκαίρι του 2015 και ο συσχετισμός δυνάμεων και συμφερόντων πρέπει να αποτυπωθεί.
Αυτό, πρακτικά, σημαίνει ότι δεν είναι απίθανο η προσπάθεια επαναπροσέγγισης Ουάσιγκτον-Τεχεράνης να ναυαγήσει, κάτι που προφανώς θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Μέχρι, πάντως, να διαπιστώσουμε προς τα πού οδηγούνται τα πράγματα, οι εκατέρωθεν επιδείξεις δύναμης ενδεχομένως να πυκνώσουν.
Ήδη, σύμφωνα με την Washington Post που επικαλείται συριακά μέσα ενημέρωσης, η Ρωσία εξέφρασε ήδη τη δυσφορία της για την αμερικανική επίθεση στη Συρία, προειδοποιώντας ότι περαιτέρω κλιμάκωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε «μια μεγάλης κλίμακας σύγκρουση». Λίγο αργότερα δε ήρθε και η επίσημη επιβεβαίωση, με την εκπρόσωπο του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών, Μαρία Ζαχάροβα, να «καταδικάζει έντονα» την επίθεση και να απαιτεί να γίνει σεβαστή η εδαφική ακεραιότητα της Συρίας.
Εδώ «κρύβεται» ένα ακόμη από τα ζητήματα που καλούνται να διαχειριστούν ο Μπάιντεν και το επιτελείο του. Η Μόσχα αντιμετωπίζει τη Συρία περίπου ως δικό της «γήπεδο» και μια προσπάθεια των ΗΠΑ να επιστρέψουν σε ρόλο πρωταγωνιστικό θα συναντήσει την αντίδρασή της. Με ποιο τρόπο, είναι άγνωστο.