Ο Λάρι τελείωσε το πανεπιστήμιο έχοντας ένα όραμα: Μαζί με τη γυναίκα του, θα ζούσαν το Αμερικανικό Όνειρο. Θα αγόραζαν ένα σπίτι στα προάστια και θα πήγαιναν διακοπές κάθε δύο χρόνια.
Όμως το όνειρό του για την τέλεια ζωή τελικά έγινε κομμάτια. Η τότε σύζυγός του αντιλήφθηκε ότι η δουλειά είναι μία αυταπάτη, όπως λέει ο Λάρι, και αποφάσισε να παραιτηθεί για να φροντίσει τα παιδιά τους και τον ηλικιωμένο πατέρα της. Με κάποια καθυστέρηση, ο Λάρι ακολούθησε τον ίδιο δρόμο.
Η δουλειά «είναι κάτι που κάποιος άλλος φύτεψε στο μυαλό μας», λέει ο 52χρονος Αμερικανός στο Business Insider.
Σήμερα, ο Λάρι δεν δουλεύει. Ζει απλά, σε ένα τροχόσπιτο στην αυλή της μητέρας του. «Πραγματικά δεν έχω έξοδα. Δεν χρειάζομαι χρήματα. Μπορώ να επιβιώσω χωρίς χρήματα», λέει.
Και δεν είναι ο μόνος. Ο Λάρι είναι μέρος ενός κινήματος που κάποιοι ονομάζουν «αντι-εργατικό» και το οποίο κερδίζει όλο και περισσότερους οπαδούς.
Πρόκειται μία τάση, σύμφωνα με το moneyreview.gr, που κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους νέους εργαζόμενους, καθώς η Generation Z (δηλαδή όσοι έχουν γεννηθεί από το 1997 έως το 2012) αφήνει το σημάδι της στην αγορά εργασίας. Και δεν είναι μία τάση που αφορά μόνο τις ΗΠΑ. Στην Κίνα, μία ολόκληρη γενιά αρνείται να ακολουθήσει τις επιταγές της εποχής για όλο και μεγαλύτερη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα στη δουλειά και αντ΄ αυτού βρίσκει την ευτυχία στην απλή ζωή και την χαλάρωση. Είναι το κίνημα της «ξάπλας» (lying flat), όπως έχει ονομαστεί.
«Πραγματικά δεν θέλω να δουλεύω πια. Δεν θέλω να χρειάζεται να κάνω συναντήσεις, να έχω προθεσμίες, στόχους, τρίμηνα, σεμινάρια. Δεν θέλω τίποτα από όλα αυτά πια», λέει ο Λάρι.
Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν εκατομμύρια «Λάρι» σε όλο τον κόσμο. Στις ΗΠΑ, οι εργαζόμενοι παραιτούνται από τις δουλειές τους μαζικά εδώ και έξι μήνες τουλάχιστον, καθώς μόνο τον Σεπτέμβριο, 4,4 εκατ. άνθρωποι δήλωσαν παραίτηση -περισσότεροι από οποιονδήποτε άλλο μήνα στην ιστορία. Πολλοί δεν επιστρέφουν ποτέ στην αγορά εργασίας.
Για κάποιους από αυτούς, η δουλειά δεν αξίζει πια. Οι μισθοί βρίσκονται σε πτώση εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ, ενώ τα φοιτητικά δάνεια αυξάνονταν.
Και μετά ήρθε η πανδημία: Οι δισεκατομμυριούχοι πρόσθεσαν 2,1 τρισ. δολάρια στις περιουσίες τους, ενώ εκατομμύρια Αμερικανοί έμειναν άνεργοι (αφού στις ΗΠΑ δεν εφαρμόστηκαν τα μέτρα προστασίας της απασχόλησης που έγιναν ο κανόνας στην Ευρώπη). Οι ανισότητες διευρύνθηκαν.
Κάπως έτσι φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση των δραματικών ελλείψεων εργατικού δυναμικού. Πολύ απλά, οι εργαζόμενοι «απεργούν» και αρνούνται να επιστρέψουν στη δουλειά, εκτός και εάν οι συνθήκες βελτιωθούν.
Οι αριθμοί πλέον είναι μεγάλοι και υπολογίσιμοι. Μία ομάδα στο Reddit, το «r/antiwork», έχει προσελκύσει ένα εκατομμύριο followers από το 2013, όταν και ξεκίνησε. Οι μισοί από τους νέους followers μπήκαν στο γκρουπ τον Οκτώβριο. Πρακτικά, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι μπαίνουν στη σελίδα αυτή καθημερινά.
Τι πρεσβεύουν; Το antiwork κίνημα μιλά για ένα lifestyle χωρίς δουλειά και στοχεύει να φτιάξει μία κοινότητα ανθρώπων που ενώνουν τις δυνάμεις τους απέναντι στην εκμετάλλευση των εργαζομένων.
«Πολύς κόσμος μπερδεύει το να είσαι antiwork με το να είσαι τεμπέλης», εξηγεί στο Business Insider ένα από τα μέλη του γκρουπ στο Reddit. Όμως εξηγεί ότι στόχος του κινήματος είναι να αλλάξει η δομή του τρόπου με τον οποίο γίνονται τα πράγματα, ώστε οι ροές κεφαλαίου να είναι πιο δίκαιες.
Ένα άλλο μέλος του γκρουπ, ο Κέιντ, που ανήκει στην Gen Z, λέει ότι παραιτήθηκε από τη δουλειά του όταν ο προϊστάμενος απαγόρευσε στους εργαζόμενους να χρησιμοποιούν τα κινητά τους κατά τη διάρκεια της βάρδιας και απείλησε με κατασχέσεις. Τα posts που διάβασε στο «r/antiwork» συνέβαλαν στην απόφασή του να παραιτηθεί, καθώς τον έκαναν να επανεξετάσει τη δουλειά.
«Πιστεύω ότι ένιωσα πως θα μπορούσα να είμαι μέρος ενός κινήματος. Δεν θέλω άλλο να ανέχομαι αυτά τα πράγματα», δηλώνει.
Κεντρικό ρόλο στην απαίτηση των εργαζομένων για καλύτερες συνθήκες δουλειάς παίζει η είσοδος της Generation Z στην αγορά εργασίας. «Απλά δεν ανέχονται τις ανοησίες των εργοδοτών πια», λέει ο Κέιντ.
Το σίγουρο είναι ότι οι εργοδότες αναγκάζονται πλέον να ακούσουν τους εργαζόμενους. Στις ΗΠΑ, το φαινόμενο των εστιατορίων που καταλήγουν να κατεβάσουν ρολά γιατί αδυνατούν να βρουν προσωπικό είναι πλέον μία καθημερινότητα.
Επιχειρήσεις καταφεύγουν σε μπόνους προσλήψεων για να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας, όμως πλέον δέχονται ελάχιστα βιογραφικά για τις αγγελίες που δημοσιεύουν. Και στο φαινόμενο του «ghosting», οι ρόλοι έχουν πια αντιστραφεί: Ενώ παλιά οι υποψήφιοι εργαζόμενοι παραπονιούνταν ότι οι επιχειρήσεις εξαφανίζονταν (ghosting) μετά τις συνεντεύξεις για δουλειά, τώρα οι συνεντευξιαζόμενοι είναι εκείνοι που δεν απαντούν και εξαφανίζονται όταν οι επιχειρήσεις θέλουν να τους προσλάβουν.