Μέχρι το 1847 και σχεδόν επί μία χιλιετία, η ανθρωπότητα στήριζε όλη την πολεμική της δραστηριότητα στην πυρίτιδα. Η βιομηχανική επανάσταση έφερε μαζί της και την ανάγκη για ισχυρότερα εκρηκτικά, και η λύση βρέθηκε στη νιτρογλυκερίνη. Όμως υπήρχε ένα πρόβλημα. Η νέα ουσία ήταν εξαιρετικά ασταθής – και τρομερά επικίνδυνη. Το πρόσωπο που θα μεταμόρφωνε για πάντα τα εκρηκτικά, δεν ήταν άλλο από τον Άλφρεντ Νόμπελ.
Η εξέλιξη ήταν σχεδόν φυσική. Ο πατέρας του, Ιμάνουελ Νόμπελ, διατηρούσε εργοστάσιο όπλων στη Ρωσία, μέσω του οποίου προμήθευε τον ρωσικό στρατό. Η οικογένειά του έμελλε να βιώσει με το χειρότερο τρόπο την ασταθή ισχύ της νιτρογλυκερίνης: Ο μικρότερος αδελφός του Άλφρεντ, Εμίλ, σκοτώθηκε το 1964 σε έκρηξη του εργοστασίου που στοίχισε αρκετές ακόμη ζωές. Ενδέχεται αυτός να ήταν και ο λόγος που ο Νόμπελ έκτοτε έστρεψε τις έρευνές του στην ανακάλυψη ασφαλέστερων εναλλακτικών.
Πράγματι, εντελώς τυχαία, το 1867 ανακάλυψε ότι ένα πορώδες ιζηματογενές πέτρωμα, γνωστό ως διατομική γη, μπορούσε να απορροφήσει τη νιτρογλυκερίνη, σταθεροποιώντας τη, χωρίς παράλληλα να στερεί κάτι από την αποτελεσματικότητά της. Το τελικό προϊόν δεν ήταν άλλο από τον δυναμίτη. Αργότερα ο Νόμπελ θα προχωρούσε και σε άλλες εφευρέσεις ισχυρών εκρηκτικών υλών.
Πώς οδηγήθηκε, λοιπόν, ένας εφευρέτης και έμπορος όπλων στη θεσμοθέτηση των σημαντικότερων βραβείων για την ειρήνη;
Λέγεται πως ένας από τους λόγους που τον οδήγησαν στην ίδρυση των βραβείων, ήταν ένα… ειδησεογραφικό λάθος. Το 1888, όταν πέθανε ο αδερφός του, Λούντβιχ, ένας γάλλος δημοσιογράφος πίστεψε πως ο νεκρός Νόμπελ ήταν ο Άλφρεντ. Δημοσίευσε το «γεγονός» μέσα από ένα άρθρο με τίτλο «Ο έμπορος θανάτου πέθανε». Αναφέρεται ότι αυτό επηρέασε βαθύτατα τον Νόμπελ, ωθώντας τον στη βελτίωση της υστεροφημίας του.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι ο Νόμπελ δεν ήταν σε καμία περίπτωση προοδευτικός –για παράδειγμα ήταν αντίθετος στην θεσμοθέτηση της γυναικείας ψήφου – ίσως η απόφασή του να κληροδοτήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για τη δημιουργία των βραβείων να μην έγινε «για τα μάτια του κόσμου».
Στην προσωπική του αλληλογραφία με την Βαρόνη Μπέρθα φον Ζούτνερ, η οποία αργότερα βραβεύθηκε με Νόμπελ Ειρήνης, ο Νόμπελ έγραφε: «Ίσως τα εργοστάσιά μου δώσουν πιο γρήγορα τέλος στον πόλεμο από ό,τι οι συνελεύσεις σου: Τη μέρα που δύο στρατοί θα είναι σε θέση να αφανίσουν ο ένας τον άλλο μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, είναι βέβαιο πως όλα τα πολιτισμένα έθνη θα αναπηδήσουν από τον τρόμο και θα διαλύσουν τους στρατούς τους».
Φυσικά, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι – αν και ο Νόμπελ σίγουρα δεν ήταν ο τελευταίος υποστηρικτής αυτής της άποψης.
Εντέλει τα βραβεία θεσμοθετήθηκαν το 1895, μέσω της διαθήκης του Άλφρεντ Νόμπελ, ο οποίος ένα χρόνο αργότερα θα έχανε τη ζωή του σε ηλικία μόλις 63 ετών. Μέσα από αυτή, ο Νόμπελ παραχώρησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του, με τη μορφή καταπιστεύματος, για τη βράβευση σε ετήσια βάση εκείνων που είχαν «προσφέρει τα μεγαλύτερα οφέλη στην ανθρωπότητα την προηγούμενη χρονιά». Αρχικά, τα βραβεία αφορούσαν τους κλάδους της Φυσικής, της Χημείας, της Ιατρικής και της Λογοτεχνίας, αλλά και τη διαφύλαξη της Ειρήνης στον κόσμο. Το 1968 προστέθηκε άλλο ένα βραβείο, το Sveriges Riksbank Prize για τις Οικονομικές Επιστήμες στη Μνήμη του Άλφρεντ Νόμπελ, με πρωτοβουλία της Τράπεζας της Σουηδίας. Αν και τυπικά δεν συγκαταλέγεται στα βραβεία Νόμπελ, ανακοινώνεται μαζί με τα υπόλοιπα και παρουσιάζεται στην Τελετή Απονομής των Βραβείων Νόμπελ.
Στη διαθήκη του, ο Νόμπελ όριζε πως οι υποψηφιότητες θα κρίνονταν από τέσσερα διαφορετικά ιδρύματα, τρία σουηδικά και ένα νορβηγικό (Βασιλική Σουηδική Ακαδημία Επιστημών, Ινστιτούτο Καρολίνσκα, Σουηδική Ακαδημία και Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ). Κάθε βραβευθείς λαμβάνει ένα χρυσό μετάλλιο, ένα δίπλωμα και ένα χρηματικό ποσό, το οποίο εξαρτάται από τα εκάστοτε έσοδα του Ιδρύματος Νόμπελ.