Η στάθμη του ποταμού Πηνειού μειώνεται, έστω και με αργό ρυθμό τα τελευταία 24ωρα, καθώς από τα 10 και πλέον μέτρα στην κορύφωση της υπερχείλισής του από την κακοκαιρία Daniel, τώρα πλέον βρίσκεται αρκετά κάτω από τα 8 μέτρα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέχουν εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης, το όριο ασφαλείας προκειμένου να τεθεί ξανά σε λειτουργία το αποχετευτικό δίκτυο της Λάρισας, το αντλιοστάσιο κ.λπ. είναι τα 6,8 μ. ως ανώτατο ύψος στάθμης των υδάτων. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη της Λάρισας θα απαλλαγεί οριστικά από τον φόβο της πλημμύρας όταν τα νερά υποχωρήσουν περίπου κατά 1 μέτρο ακόμη από την παρούσα στάθμη του Πηνειού.
Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί να διατυπώσει ακριβή πρόγνωση για το πότε θα επιτευχθεί το απαραίτητο ύψος, εφόσον η αποστράγγιση δεν ακολουθεί το ρυθμό μιας γραμμικής διαδικασίας. Επίσης, όσοι γεωλόγοι -ως κατεξοχήν ειδικοί επιστήμονες- παραχωρούν δηλώσεις στα ΜΜΕ, αποφεύγουν να εκφράσουν εκτιμήσεις για το πώς και πότε θα απορροφηθούν στο έδαφος τα υπερβάλλοντα ύδατα της πρόσφατης θεομηνίας.
Σχηματικά, παρατηρείται μια αργή μετακίνηση προς ανατολάς των υδάτινων όγκων που έπνιξαν το θεσσαλικό κάμπο τις προηγούμενες ημέρες, δηλαδή από τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα προς τη Λάρισα και το Δέλτα του Πηνειού, όπου όμως η περιοχή είναι πλημμυρισμένη.
Δείτε φωτογραφίες από τον πλημμυρισμένο κάμπο της Θεσσαλίας
Υπολογίζεται ότι η γη της Θεσσαλίας έχει καλυφθεί από 5 δισ. κυβικά εκατοστά νερού και φερτών υλικών, τα οποία έχουν πλημμυρίσει μια έκταση περίπου 720.000 στρεμμάτων. Υπενθυμίζοντας κάπως ότι πριν από εκατομμύρια χρόνια η Θεσσαλία ήταν μια μεγάλη λιμναία ζώνη, ορισμένοι διατυπώνουν την πρόγνωση ότι η, από την αρχή της δεκαετίας του 1960 αποξηραμένη λίμνη της Βοϊβηίδος (Κάρλας), θα συγκρατήσει στη λεκάνη της τα νερά που δέχτηκε και θα επανέλθει στην πρότερη κατάστασή της. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από 40.000 στρέμματα γης δεν θα καλλιεργηθούν ποτέ ξανά. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι η επαναφορά της Κάρλας στη λιμναία μορφή της, πριν από τον κατακλυσμό της προηγούμενης εβδομάδας, ήταν ζητούμενο και όχι απευκταίο -αν και υπό συγκεκριμένους όρους.
Σε ό,τι αφορά στις καλλιεργήσιμες εκτάσεις του θεσσαλικού κάμπου, ένα από τα μείζονα προβλήματα έγκειται στο ότι η καταρρακτώδης βροχόπτωση παρέσυρε το χώμα από τα επικλινή χωράφια, τα οποία ξεπερνούν σε συνολική έκταση το 1,2 εκατ. στρέμματα. Όσο για τα γεωργικά κτήματα που δεν επλήγησαν, αυτά προβλέπεται πως θα επανέλθουν σε κατάσταση παραγωγής σε διάστημα 1-5 ετών, αναλόγως των εκάστοτε επιτόπιων συνθηκών.
Ενός είδους παρηγοριά στους απελπισμένους αγροκαλλιεργητές της Θεσσαλίας παρέχει ο γεωλόγος/περιβαλλοντολόγος, ιδρυτικό μέλος της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης Συλλογικής και Κοινωνικής Ωφέλειας «Γεωπαιδεία» κ. Γιώργος Παπανικολάου, ο οποίος είπε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ότι «όλη αυτή η λάσπη, η οποία δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα επί του παρόντος, μακροπρόθεσμα είναι ευεργετική. Όπως πχ συμβαίνει στην Αίγυπτο με τον Νείλο. Ο οποίος κατεβάζει όλη τη λάσπη για τις καλλιέργειες, δημιουργώντας μια εύπορη ζώνη από την οποίαν ζει ολόκληρη η χώρα. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για την Ελλάδα. Η φερτή ύλη είναι πολύ γόνιμη και, καθώς αναμιγνύεται με το προηγούμενο χώμα, έρχεται και βελτιώνει τους εδαφικούς ορίζοντες. Άρα, μακροπρόθεσμα, από του χρόνου δηλαδή, όλο αυτό που συνέβη μπορεί να είναι και ευεργετικό. Μπορεί να μη χρειάζονται τόσα λιπάσματα για τις καλλιέργειες στο μέλλον κ.λπ»
Ο κ. Παπανικολάου εξήγησε ότι «αυτή τη στιγμή στη Θεσσαλία το νερό έχει γεμίσει όλες τις υπόγειες δεξαμενές και τους ορίζοντες, έχει περάσει από το πορώδες στρώμα του εδάφους, δήλαδή από όσα πετρώματα δεν είναι υδατοστεγή. Οι υπόγειες δεξαμενές έχουν απορροφήσει όσο νερό θα μπορούσαν. Αυτό είναι πολύ καλό, διότι έχουμε για κάποιο διάστημα, λίγων ετών, μια καλή κατάσταση από την άποψη του υπεδαφικού νερού. Από το νερό που πέφτει με τη βροχή, ένα μέρος του απορροφάται, ένα άλλο κατεισδύει στο έδαφος και ένα άλλο ποσοστό του κινείται επιφανειακά. Το τι από όλα συμβαίνει, εξαρτάται κάθε φορά από το είδος των πετρωμάτων και τις κλίσεις του εδάφους».
Αυτό που συνέβη στη Θεσσαλία και οδήγησε στην υπερχείλιση του Πηνειού, ήταν ότι μικρότεροι ποταμοί της περιοχής (Ενιπέας και Σοφαδίτης από ανατολικά, Καλέντζης και Καράμπαλης από δυτικά), όλοι τους φουσκωμένοι με τα νερά και τα φερτά υλικά από τα ορεινά, ενώθηκαν με τον Πηνειό, ο οποίος ήταν και αυτός πάνω από τα όρια της υπερχείλισης.
Ο γεωλόγος κ. Γιώργος Παπανικολάου επισήμανε ότι «τα μετεωρολογικά φαινόμενα οδήγησαν στη Θεσσαλία τεράστιους όγκου νερού από το Ιόνιο. Όμως, είναι άλλο το νερό που πέφτει απευθείας στη Θεσσαλία, και άλλο το νερό που φτάνει εκεί από την Πίνδο. Και, πάντα, το νερό που έρχεται από τα ορεινά, είναι 4-5 φορές περισσότερο από ό,τι στα πεδινά».