Τέλος στην «πολυτέλεια» ακόμη και μιας έτοιμης σαλάτας, ή ενός ψητού κοτόπουλου βάζουν ένας στους δύο καταναλωτές, τοποθετώντας στο καλάθι του σούπερ μάρκετ μόνο ότι είναι φθηνό και έχει ελκυστική σχέση ποιότητας – τιμής.
Ωστόσο σε μεγάλο ποσοστό τα νοικοκυριά δεν επιλέγουν το «καλάθι του νοικοκυριού» για να «ανακουφιστούν» από την ακρίβεια παρότι το τρίπτυχο: τιμή – προσφορά – ποιότητα είναι το βασικότερο κριτήριο είτε για αγορές σε φυσικά καταστήματα είτε σε ηλεκτρονικά.
Τα νέα μοτίβα καταναλωτικής συμπεριφοράς, τα οποία υπαγορεύει το υψηλό κόστος διαβίωσης περιέγραψε ο κος Γιώργος Μπάλτας, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) κατά την διάρκεια της ομιλίας του στο 15o συνέδριο του ECR Hellas, που εστιάζει στην προώθηση της εθελοντικής συνεργασίας μεταξύ των εταιρειών ταχέως κινούμενων καταναλωτικών προϊόντων (λιανεμπόρων και προμηθευτών).
Με βάση τα ευρήματα σχετικής έρευνας που πραγματοποίησε το ΟΠΑ τον φετινό Απρίλιο, οι εγχώριοι καταναλωτές έχουν περισσότερο ομογενείς συμπεριφορές όσον αφορά στις αγορές βασικών καταναλωτικών προϊόντων σε σχέση με άλλους κλάδους, όπως π.χ. μόδα, αυτοκίνητα, συσκευές, διακοπές, με την τιμή να είναι το πρώτο σε σημαντικότητα κριτήριο αξιολόγησης τόσο για τις λιανεμπορικές αλυσίδες όσο και για τις μάρκες.
Με βάση την έρευνα, ένας στους δύο καταναλωτές (ποσοστό 48,3%) δηλώνει ότι έχει περιορίσει έντονα την αγορά έτοιμων γευμάτων, το 41,1% τα κρασιά, τις μπύρες και τα οινοπνευματώδη, το 36% τα φυτικά τρόφιμα, το 34,1% τα γλυκά και αλμυρά σνακ και το 33,5% τα βιολογικά προϊόντα.
Ταυτόχρονα, οι καταναλωτές στρέφονται έντονα σε φθηνότερες επιλογές στις εξής κατηγορίες: χαρτικά 29,6%, είδη νοικοκυριού 24,5%, συσκευασμένα τρόφιμα 24,1%, γαλακτοκομικά 23,9%, κατεψυγμένα λαχανικά και τρόφιμα 23,7%, απορρυπαντικά και καθαριστικά 23%.
Ενδιαφέρον έχει το γεγονός 6 στους 10 καταναλωτές (ποσοστό 58,3%) αγοράζουν απορρυπαντικά μόνο όταν είναι σε έκπτωση και προσφορά. Το ίδιο συμβαίνει για τα είδη προσωπικής υγιεινής και φροντίδας (56,1%), τα χαρτικά (46,5%), τα είδη νοικοκυριού (45,1%), συσκευασμένα προϊόντα πρωινού (41%), τον καφέ (38%), κατεψυγμένα τρόφιμα (33,2%) και τα αναψυκτικά, τους χυμούς και το νερό (31%).
Πάντως στα φρέσκα φρούτα και τα λαχανικά, στα είδη ειδικής διατροφής, στο ψωμί και στα κρέατα οι καταναλωτές διατηρούν τις συνήθειες που είχαν στο παρελθόν.
Το «καλάθι του νοικοκυριού», το κυρίαρχο μέτρο της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας κατά της ακρίβειας, φαίνεται να ελκύει μόνο τους μεσήλικες (ηλικίες 50+ ετών), με τους νεότερους (ηλικίες 18 – 50 ετών) να μην το προτιμούν.
Ειδικότερα από τις δέκα κατηγορίες καταναλωτών που εξετάστηκαν στην έρευνα του ΟΠΑ, οι άνδρες και οι γυναίκες ηλικίας άνω των 50 ετών χρησιμοποιούν περισσότερο το «καλάθι του νοικοκυριού». Μάλιστα οι άνδρες αυτής της κατηγορίας επιλέγουν περισσότερο τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας για να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.
Όλες οι ηλικιακές κατηγορίες των καταναλωτών συγκλίνουν στη σημασία που δίνουν σε τιμές, προσφορές και ποιότητα, ενώ αποκλίνουν σε συμπεριφορές που είναι σχετικές με το κόστος ευκαιρίας του χρόνου (ευκολία, αναζήτηση, παράδοση προϊόντων).
Η φυσική και ψηφιακή αγορά κινούνται σε ένα συμβιωτικό μοντέλο απαιτώντας εναρμονισμένη στρατηγική.
Η στρατηγική αυτή, σύμφωνα με τον κο Μπάλτα, χρειάζεται ενημέρωση με δεδομένα ώστε να ταιριάζει με το νέο περιβάλλον.
«Διανύουμε μια εποχή τεράστιων, συγκλονιστικών και γρήγορων αλλαγών στις αγοραστικές συνήθειες. Σε αυτό το πλαίσιο τα στελέχη δεν μπορούν να πάνε κόντρα στο περιβάλλον» ανέφερε απευθυνόμενος στα στελέχη της αγοράς τονίζοντας ότι «δεν επιβιώνει ο ισχυρότερος, ούτε ο μεγαλύτερος, αλλά ο πιο προσαρμοστικός οργανισμός σε ένα περιβάλλον που είναι ρευστό και πιο απαιτητικό από ποτέ πριν».
Στο μεταξύ, σε ό,τι αφορά την πορεία των τιμών στο ράφι, μιλώντας στο ίδιο συνέδριο ο υπηρεσιακός υπουργός Οικονομικών και υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κος Θεόδωρος Πελαγίδης ανέφερε ότι δεν αναμένεται σημαντική αποκλιμάκωση στις τιμές των τροφίμων. Κι αυτό γιατί οι τιμές βασικών πρώτων υλών που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τις τιμές των τροφίμων παρουσιάζουν πολύ μικρή υποχώρηση.
Συγκεκριμένα, οι τιμές στο σιτάρι είναι μειωμένες μόλις κατά 12%-13%, στο καλαμπόκι κατά 7% και στη σόγια λιγότερο από 5%.
«Αυτές οι μειώσεις δεν φαίνεται να οδηγούν τις τιμές των τροφίμων στην αποκλιμάκωση που θα επιθυμούσε το νοικοκυριό. Θα εξακολουθήσουμε να βλέπουμε τις τιμές των τροφίμων να είναι πάνω από τον γενικό πληθωρισμό», σημείωσε χαρακτηριστικά.