Το φαινόμενο του Έλληνα που δεν βοηθάει τον Έλληνα, αλλά αντίθετα εκδηλώνει ανταγωνιστική στάση, έχει βαθιές ρίζες στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία της χώρας. Οι λόγοι για αυτή τη συμπεριφορά συχνά σχετίζονται με τον ατομικισμό, τον φόβο της επιτυχίας του άλλου και την αντίληψη ότι οι επιτυχίες είναι μηδενικού αθροίσματος, δηλαδή ότι η επιτυχία του ενός μειώνει τις ευκαιρίες για τον άλλον.
Σε μια κοινωνία που διαμορφώθηκε υπό συνθήκες συνεχούς ανταγωνισμού και επιβίωσης, αυτό το μοτίβο έχει περάσει στις καθημερινές συναλλαγές, δημιουργώντας φαινόμενα απομόνωσης και αλληλοϋπονόμευσης.
Στο εργασιακό περιβάλλον, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, συχνά παρατηρείται ότι οι Έλληνες εργοδότες εκμεταλλεύονται τους συμπατριώτες τους, με χαμηλούς μισθούς, απλήρωτες υπερωρίες, και έλλειψη βασικών εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικό στην Ελλάδα, αλλά αποτελεί μέρος της ευρύτερης εικόνας της εργασιακής εκμετάλλευσης.
Στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση ενίσχυσε αυτό το φαινόμενο, καθώς οι εργοδότες εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη των εργαζομένων για εργασία, προβάλλοντας δικαιολογίες όπως η δυσχερής οικονομική κατάσταση.
Ακόμη και στο εξωτερικό, οι Έλληνες εργοδότες που δραστηριοποιούνται σε χώρες με μεγάλη ελληνική διασπορά συχνά αντιμετωπίζουν τους Έλληνες εργαζομένους με παρόμοια τακτική. Η πρόσβαση σε δουλειά μέσω συμπατριωτών, αν και φαινομενικά προσφέρει μια λύση, συνοδεύεται συχνά από χειρότερες συνθήκες εργασίας. Ένα παράδειγμα αποτελεί η εκμετάλλευση εργατών σε χώρες της Ευρώπης, όπου η απασχόληση Ελλήνων μεταναστών σε ελληνικές επιχειρήσεις δεν διασφαλίζει πάντα τα δικαιώματά τους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν χαμηλοί μισθοί και ελλιπείς ασφαλιστικές καλύψεις.
Ένα βαθύτερο ψυχολογικό ζήτημα που συμβάλλει σε αυτή τη συμπεριφορά είναι η έντονη ανταγωνιστικότητα που καλλιεργείται από μικρή ηλικία. Σε ένα περιβάλλον όπου οι πόροι (όπως η εργασία και η κοινωνική αναγνώριση) θεωρούνται περιορισμένοι, αναπτύσσεται μια νοοτροπία του “ο άλλος θα μου πάρει τη θέση”. Αυτό οδηγεί σε φαινόμενα όπου ο Έλληνας εργοδότης βλέπει τους Έλληνες εργαζόμενους περισσότερο ως απειλή παρά ως συνεργάτες.
Για να αντιμετωπιστεί αυτό το φαινόμενο, απαιτούνται αλλαγές σε κοινωνικό και εργασιακό επίπεδο. Οι εργαζόμενοι πρέπει να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα διεκδικούν, ενώ οι εργοδότες χρειάζεται να εκπαιδεύονται στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού με έμφαση στην εταιρική ευθύνη και τη δικαιοσύνη στον χώρο εργασίας. Παράλληλα, η κοινωνία πρέπει να προάγει την αλληλεγγύη και την αμοιβαία υποστήριξη, αντικαθιστώντας τη νοοτροπία του ανταγωνισμού με αυτή της συνεργασίας.
Η αλλαγή αυτής της κουλτούρας δεν θα είναι εύκολη, καθώς είναι βαθιά ριζωμένη. Ωστόσο, με την ενίσχυση των θεσμών και την ανάπτυξη ισχυρών κοινωνικών δομών υποστήριξης, μπορεί να γίνει ένα πρώτο βήμα προς τη δημιουργία μιας κοινωνίας πιο ενωμένης, όπου η επιτυχία του ενός δεν θα θεωρείται απειλή για τον άλλον, αλλά θα λειτουργεί ως κίνητρο για το κοινό καλό.