Με το ταμείο να είναι μείον, τουλάχιστον κατά 14 δισ. ευρώ, μόνο από τον τουρισμό, 700.000 εργαζόμενους που απασχολούνται άμεσα και έμμεσα με τη συγκεκριμένη οικονομική δραστηριότητα να βρίσκονται στην “γκρίζα ζώνη” και με τις ανελαστικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών, όπως τις φορολογικές, να γίνονται “απαιτητές” από το φθινόπωρο, γίνεται αντιληπτό πως το finish της φετινής χρονιάς ίσως να είναι πολύ χειρότερο απ’ όταν η οικονομία κατέβασε ρολά λόγω του lockdown.
Τότε, την περασμένη άνοιξη δηλαδή, η αγορά είχε “λίπος”. Πίστευε, στην αρχή τουλάχιστον, ότι η υγειονομική κρίση είναι μπόρα και θα περάσει, και το εμπόριο κυρίως αυτών των τροφίμων αλλά και των διαρκών καταναλωτικών αγαθών μέσω των ηλεκτρονικών καταστημάτων όχι μόνο άντεξε αλλά και “μάζεψε” τον τζίρο που δεν μπορούσε να καταναλωθεί πουθενά αλλού, αφού εστιατόρια, καφέ και μπαρ ήταν κλειστά.
Πλέον όμως, “λίπος” δεν υπάρχει, τα τουριστικά έσοδα που αποτελούν αναγκαίο καύσιμο για τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας έχουν περιορισθεί στο ελάχιστο και επιστροφή σε μια νέα κανονικότητα δεν αναμένεται πριν τον Απρίλιο του 2021, ανέφερε στο Capital.gr υψηλόβαθμο στέλεχος μεγάλου ξενοδοχειακού ομίλου του κέντρου των Αθηνών. Με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Τουριστικών
Επιχειρήσεων να εκτιμά πως τα τουριστικά έσοδα εφέτος θα κινηθούν στα επίπεδα των 3-3,5 δισ. ευρώ – η αρχική εκτίμηση έκανε λόγο για έσοδα από το εξωτερικό 4-5 δισ. ευρώ. Δηλαδή απώλεια άνω των 14 δισ. ευρώ -σε αυτά το ποσό δεν προσμετράται η συμβολή της κρουαζιέρας- σε σχέση με τα έσοδα που έφερε ο τουρισμός στην ελληνική οικονομία την περσινή χρονιά.
Ο φόβος για ένα νέο κύμα έξαρσης των κρουσμάτων και επιβολής ακόμη πιο αυστηρών μέτρων, για τον περιορισμό της μετάδοσης της νόσου, είναι υπαρκτός. Όπως υπαρκτός είναι, για τους εκπροσώπους του κλάδου της μαζικής εστίασης, ο κίνδυνος κάποια καταστήματα να μην καταφέρουν να αντέξουν και να κατεβάσουν ρολά. Σύμφωνα με εκπροσώπους από την Ελληνική Ένωση Επιχειρήσεων Οργανωμένης Εστίασης (ΕΠΟΕΣ), 1 στα 4 καταστήματα εστίασης δεν λειτούργησαν εφέτος, ενώ η κατακόρυφη πτώση της ζήτησης έχει δημιουργήσει ήδη ζητήματα επιβίωσης για αρκετά καταστήματα.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Την ίδια στιγμή, από την 1η Σεπτεμβρίου, αν δεν αλλάξει κάτι, οι μισθώσεις επιστρέφουν στην προ covid εποχή. Στις 31 Αυγούστου εκπνέει η δυνατότητα που δόθηκε, μέσω υπουργικής απόφασης, στις πληττόμενες επιχειρήσεις να πετύχουν μείωση του ενοικίου τους κατά 40%.
Ακόμη και ο κλάδος των σούπερ μάρκετ, από τους μεγάλους κερδισμένους της φετινής χρονιάς, που “μάζεψε” ό,τι “ορφανό” τζίρο υπήρχε στην αγορά λόγω του lockdown έχει αρχίσει να εμφανίζει σημάδια κόπωσης, ήδη από τις αρχές του καλοκαιριού.
Αν και στο σύνολο της χρονιάς ο τζίρος των αλυσίδων σούπερ μάρκετ αναμένεται να καταγράψει, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει lockdown, ανάπτυξη 8% σε σχέση με το 2019, όπως εκτιμούν εταιρείες μέτρησης της κατανάλωσης, αυτό επιβεβαιώνει ότι από τον Σεπτέμβριο και μετά η αγορά θα εμφανίσει ισχυρές απώλειες εξανεμίζοντας σημαντικό μέρος των κερδών των πρώτων πέντε μηνών του έτους. Τι προβλέπουν για τους τελευταίες μήνες του έτους;
Πολλές και διαφορετικές ταχύτητες, ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή, τις γειτονιές, τη δύναμη της αλυσίδας, το επίπεδο των προσφορών και φυσικά την αγοραστική δύναμη. Σε αυτή την εξίσωση πρέπει να προσμετρηθεί το λειτουργικό κόστος, το οποίο έχει αυξηθεί σημαντικά από τον Φεβρουάριο και μετά αλλά και το “βάρος” των ηλεκτρονικών καταστημάτων που φέρνουν μεν τζίρο και πελάτες, αλλά δεν αφήνουν κέρδος.
Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα, όπου η συγκεκριμένη αγορά βρίσκεται σε νηπιακή φάση. Η Βρετανική Ocado, ένα από τα μεγαλύτερα online σούπερ μάρκετ της Γηραιάς Αλβιώνος, που τζιράρει 1,756 δισ. λίρες, εμφάνισε πέρυσι ζημιές προ φόρων 214,5 εκατ. λιρών.
Δυσοίωνες όμως είναι οι προβλέψεις και από τη βιομηχανία, ως επακόλουθο της πτώσης της εσωτερικής κατανάλωσης αλλά και από τις εξαγωγικές επιχειρήσεις που έχουν προχωρήσει σε αναθεώρηση επί τα χείρω των εκτιμήσεών τους για τη φετινή χρονιά. Από έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, προκύπτει πως οι Έλληνες εξαγωγείς αναμένουν οριακή αύξηση 2% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών τη φετινή χρονιά σε σχέση με το 2019, από 9% που ήταν η αρχική εκτίμηση τους.
Πηγή: capital.gr