Ολοένα και περισσότερες ανησυχητικές πληροφορίες για τη μελλοντική προμήθεια των F-35A και τη συμμετοχή της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στο πρόγραμμα παραγωγής του εν λόγω μαχητικού έρχονται στην επιφάνεια τις τελευταίες ημέρες.
Την Παρασκευή 7 Απριλίου ο ΥΕΘΑ κ. Παναγιωτόπουλος απάντησε σε σειρά ερωτήσεων του Τομεάρχη Άμυνας της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, κ. Γεωργίου Τσίπρα, όπου τόνισε την απόφαση της κυβέρνησης να περιοριστεί το κόστος και να μην επιβαρυνθεί με έργα υποδομών. Εκτός των άλλων, αναφέρθηκε στην αποστολή επιστολής από τη ΓΔΑΕΕ μέσω της οποίας ζητείται από την κατασκευάστρια εταιρεία να προσδιορίσει τους ακριβείς όρους της συμμετοχής της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Δυστυχώς όπως αποδεικνύεται, πρόκειται για μια πρακτική που εφαρμόστηκε και στην προμήθεια των Rafale, αφού ακόμη και σήμερα, ενάμιση περίπου χρόνο από την παραλαβή του πρώτου γαλλικού μαχητικού δεν έχει γίνει τίποτα για τις υποδομές υποστήριξης των 24 μαχητικών με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για την επιχειρησιακή αξιοποίηση του αεροσκάφους. Επιπλέον, η ΓΔΑΕΕ ακόμη περιμένει την ουσιαστική απάντηση στο ερώτημα Βιομηχανικής Συνεργασίας από τη Dassault και την MBDA, πολλώ δε μάλλον συγκεκριμένες συνεργασίες με την εγχώρια αμυντική βιομηχανία. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται στον ορίζοντα και όπως όλα δείχνουν τα Rafale θα είναι άλλη μια προμήθεια που θα ωφελήσει την αμυντική βιομηχανία…άλλης χώρας.
Όπως φαίνεται, το Υπουργείο και η ΓΔΑΕΕ βασιζόμενοι στις εισηγήσεις του ΓΕΕΘΑ δεν μαθαίνουν από τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος και συνεχίζουν ακόμη και σήμερα, να επιλέγουν την υλοποίηση σημαντικών εξοπλιστικών προγραμμάτων χωρίς σχεδιασμό, στρατηγική και όραμα για τη χώρα και την ελληνική βιομηχανία.
Η τακτική της μετάθεσης των αποφάσεων στο μέλλον δεν έχει καμία αξία και δεν δίνει καμία προοπτική στην αμυντική βιομηχανία της χώρας, η οποία επουδενί δεν έχει επωφεληθεί από τα εξοπλιστικά προγράμματα άνω των 20 δισ. που έχουν συμφωνηθεί ή θα υλοποιηθούν στο μέλλον.
Στην πραγματικότητα, φαίνεται ότι η ελληνική πρακτική στους εξοπλισμούς συνοψίζεται σε κινήσεις περισσότερο εντυπωσιασμού παρά ουσίας.
Δηλαδή, επιλέγεται η προμήθεια ενός σύγχρονου οπλικού συστήματος, ώστε αυτό να παρουσιαστεί στον Ελληνικό λαό ως ακόμη μια ενίσχυση του Ελληνικού οπλοστασίου και μετά… έχει ο Θεός, βλέποντας και κάνοντας. Δυστυχώς τα παραδείγματα είναι πολλά και επιβεβαιώνουν τον κανόνα που θέλει την Αμυντική Βιομηχανία να μένει εκτός των σημαντικών προγραμμάτων προμήθειας.
H επιδεικτική αδιαφορία του ΓΕΕΘΑ για τα προγράμματα τύπου SSI/ESI ή όπως αλλιώς μπορούν να χαρακτηριστούν, θα έχει με μαθηματική ακρίβεια σημαντικές επιπτώσεις όχι μόνο στην αποτρεπτική ισχύ της χώρας, αλλά και την ίδια την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία.
Σύμφωνα με τις προτάσεις των Αμερικανών, οι οποίοι ενημέρωσαν σε σειρά συναντήσεων με υπηρεσιακούς παράγοντες, τα επενδυτικά προγράμματα SSI περιλαμβάνουν τον εκσυγχρονισμό της αεροναυπηγικής βιομηχανίας της Ελλάδας, τη συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στη μακροχρόνια συμπαραγωγή του μαχητικού, την απόκτηση σημαντικής τεχνογνωσίας για την παραγωγή του μαχητικού κάτι που θα επέφερε συνολικά έσοδα ύψους 1 δις δολαρίων από εξαγωγές.
Όλα αυτά φαίνεται ότι το ΓΕΕΘΑ τα θεωρεί στοιχεία που επιβαρύνουν το οικονομικό σκέλος της σύμβασης. Μάλλον το ΓΕΕΘΑ παραγνωρίζει ότι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία είναι μέρος της συνολικής αμυντικής πολιτικής της Χώρας και σε περίπτωση πολέμου θα κληθεί να σηκώσει το βάρος της υποστήριξης των δυνάμεων. Αυτό το μάθημα το κατάλαβε η Ευρωπαϊκή Ένωση και χώρες όπως η Γερμανία, όπου μέσω της κρίσης της Ουκρανίας αντιλήφθηκαν τις σημαντικές αδυναμίες της αμυντικής τους βιομηχανίας και τώρα τρέχουν να αυξήσουν υποδομές και παραγωγικές δυνατότητες.
Την ίδια όμως στιγμή, μια άλλη Ευρωπαϊκή χώρα το Βέλγιο, που επέλεξε όπως και η Ελλάδα το F-35A, ανακοίνωσε πριν από λίγες ημέρες ότι υπέγραψε Πλαίσιο Συμφωνίας με την εταιρία Lockheed Martin.
Η Συμφωνία, “Industrial Participation Plan Memorandum of Understanding”, αφορά στη Βιομηχανική Συμμετοχή των βελγικών εταιρειών στο πρόγραμμα κατασκευής του αμερικανικού μαχητικού με πολλαπλά και πολυδιάστατα οφέλη.
Το Μνημόνιο, περιλαμβάνει τη συμμετοχή της βελγικής αμυντικής βιομηχανίας στη συμπαραγωγή του μαχητικού, την ένταξη των βελγικών εταιρειών στην εφοδιαστική αλυσίδα του μαχητικού, καθώς και την μακροχρόνια υποστήριξη του μαχητικού από την τοπική βιομηχανία.
Επιπλέον, η LM αναλαμβάνει να βοηθήσει με διάφορα προγράμματα την εξωστρέφεια της βελγικής αμυντικής βιομηχανίας και την εκπαίδευση του προσωπικού της.
Όπως φαίνεται σε αντίθεση με την Ελλάδα, το Βέλγιο πιστεύει ότι η συμμετοχή του στα προγράμματα τύπου SSI μέσω της προμήθειας των F-35 είναι μια αληθινή ευκαιρία για την οποία αξίζει να επενδύσει, αφού τα βιομηχανικά και οικονομικά οφέλη είναι πολλαπλά και σημαντικά ακόμη και αν μερικά από αυτά είναι μακροπρόθεσμα, γιατί τα σοβαρά κράτη νοιάζονται για το μέλλον, προγραμματίζουν και σχεδιάζουν και δεν ενδιαφέρονται για τις βραχυπρόθεσμες εντυπώσεις.
Από ό,τι φαίνεται το ΓΕΕΘΑ ενδιαφέρεται μόνο για την αξιοποίηση των εξοπλισμών για Δημόσιες Σχέσεις και αδιαφορεί για τη μακροχρόνια διατήρηση της μαχητικής ικανότητας των οπλικών συστημάτων που αποκτώνται, καθώς και για το μέλλον της Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανίας. Και αυτό γιατί οι εισηγήσεις περί δυσκολίας ανάληψης έργου στο F-35 ή περί μικρού ποσού είναι αναληθείς, καθώς όλες οι χώρες (εκτός από τη Σιγκαπούρη) λαμβάνουν βιομηχανικό έργο στη βάση του ύψους προμήθειας και της στρατηγικής σχέσης με τις ΗΠΑ.
Τελικά όπως φαίνεται είναι άλλες προτεραιότητες και σίγουρα όχι οι ελληνικές εταιρίες της αμυντικής βιομηχανίας…