Την περασμένη Δευτέρα, οι εικόνες με το πλήρωμα του τουρκικού φορτηγού πλοίου «Ροζελίν Α» συγκεντρωμένο σ’ ένα θάλαμο –με τα χέρια ψηλά και υπό τις κάνες των όπλων των ανδρών της επιχείρησης «Ειρήνη» για τον έλεγχο του εμπάργκο όπλων του Ο.Η.Ε. στη Λιβύη- προκάλεσε αίσθηση στην Τουρκία και την έντονη διαμαρτυρία της Άγκυρας.
Αν και η Ε.Ε. και η Γερμανία τόνισαν πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε στη νηοψία κατά του τουρκικού πλοίου ήταν απολύτως νόμιμη και σύμφωνα με όσα προβλέπονται, η Άγκυρα διατήρησε υψηλούς τόνους, απειλώντας ακόμη και με «αντίποινα» ενώ σκέφτεται ακόμη και τη στρατιωτική συνοδεία φορτηγών πλοίων, που κατευθύνεται προς το λιβυκό λιμάνι της Μισράτα, που ελέγχεται από τον Σάρατζ.
Δημοσιεύματα τουρκικών εφημερίδων και αναλυτές, χαρακτήρισαν το περιστατικό στο «Ροζελίν Α», ανάλογο μ’ εκείνο που συνέβη στην πόλη στη Σουλεϊμανίγια του Βορείου Ιράκ, πριν από 17 χρόνια και έθιξε καίρια την περηφάνεια και τον εγωισμό των Τούρκων.
Ο απόστρατος ναυάρχος Τζεμ Γκιουρτενίζ, που θεωρείται «γκουρού» της θεωρίας της «Γαλάζιας Πατρίδας» που έχει υιοθετήσει και υλοποιεί η κυβέρνηση Ερντογάν, χαρακτήρισε τη νηοψία «πειρατική ενέργεια» σαν το περιστατικό στο Ιράκ. «Πρόκειται για το κατώτερο επίπεδο κήρυξης πολέμου. Η Τουρκία αυτή τη στιγμή πρέπει να πατήσει πολύ ισχυρά σε αυτή τη ληστεία. Είναι ένα περιστατικό σαν το «πέρασμα τσουβαλιών» στο Ιράκ. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο» δήλωσε χαρακτηριστικά.
Αν και τα δύο περιστατικά δεν μπορούν να θεωρηθούν ίδιας σημασίας και βαρύτητας, εν τούτοις η σύνδεσή τους χρησιμοποιείται από τον προπαγανδιστικό μηχανισμό της Άγκυρας, προκειμένου να οξυνθεί το θυμικό της τουρκικής κοινής γνώμης, σε μια εποχή ιδιαίτερα δύσκολη για την κυβέρνηση Ερντογάν, λόγω της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, της πανδημίας του Covid-19 και των πολλών μετώπων που έχει ανοίξει ο Ερντογάν με γειτονικές χώρες και όχι μόνο.
Το «τσουβάλιασμα» που προκάλεσε σοκ στην Τουρκία
Στις 4/7/2003, πέντε σχεδόν μήνες μετά την έναρξη της στρατιωτικής επιχείρησης ΗΠΑ και Ηνωμένου Βασιλείου για την ανατροπή του τότε ιρακινού δικτάτορα Σαντάμ Χουσεΐν, αμερικανικό στρατιωτικό απόσπασμα έκανε έφοδο στα γραφεία του Ιρακινού Τουρκμανικού Μετώπου, στο κέντρο της πόλης Σουλεϊμανιέ στο Βόρειο Ιράκ. Κατά την έφοδο συνελήφθησαν 24 άτομα, από τα οποία οι 11 ήταν Τούρκοι αξιωματικοί και στρατιώτες -ανάμεσά τους και ένας συνταγματάρχης- των ειδικών δυνάμεων που βρίσκονταν στο Ιράκ, στο πλαίσιο των επιχειρήσεων του ΝΑΤΟ.
Οι Αμερικάνοι ακολούθησαν τη γνωστή διαδικασία, περνώντας χειροπέδες στους συλληφθέντες και καλύπτοντας τα κεφάλια τους με τσουβάλια από λινάτσα. Όπως είχε γίνει γνωστό τότε, η ενέργεια των Αμερικάνων βασίστηκε σε πληροφορίες πως «ανατρεπτικά» στοιχεία, σχεδίαζαν τη δολοφονία του τότε νεοεκλεγμένου Κούρδο δημάρχου της πόλης Κιρκούκ, πρωτεύουσας του ιρακινού Κουρδιστάν. Οι ενδείξεις των Αμερικανών, «φωτογράφιζαν» μέλη του Τουρκμανικού Μετώπου, που ήταν και ο στόχος της ένοπλης εφόδου στην Σουλεϊμανιέ.
Ωστόσο στον ίδιο χώρο βρισκόντουσαν και οι 11 Τούρκοι στρατιωτικοί, σίγουρα όχι τυχαία με πολιτικά ρούχα και χωρίς ταυτότητες, ενώ μετά από έλεγχο βρέθηκαν 15 κιλά ειδικά εκρηκτικά που χρησιμοποιούνται για σαμποτάζ C-4, αρκετές χειροβομβίδες, κατάλληλα για δολοφονικές επιθέσεις όπλα, 100 χιλιάδες δολάρια, δεκάδες πλάνα για διάφορες επιθέσεις στην περιοχή του Κιρκούκ και πολλά μυστικά έγγραφα.
Οι φωτογραφίες των Τούρκων στρατιωτικών με τα καλυμμένα κεφάλια, δεμένοι πισθάγκωνα επάνω στο φορτηγό, από τους Αμερικάνους προκάλεσε σοκ στην Τουρκία. Η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση Ερντογάν, χαρακτήρισε «μεγάλη προσβολή» το περιστατικό, ενώ στο ίδιο ύφος κινήθηκαν και οι εφημερίδες της εποχής, με βαρύγδουπα δημοσιεύματα και πηχυαίους πρωτοσέλιδους τίτλους, που χαρακτηρίζονταν από αντιαμερικανικό μένος και μιλούσαν για αμερικανική επιχείρηση ενάντια στον… τουρκικό στρατό.
Η αμερικανική θέση τότε ήταν, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Ουάσιγκτον Τάιμς», πως οι Τούρκοι συλληφθέντες εξόπλιζαν τους Τουρκμένους του Βόρειου Ιράκ, προκειμένου ν’ αντισταθούν στους Κούρδους που είναι πλειοψηφία στην περιοχή. Η Άγκυρα χρησιμοποίησε την τουρκμένικη μειονότητα του Βορείου Ιράκ, εκπαιδεύοντάς την και εξοπλίζοντάς την, προκειμένου ν’ αποτρέψει τη δημιουργία ανεξάρτητου κουρδικού κράτους στην περιοχή. Όπως έγινε γνωστό τότε, οι Αμερικανοί -που φαίνεται πως ήταν ενήμεροι με τις κινήσεις των Τούρκων- είχανπροειδοποιήσει την Άγκυρα να σταματήσει να χρησιμοποιεί τους Τουρκμάνους, για τα σχέδιά της.
Ο Τούρκος … «Ράμπο» κατά Αμερικάνων
Το 2006 το περιστατικό στη Σουλεϊμανίγια του βορείου Ιράκ, αποτέλεσε κεντρικό θέμα της τουρκικής υπερπαραγωγής, «Η κοιλάδα των λύκων-Ιράκ», που θεωρείται η ακριβότερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ στην Τουρκία με κόστος που άγγιξε τα 10 εκ. δολάρια.
Ήταν ουσιαστικά μια προπαγανδιστική ταινία, με την κλασική πλοκή ταινιών δράσης του Χόλυγουντ, με «καλούς» Τούρκους και «κακούς» Αμερικάνους. Ο εχθρός δεν είναι κάποια καταπιεστική δικτατορία τριτοκοσμικού τύπου. O διοικητής ονομάζεται Σαμ, όπως ο Θείος Σαμ, και οι εχθρικές δυνάμεις είναι οι Αμερικανοί, που τιμωρούνται επειδή έχουν προκαλέσει δεινά στους Τούρκους και έχουν τραυματίσει την υπερηφάνεια και την τιμή των Ιρακινών.
Με δηλώσεις του ο σεναριογράφος Μπαχαντίρ Οζντένερ, υποστήριξε πως στόχος της παραγωγής της ταινίας ήταν να «μιλήσουν για την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων από κατοχικές δυνάμεις», εννοώντας τα τότε αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ.
Πρωταγωνιστής της ταινίας ήταν Πολάτ Αλεμντάρ, γνωστός και ως Τούρκος … «Ράμπο», ο οποίος υποδυόταν τον άνθρωπο των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών. Ο πρωταγωνιστής αναλαμβάνει να «καθαρίσει» για λογαριασμό της φίλης του, Λεϊλά, που ζητά τη βοήθειά του για να εκδικηθεί τη δολοφονία του άντρα της κατά την έφοδο Αμερικανών στο γάμο της. Στην ταινία, οι Αμερικανοί στρατιώτες αιχμαλωτίζουν πολλούς από τους καλεσμένους στο γάμο, ενώ ένας Εβραίος γιατρός αφαιρεί όργανα των αιχμαλώτων για να τα πουλήσει σε πλούσιους δυτικών χωρών. Στόχος του «Ράμπο» και της Λεϊλά γίνεται ο Σαμ Ουίλιαμ Μάρσαλ, επικεφαλής των Αμερικανών στρατιωτών που πραγματοποίησαν την έφοδο.
Η προβολή της ταινίας, που «έσπασε ταμεία» κατά την προβολή της στους κινηματογράφους της χώρας, προκάλεσε μίνι «κρίση» στις διπλωματικές σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας, «βάζοντας τες σε δοκιμασία» όπως είχε δηλώσει τότε ανακοίνωση της τουρκικής πρεσβείας στην Άγκυρα. Μάλιστα είχαν δοθεί οδηγίες προς τους Αμερικανούς στρατιώτες, που υπηρετούσαν στη στρατιωτική βάση του Ιντσιρλίκ, να μην παρακολουθήσουν την ταινία και να είναι προσεχτικοί στις εξόδους τους.
Υπήρξαν ωστόσο και επικριτικές φωνές για την προπαγανδιστική υπερπαραγωή, όπως του κριτικού κινηματογράφου Ατιλά Ντορσάι, ο οποίος έγραψε πως στο σενάριο δεν υπάρχει ούτε ένας καλός Αμερικάνος και πως η ταινία γυρίστηκε σχεδόν με την «οπτική» του Μπιν Λάντεν. Ο Πολάτ υπήρξε πρωταγωνιστής ακόμη σε δύο ταινίες που συμπλήρωσαν την τριλογία της «Κοιλάδας των λύκων».
Στην δεύτερη ταινία ο Τούρκος … «Ράμπο» εκδικήθηκε τον θάνατο των Τούρκων που συμμετείχαν στον στολίσκο για τη Γάζα και είχαν σκοτωθεί το 2010 από ισραηλινούς κομάντο. Τελευταία ταινία, «Η Κοιλάδα των λύκων Πραξικόπημα», ο πρωταγωνιστής αποκαλύπτει ποιοι κρύβονται πίσω από το αποτυχημένο πραξικόπημα κατά του Ερντογάν το 2016, με αιχμές για τη στάση των ΗΠΑ.
Δεν ξέχασαν το χουνέρι
Το 2014 μέλη της εθνικιστικής οργάνωσης «Ένωση Τουρκικής Νεολαίας» (TGB), επιτέθηκαν σ’ Αμερικανούς ναύτες του του πλοίου USS ROSS αντιτορπιλικού που ναυλοχούσε στο λιμάνι της Σαράιμπουρνού της Κωνσταντινούπολης. Το αμερικανικό πλοίο νωρίτερα, συμμετείχε σε άσκηση του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα. Τα μέλη της TGB, πέρασαν τσουβάλια σε τρεις Αμερικανούς στρατιώτες, φωνάζοντας συνθήματα όπως «Yanke Go Home» και «Κάτω ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός», ενώ πέταξαν πάνω τους κόκκινη μπογιά.