Την επιβολή δασμών που θα φτάνουν ή και θα ξεπερνούν το 100% σε εισαγόμενα κινεζικά ηλεκτρικά αυτοκίνητα, μπαταρίες, φωτοβολταϊκά, αλλά και χάλυβα και αλουμίνιο, αναμένεται να ανακοινώσει σήμερα ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν.
Ο τετραπλασιασμός των φόρων και δασμών στα κινεζικά προϊόντα και ειδικά στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα –στα οποία η Κίνα έχει «ποντάρει» δυνατά- θεωρείται βέβαιο ότι θα εκληφθεί ως «κήρυξη (νέου) πολέμου» από το Πεκίνο. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, έλεγε χθες ότι η Ουάσινγκτον περιμένει ήδη «αντίποινα»…
Ο πρόεδρος Μπάιντεν αναμένεται σήμερα να προσδιορίσει τον τετραπλασιασμό των φόρων στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα και να στοχεύσει και σε άλλα προϊόντα, με κυριότερα τα μικροτσίπ, τα εξαρτήματα για την κατασκευή φωτοβολταϊκών, αλλά και ιατρικές προμήθειες (όπως οι σύριγγες και τα μέσα ατομικής προστασίας). Αυτό, σε μια περίοδο κατά την οποία η αμερικανική κυβέρνηση επενδύει δυνατά στη δημιουργία τεχνολογικού και όχι μόνο πλεονεκτήματος στην κατασκευή μπαταριών και ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Είχαν προηγηθεί εντονότατες πιέσεις του αμερικανικού βιομηχανικού λόμπι το οποίο έκανε λόγο για νόθευση του ανταγωνισμού από τους Κινέζους με επιδοτήσεις, φοροελαφρύνσεις και φοροαπαλλαγές σε εξαγωγικές βιομηχανίες οι οποίες ούτως ή άλλως έχουν χαμηλό κόστος εργατικών σε σχέση με τα δυτικά προϊόντα. Διόλου τυχαία, η πρόσφατη τοποθέτηση του CEO της Ford, Τζιμ Φάρλεϊ, ο οποίος έλεγε ότι οι Κινέζοι κατασκευαστές αυτοκινήτων έχουν ένα πλεονέκτημα που κυμαίνεται μεταξύ 20-30% στο κόστος, σε σχέση με τους δυτικούς. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στα φτηνά εργατικά χέρια, αλλά και στις επιδοτήσεις και φοροελαφρύνσεις του κινεζικού κράτους.
Αυτό άλλωστε είναι κάτι το οποίο διερευνά και η Κομισιόν, η οποία αναμένεται επίσης να επιβάλει δασμούς από τη δική της πλευρά στις εισαγωγές κινεζικών αυτοκινήτων. Αυτή την ώρα βρίσκεται σε εξέλιξη σχετική έρευνα της αρμόδιας ευρωπαϊκής επιτροπής ανταγωνισμού για το θέμα και η απόφαση των Βρυξελλών αναμένεται στις αρχές Ιουλίου.
Πίσω στην Ουάσινγκτον, η Αμερικανίδα υπουργός Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, έλεγε, χθες, μιλώντας στο Bloomberg, ότι «ο πρόεδρος Μπάιντεν πιστεύει πως οτιδήποτε κάνουμε θα πρέπει να είναι στοχευμένο για τις ανησυχίες μας και όχι ευρείας κλίμακας και ελπίζουμε ότι δεν θα δούμε σημαντική κινεζική αντίδραση. Αλλά αυτό είναι πάντα μια πιθανότητα».
Και, όταν ρωτήθηκε εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, ανέφερε πως «εργαζόμαστε για να σταθεροποιήσουμε την οικονομική μας σχέση. Δεν επιθυμούμε να απεμπλακούμε οικονομικά από την Κίνα, αλλά πιστεύουμε ότι οι όροι ανταγωνισμού πρέπει να είναι δίκαιοι και η Κίνα εφαρμόζει αθέμιτες πρακτικές, όπως οι μαζικές επιδοτήσεις».
Η επιβολή των δασμών αντανακλά την αυξανόμενη αμερικανική ανησυχία ότι οι προσπάθειες της κυβέρνησης Μπάιντεν να δώσει ώθηση στην εγχώρια παραγωγή προϊόντων καθαρής ενέργειας θα μπορούσαν να υπονομευθούν από την Κίνα, η οποία έχει κατακλύσει τις παγκόσμιες αγορές με φθηνά ηλιακά πάνελ, μπαταρίες, ηλεκτρικά οχήματα και άλλα προϊόντα. Σε αυτά προσθέστε και το (πολύ πιθανό) ενδεχόμενο τριπλασιασμού των δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα χάλυβα και αλουμινίου από την Κίνα, την οποία ο Αμερικανός πρόεδρος κατηγορεί ότι πουλάει μέταλλα σε τεχνητά χαμηλές τιμές παγκοσμίως, προκειμένου να «αρπάξει» μερίδιο αγοράς, εις βάρος των Αμερικανών παραγωγών.
Σε αυτό το «μέτωπο», ο Μπάιντεν έχει (έστω και κατά τι) «δίπλα του» και τον μεγάλο του αντίπαλο, τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι εάν επανεκλεγεί, θα κλιμακώσει τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, επιβάλλοντας δασμούς ύψους 60 τοις εκατό ή και περισσότερο στις κινεζικές εισαγωγές. Τον περασμένο Μάρτιο, ο ίδιος υποσχόταν δασμό ύψους 100% στα αυτοκίνητα που κατασκευάζονται στο
Μεξικό από κινεζικές εταιρείες. Ήταν άλλωστε ο ίδιος ο Τραμπ, ως πρόεδρος, ο οποίος ξεκίνησε την τετραετή αναθεώρηση των δασμών σε εισαγωγές κινεζικών προϊόντων αξίας άνω των 300 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2018. Οι περισσότεροι από τους δασμούς που είχε επιβάλλει ο Τραμπ αναμένεται να παραμείνουν σε ισχύ, αλλά ο κ. Μπάιντεν σχεδιάζει να προχωρήσει πέρα από αυτούς, αυξάνοντας τους σε τομείς που ο πρόεδρος βοήθησε με επιδοτήσεις στο νόμο για τη μείωση του πληθωρισμού του 2022.
Για να κατανοήσει κανείς πόσο «βαρύ» είναι το κλίμα στις ΗΠΑ σχετικά με τις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων και ειδικά ηλεκτρικών αυτοκινήτων (κατά πληροφορίες τα κινεζικά αυτοκίνητα με θερμικούς κινητήρες θα εξαιρεθούν των δασμών) αρκεί να δει τις δηλώσεις ορισμένων Δημοκρατικών γερουσιαστών. Χαρακτηριστικότερη, αυτή του γερουσιαστή Σερόντ Μπράουν από το
Οχάιο, ο οποίος θεωρεί ότι οι δασμοί είναι «λίγοι» και παροτρύνει την κυβέρνηση Μπάιντεν να λάβει ακόμα πιο δραστικά μέτρα για την προστασία της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Μόλις τον περασμένο μήνα, ο κ. Μπράουν ζήτησε να απαγορευτεί η είσοδος των κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες, υποστηρίζοντας ότι αποτελούν «υπαρξιακή απειλή» για τις αμερικανικές αυτοκινητοβιομηχανίες, ενώ την Παρασκευή δήλωσε ότι οι εισαγωγικοί δασμοί είναι ανεπαρκείς. «Οι δασμοί δεν αρκούν», έγραψε ο κ. Μπράουν στην πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης X. «Πρέπει να απαγορεύσουμε την είσοδο των κινεζικών ηλεκτρικών οχημάτων στις ΗΠΑ. Τελεία και παύλα».
Το ερώτημα, από την άλλη, είναι το πόσο μεγάλη απειλή αποτελούν για τις ΗΠΑ οι κινεζικές εισαγωγές, με δεδομένο ότι στον κλάδο των αυτοκινήτων, ο μόνος που εξήγαγε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ήταν ο κινεζικός κολοσσός Geely – και αυτός μόλις 2.217 αυτοκίνητα υπό το εμπορικό σήμα της Polestar (θυγατρική της σουηδικής Volvo που ανήκει στη Geely). Και αυτή, έχοντας δηλώσει ότι θα ξεκινήσει την παραγωγή αυτοκινήτων στη Νότια Καρολίνα για τις αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης από το τρέχον έτος.
Η αγορά είναι μικρή για την Κίνα και οι εξαγωγές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες υπόκεινται σε δασμούς για περισσότερο από μια δεκαετία. Πρόσφατα επιβλήθηκαν επίσης περαιτέρω δασμοί σε αρκετούς κινέζους κατασκευαστές ηλιακών πάνελ που κατασκεύασαν τα πάνελ τους στη Νοτιοανατολική Ασία.