Αύξηση της μέσης «ηλικίας» των σπιτιών στην Ελλάδα έχει φέρει στη διάρκεια των τελευταίων 10 και πλέον ετών το έλλειμμα στην ιδιωτική κατασκευαστική δραστηριότητα, με υποπολλαπλάσια την έκδοση νέων αδειών οικιστικών ακινήτων
Αποτέλεσμα, το απόθεμα των κατοικιών στη χώρα μας να ξεπερνά πλέον σε ηλικία τα 40 χρόνια, από τα 34 έτη που ήταν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, το 2011, όπως διαπιστώνει η τελευταία έκθεση της Εθνικής Τράπεζας για την κατοικία στη χώρα μας. Παράλληλα, μεγάλο έλλειμμα καταγράφεται και σε εργασίες για ανακαίνιση από τα νοικοκυριά του γηρασμένου κτιριακού αποθέματος, δεδομένου ότι ποσοστό 55% των υφιστάμενων κτιρίων κατοικιών έχει κατασκευαστεί πριν από τη δεκαετία του ’80.
«Στην πράξη η ποιότητα του κτιριακού αποθέματος για κατοικία στην Ελλάδα έχει χειροτερέψει περαιτέρω με λιγότερες επενδύσεις από τα νοικοκυριά σε υφιστάμενες κατοικίες τα τελευταία χρόνια», επισημαίνεται στην ανάλυση της ΕΤΕ. Η ίδια συνδέει ακριβώς αυτές τις παραμέτρους (σε συνδυασμό και με τον πιο περιορισμένο -σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν- αριθμό καινούριων κατοικιών που βγαίνουν σταδιακά στην αγορά) με την «ψαλίδα» που παρατηρείται μεταξύ προσφοράς/ ζήτησης και συνακόλουθα τη συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών των ακινήτων στη χώρα μας, η οποία εκτιμάται από τους αναλυτές της ΕΤΕ ότι θα συνεχιστεί με ρυθμούς 7% σε ετήσια βάση τη διετία 2023- 2024.
Ειδικότερα, όσον αφορά το απόθεμα των κατοικιών στην Ελλάδα και με βάση τους τρέχοντες ρυθμούς έκδοσης οικοδομικών αδειών, εκτιμάται ότι η ολοκλήρωση κατασκευής νέων κατοικιών στη χώρα θα κυμανθούν κατά μέσο όρο στις 30.000 κατ’ έτος για τη διετία 2023-24, με το δεδομένο ότι η έκδοση νέων αδειών έχει πλέον σταθεροποιηθεί λόγω του υψηλού κόστους κατασκευής και των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό στον κλάδο της οικοδομής. Πράγματι, το κόστος κατασκευής με βάση τα επίσημα στοιχεία και το σύνθετο δείκτη κόστους οικοδομικών υλικών από την ΕΛΣΤΑΤ με μέσο ετήσιο ρυθμό 7,4% το 2021-22 και κατά 8,7% σε ετήσια βάση το 7μηνο του 2023, παραμένοντας 20% υψηλότερα από το μέσο επίπεδό τους σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.
Ομοίως, ο δείκτης εργατικού κόστους που σχετίζεται με την κατασκευαστική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 4,9% σε ετήσια βάση το 2022 και 4,3% σε ετήσια βάση το πρώτο εξάμηνο του 2023 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του 2022, με περαιτέρω αυξήσεις να αναμένονται για το υπόλοιπο του έτους. Συνολικά, η αύξηση των δύο αυτών μεγεθών υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει το 60% της αύξησης των τιμών των κατοικιών για το πρώτο τρίμηνο του έτους που διαμορφώνεται με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ, συνολικά σε επίπεδα άνω του 14%.
Εξ’ ού και το τελευταίο διάστημα παράλληλα και με την ενίσχυση της ζήτησης, παρατηρείται μεν σημαντική ανάκαμψη της οικοδομικής δραστηριότητας, εντούτοις, οι νέες κατασκευές παραμένουν σε σαφώς χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση με την περίοδο προ 15ετίας.
Ειδικότερα όσον αφορά τα επιμέρους νούμερα, η έκδοση οικοδομικών αδειών για νέες κατοικίες έχει τώρα τριπλασιαστεί, φτάνοντας σε σχεδόν 30 χιλ. ετησίως το 2021-22, ύστερα από δραστική υποχώρηση ακόμη και στα πέριξ των 10 χιλ. ετησίως εντός της περιόδου 2013-17, όταν η οικοδομική δραστηριότητα είχε μειωθεί σχεδόν κατά 90% σε σύγκριση με τα προ κρίσης (από 130.000 ετησίως τη «χρυσή» περίοδο 2001- 07). Αντίστοιχα, οι επενδύσεις σε κατοικίες σε σταθερές τιμές, όπως αντικατοπτρίζεται στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, έπεσε στα 2,2 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2012-20 από ένα ανώτατο όριο 24,9 δισ. ευρώ το 2007 και κατά μέσο όρο 16 δισ. ευρώ την περίοδο 1995-2010.