Αντιμέτωπο με τη συσσωρευμένη κόπωση και τη δυσαρέσκεια του ιατρικού προσωπικού στο ΕΣΥ βρίσκεται το υπουργείο Υγείας.
Οι παραιτήσεις γιατρών κυρίως από περιφερειακά νοσοκομεία, από την Κρήτη μέχρι το Αγρίνιο και από την Σπάρτη μέχρι την Πρέβεζα, που δημοσιοποιούνται τις τελευταίες ημέρες, φανερώνουν το πρόβλημα. Προστιθέμενες δε στις αναμενόμενες συνταξιοδοτήσεις, δημιουργούν μια ανοιχτή πληγή για το σύστημα υγείας.
Και αυτό διότι, παρά τις συνεχείς προσπάθειες του υπουργείου να ισοσκελιστεί το ισοζύγιο του προσωπικού με νέες προσλήψεις, μόνιμες ή έστω επικουρικές, αυτό δεν επιτυγχάνεται πάντα. Τα κενά παραμένουν ανατροφοδοτώντας τις δυσχερείς εργασιακές συνθήκες και την κούραση των γιατρών. Ετσι, πολλοί αποχωρούν για να εργαστούν υπό άλλες, καλύτερες συνθήκες, εργασιακές και μισθολογικές, στον ιδιωτικό τομέα υγείας στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό.
Συνολικά, στα νοσοκομεία του ΕΣΥ υπηρετούν 19.921 γιατροί, εκ των οποίων οι μόνιμοι είναι 9.761 και οι άλλοι είναι επικουρικοί και ειδικευόμενοι (στοιχεία Δεκεμβρίου 2022). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εκπροσώπων των νοσοκομειακών γιατρών, περίπου 700 γιατροί αποχωρούν από τα δημόσια νοσοκομεία κάθε χρόνο, εκ των οποίων οι 400 λόγω συνταξιοδότησης και οι υπόλοιποι λόγω παραίτησης.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από το υπουργείο Υγείας, από το 2020 έως τώρα έχουν αποχωρήσει λόγω συνταξιοδότησης σχεδόν 1.700 μόνιμοι γιατροί. Οι θέσεις που προκηρύχθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια είναι 1.093. Μάλιστα, στο υπουργείο Υγείας είναι αισιόδοξοι ότι μέχρι το τέλος του έτους τουλάχιστον 1.050 γιατροί θα βρίσκονται στις θέσεις τους – έχουν δε εστιάσει στη γραφειοκρατία που κατά κοινή ομολογία συνοδεύει αυτές τις ουσιαστικά επείγουσες προσλήψεις και ετοιμάζουν παρεμβάσεις για να απλοποιηθεί η διαδικασία.
Το έλλειμμα, όμως, παραμένει μεγάλο, όπως επισημαίνει ο γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδος (ΟΕΝΓΕ), Παναγιώτης Παπανικολάου, καθώς «πρέπει να υπολογιστεί ότι στις προκηρύξεις μόνιμων γιατρών συμμετέχουν κυρίως επικουρικοί γιατροί, οπότε πάλι προκύπτουν κενά». Σύμφωνα με τον ίδιο, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται τόσο στις παραιτήσεις των παλαιών ειδικευμένων γιατρών του ΕΣΥ, αλλά σε εκείνες των νέων ειδικευμένων γιατρών, είτε μόνιμων είτε επικουρικών, «αφού χάνουμε εκτός από τους αποφοίτους Ιατρικής που φεύγουν για ειδικότητα στο εξωτερικό και νέο ιατρικό δυναμικό».
Παραιτήσεις διαμαρτυρίας
Κατά μέσο όρο κάθε μήνα αναρτώνται στη Διαύγεια περίπου 20 πράξεις αποδοχής παραίτησης μόνιμων γιατρών του ΕΣΥ από το υπουργείο Υγείας. Κάποιες εξ αυτών λαμβάνουν δημοσιότητα επειδή οι ίδιοι οι γιατροί επιθυμούν να κοινοποιήσουν και εκτός του υπουργείου τους λόγους που τους οδηγούν σε παραίτηση, προτού συμπληρωθεί ο χρόνος συνταξιοδότησής τους ή η θητεία τους, εάν πρόκειται για επικουρικούς ή αγροτικούς γιατρούς.
Στις περιπτώσεις αυτές οι παραιτήσεις μετατρέπονται σε κραυγή διαμαρτυρίας, σε μια απέλπιδα προσπάθεια του προσωπικού να ασκηθεί πίεση και ενδεχομένως να βρεθεί λύση σε ένα προβληματικό πεδίο του ΕΣΥ. Κατά το διάστημα των 30 ημερών που έχουν προθεσμία οι γιατροί για να ανακαλέσουν την παραίτηση οι εκπρόσωποι της διοίκησης ενδέχεται να επιχειρήσουν να τους μεταπείσουν για καλύτερες συνθήκες λειτουργίας της κλινικής και να αποτρέψουν την αποχώρησή τους. Η ανάκληση της παραίτησης που είχε υποβάλει τον περασμένο Απρίλιο ο γιατρός που υπηρετούσε στο Κέντρο Υγείας Σερίφου εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία.
Στα νοσοκομεία της Κρήτης φέτος έχουν δηλωθεί παραιτήσεις γιατρών σε κομβικά τμήματα όπως στο Χειρουργικό του Νοσοκομείου Χανίων ή στο Παθολογικό του Βενιζέλειου στο Ηράκλειο και του Νοσοκομείου Ρεθύμνου. Η επιβάρυνση σε όλα τα νοσοκομεία της Κρήτης είναι πολύ μεγάλη κατά τους θερινούς μήνες λόγω των επισκεπτών του νησιού. Κάποιοι από τους γιατρούς δεν παραιτούνται πρώτη φορά. Στο Νοσοκομείο Χανίων οι χειρουργοί δήλωσαν ότι δεν μπορούν να καλύπτουν και τα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ), πέρα από τα χειρουργεία και την κλινική, λόγω κόπωσης ή/και ηλικίας.
Ο αριθμός των χειρουργικών επεμβάσεων που επικαλούνται, σύμφωνα με πληροφορίες, δεν είναι ίδιος για όλους. Υπάρχει γιατρός που διενεργεί 170 επεμβάσεις τον χρόνο και άλλος μόνο 12, ωστόσο και οι δύο γιατροί έχουν την ίδια υποχρέωση να συμμετέχουν στα Επείγοντα παρά τον όγκο της δουλειάς που τους χωρίζει. Βεβαίως, αυτό είναι το χαρακτηριστικό του ΕΣΥ σήμερα, θα έλεγε κάποιος. Το ότι κάθε γιατρός, κλινική, νοσοκομείο έχουν εγκλωβιστεί σε μια ισοπεδωτική λογική, μακριά από την ανάγκη για αξιολόγηση της λειτουργίας τους.
Το έλλειμμα των παθολόγων
Αν η περίοδος της πανδημίας ανέδειξε τα δραματικά κενά σε αναισθησιολόγους και εντατικολόγους, η μετά COVID περίοδος αναδεικνύει το έλλειμμα σε παθολόγους, τον πυρήνα των ιατρικών ειδικοτήτων. Στην καθημερινότητα των νοσοκομείων το πρόβλημα αυτό λαμβάνει ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις.
Οι αποχωρήσεις παθολόγων μόνο την τελευταία εβδομάδα στα Νοσοκομείο Ρεθύμνου, Σπάρτης και το Βενιζέλειο και οι δεκάδες μετακινήσεις τους από νοσοκομείο σε νοσοκομείο με «εντέλλεσθε» πυροδότησαν την αντίδραση της επιστημονικής τους εταιρείας.
«Τα κενά των νοσοκομείων πανελλαδικά καλύπτονται πλέον με διασπορά συναδέλφων από ήδη ελλειμματικά πόστα. Μάλιστα η μετακίνησή τους είναι σε μορφή επιτακτικής εντολής που είναι αδύνατο να αρνηθούν. Πρόκειται πλέον για κάλυψη πάγιων αναγκών με αθέμιτο τρόπο. Η πρακτική αυτή είναι αντιεπιστημονική, παράνομη και επικίνδυνη τόσο για τους ασθενείς όσο και για τους ίδιους τους συναδέλφους», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Επαγγελματική Ενωση Παθολόγων Ελλάδας.
«Οι παθολόγοι ζητάμε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, ιδίως οι νεότεροι, στους οποίους πρέπει να επενδύσουμε εάν θέλουμε να έχουμε γιατρούς στα νοσοκομεία μας. Και φυσικά αξιοπρεπείς αμοιβές», σημειώνει η πρόεδρος της Ενωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αθήνας – Πειραιά (ΕΙΝΑΠ), παθολόγος Ματίνα Παγώνη.
Οι ελλείψεις παθολόγων, όπως και ακτινολόγων, στο σύστημα υγείας απασχολούν το υπουργείο Υγείας, που αναζητά λύσεις για την κάλυψη των κενών. Αλλωστε, ο χάρτης των νοσοκομείων με τις ανάγκες που καλύπτουν και τις ελλείψεις που έχουν βρίσκεται σταθερά ανοιχτός πάνω στο γραφείο του υπουργού, καθώς προτεραιότητα είναι αντιμετωπιστούν τα προβλήματα και να δοθούν λύσεις για τους πολίτες.