30 Μαΐου 1941: Η νύχτα που ο Γλέζος και ο Σάντας κατέβασαν τη ναζιστική σημαία από την Ακρόπολη
1 year, 5 months ago
6

Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.

H ιστορία

Ήταν τέλη Μαΐου του 1941 και είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς. Φουριόζοι ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα και το Γ’ Ράϊχ έβαζε μπρος το σχέδιο «ΕΡΜΗΣ» για την κατάληψη της Κρήτης.

Στην Αθήνα δυο νεαροί φοιτητές ο Μανώλης Γλέζος και ο Λάκης Σάντας πήραν την απόφαση να στείλουν το δικό τους ηχηρό μήνυμα στον κατακτητή. Ανάμεσα σε χιλιάδες Αθηναίους δεν δέχονταν να κυματίζει η γερμανική σημαία στην Ακρόπολη.

Κάπως έπρεπε να αντιδράσουν και στρώθηκαν στη δουλειά για να υλοποιήσουν ένα παράτολμο και ριψοκίνδυνο σχέδιο. Επιστρατεύοντας το θάρρος και την τόλμη τους πηγαίνουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και ενημερώνται με ό,τι σχετικό αφορά τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου.

Το τολμηρό σχέδιο

Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Τα μεσάνυχτα οι δυο φοιτητές έβαλαν σε εφαρμογή την παράτολμη επιχείρηση, να κατεβάσουν από την Ακρόπολη τη μεγάλων διαστάσεων ναζιστική σημαία 4Χ2.

Τρεις προσπάθειες έκαναν μέχρι να τα καταφέρουν. Έκοψαν ένα κομμάτι γύρω από τον αγκυλωτό σταυρό και την υπόλοιπη την πέταξαν σε ένα κοντινό ξεροπήγαδο. Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. 

Η καταδίκη τους σε θάνατο

Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο.

Ο Μανόλης Γλέζος διηγείται πώς αυτός και ο σύντροφος του Απόστολος Σάντας πραγματοποίησαν το ανδραγάθημα τους

…Έτσι, στις 30 του Μάη του 1941, γυρίζαμε άσκοπα στους στυγνούς δρόμους της Αθήνας.
—Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;
Το φασιστικό σύμβολο, πελώριος συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας.
Δε χρειάζονταν περισσότερα λόγια. Ο ένας κατάλαβε τον άλλον. Σε μας έλαχεν ο κλήρος -απλοί,
ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησης του, θα προβαίναμε στην
υποστολή της Γερμανικής σημαίας.

Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Το βράδυ, ραντεβού στις 8, στην πλατεία Κουμουνδούρου
(Ελευθερίας). Όταν ανταμώσαμε, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν
συγκίνηση για το μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία! Είχε σκοτεινιάσει. Το φεγγάρι είχε βγει. Ήταν μια
όμορφη αττική βραδιά. Αμίλητοι προχωρήσαμε μέσα απ’ την Πλάκα.

Απ’ το πρωί είχαμε κανονίσει τις τεχνικές λεπτομέρειες κι είχαμε μαζί μας ένα κλεφτοφάναρο. Κάναμε μια βόλτα γύρω απ’ την
Ακρόπολη.

Η γερμανική φρουρά φαινόταν. Τάχα στον κοντό να υπήρχε σκοπός; Ήταν δεν ήταν, εμείς θ’ ανεβαίναμε.

Σε μια στιγμή, που δε φαινόταν κανένας γύρω, πηδήξαμε το συρματόπλεγμα που
‘ναι γύρω στο δασάκι των πεύκων της βόρειας πλευράς και, σιγά σιγά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλον,
προχωρήσαμε σκαρφαλώνοντας στ’ απόκρημνα βράχια.

Φτάσαμε σε μια πορτίτσα ξύλινη, που ’φραζε το άνοιγμα που υπάρχει εκεί που αρχίζουν τα τείχη.
Στην είσοδο, που κατά τους αρχαιότερους Αθηναίους μπαινόβγαινε το ιερό φίδι του Παρθενώνα.
Ευτυχώς, το λουκέτο δεν ήταν κλειστό. Σπρώξαμε και μπήκαμε. Είχαμε φτάσει. Με κομμένες τι

αναπνοές ρίξαμε ένα βλέμμα γύρω μας: δεξιά τα Προπύλαια, απέναντι ο Παρθενώνας, αριστερά το
Ερεχθείο, ψηλά, μεγαλόπρεπα, φωτίζονταν υποβλητικά απ’ το φεγγάρι. Τα σπασμένα μάρμαρα
σκόρπια παντού, κάτω απ’ το διόχρωμο εκείνο φως, παρουσιάζουν περίεργα σχήματα.
Προς το παρόν, κανένας Γερμανός δε φαινόταν.

Σκυφτοί καθώς είμαστε, κρυβόμενοι πίσω απ’
τα μάρμαρα, προχωρούσαμε. Κάπου κάπου πετούσαμε μακριά κανένα πετραδάκι, ώστε να
δημιουργείται θόρυβος έξω από κει πού ευρισκόμεθα εμείς, ώστε, αν υπήρχε κανένας σκοπός, να
προσέξει προς τα εκεί και ν’ αποφύγουμε εμείς τον κίνδυνο.
Ως την ώρα δεν είδαμε ούτε ίχνος σκοπού.

Εδώ, όμως, ήταν τα σκούρα: μήπως σ’ εκείνο το
κυκλικό τειχάκι υπήρχε κανένας;

Για πολλή ώρα, πίσω απ’ τη σκιά του βόρειου τείχους,
σταματήσαμε.

Έπειτα όμως, θαρραλέα προχωρήσαμε προς τη βάση του κοντού. Δεν υπήρχε
κανένας.

Από πάνω μας κυμάτιζε το φασιστικό σύμβολο.
Λύσαμε το συρματόσχοινο κι αρχίσαμε να τραβάμε για να την κατεβάσουμε.

Μα τα σύρματα δεν
άκουγαν.

Είχαν μπλεχτεί. Η σημαία δεν κατέβαινε. Τι έπρεπε να γίνει;

— Να κατέβει η σημαία! απαντούσε η φωνή της συνείδησης, η φωνή του σκλαβωμένου λαού!
…Το μυαλό δούλευε γρήγορα. Άρπαξα το σιδερένιο κοντό κι άρχισα ν’ ανεβαίνω, έπιασα τη
σημαία κι άρχισα να την τραβάω. Τίποτα όμως. Δεν έπεφτε Κουράστηκα και κατέβηκα. Δεύτερη
απόπειρα έφερε τα ίδια αποτελέσματα.
— Τώρα, Λάκη, η σειρά σου, είπα στο σύντροφο μου.
Όμως ούτε κείνος μπόρεσε. Για τρίτη φορά, τότε, αναρριχιέμαι με λύσσα – με δόντια και με χέρια
κρεμάστηκα από τη σημαία. Και τώρα, όμως, τίποτα.

Η σημαία, όμως, έπρεπε να κατεβεί.
Και κατέβηκε! Και να πώς: το σιδερένιο κοντάρι υποβασταζόταν από τρία συρματόσχοινα. Τα
λύσαμε από κει που ήταν δεμένα και δίνοντας παλμικές κινήσεις στο κοντάρι τα ξεμπλέξαμε και η
σημαία έπεσε επάνω μας και μας κουκούλωσε. Ξεκουκουλωθήκαμε και βάζοντάς την κάτω,
αγκαλιαστήκαμε και χορεύαμε πατώντας τα φασιστικά σύμβολα!

Εκείνη την ώρα το φεγγάρι χανόταν πίσω απ’ το Αιγάλεω. Κόψαμε από ένα κομμάτι ο καθένας,
εκεί κοντά στον αγκυλωτό σταυρό. Τα κομμάτια αυτά τα πήραμε μαζί μας, αλλά στον καιρό της
τρομοκρατίας οι μανάδες μας τα ’καψαν!
Την υπόλοιπη τη μαζέψαμε γρήγορα γρήγορα και τη ρίξαμε στο ξεροπήγαδο που βρίσκεται
ανάμεσα στα τείχη και στο Βράχο. Ίσως, τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, να ’χει πια λιώσει.
Γυρίζοντας, αργά, στα σπίτια μας, μας έπιασε ο σκοπός έξω από το Κρατικό Ταμείο (Ερμού).

Η ώρα ήταν 12.10΄ και η κυκλοφορία είχε σταματήσει. Του δικαιολογηθήκαμε ότι είμαστε σε γλέντι και
μας άφησε. Και πραγματικά σε γλέντι είμαστε, διότι κείνο που ποθούσαμε είχε γίνει. Η απαρχή του
σκληρού αγώνα έγινε. Το μάθημα στους Γερμανούς είχε δοθεί!

Δημητρίου Γατόπουλου. «Ο λαός αρχίζει την Αντίσταση»
στο «Ιστορικόν Αρχείον Εθνικής Αντιστάσεως» τεύχος 1ον, σ. 21

Οι 3 συλλήψεις του Γλέζου κατά την κατοχή

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ.

Ο Λάκης Σάντας πέθανε στις 30 Απριλίου του 2011, ενώ ο Μανώλης Γλέζος στις 30 Μαρτίου το 2020.

Πηγή: sansimera.gr