Το «Αθηνών Arena» είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, αφού θα πρέπει να γίνει μια μεγάλη ανακαίνιση του τεράστιου χώρου του για να μετατραπεί σε κτίριο που θα φιλοξενεί γραφεία. Σε διαφορετική περίπτωση, είναι ίσως ο μοναδικός χώρος που μπορεί να φιλοξενήσει πολύ δημοφιλή ερμηνευτή, ο οποίος «ψάχνεται» για το νέο κέντρο προκειμένου να φιλοξενηθεί την επόμενη σεζόν.
«Διογένης Palace, πρέπει να πας»
Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα στα τέλη της δεκαετίας του ’60, ένας πιτσιρικάς 12 ετών, που δουλεύει λούστρος στις γειτονιές του Πειραιά, καθαρίζει τα παπούτσια του επιχειρηματία Σπύρου Παπαθεοχάρη, τον οποίο έχει μόνιμο πελάτη. Ο τελευταίος είναι ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Διογένης». Στο υπόγειό του στεγάζεται το ομώνυμο νυχτερινό κέντρο στο οποίο τραγουδάει ο Γιάννης Ντουνιάς.
Ο πιτσιρικάς με το σπινθηροβόλο βλέμμα που έχει μεράκι με το τραγούδι είναι ένα προσφυγόπουλο από την Τασκένδη, λέγεται Λευτέρης Πανταζής και, όπως δουλεύει, απευθύνεται στον Παπαθεοχάρη και του λέει: «Μπάρμπα-Σπύρο, μια μέρα θα γίνω φίρμα και θα τραγουδάω στον “Διογένη”. Άμα δεν σ’ το γεμίζω, δεν θα με πληρώνεις».
Ο επιχειρηματίας δεν δίνει σημασία στα λεγόμενα του μικρού, χωρίς να φαντάζεται ότι θα τον συναντήσει 20 χρόνια μετά ως ένα από τα πρώτα ονόματα της νύχτας που πουλάνε τρελά.
Είναι αρχές φθινοπώρου του 1986 και ο ΛΕ-ΠΑ σαρώνει δισκογραφικά, όταν δέχεται το τηλεφώνημα του ξενοδόχου από τον Πειραιά. Όταν πηγαίνει στο γραφείο του, γνωρίζει και τον γιο του, Γιάννη Παπαθεοχάρη. Ο πατέρας τον ρωτάει αν θυμάται την κουβέντα που είχαν κάνει πριν από 20 και πλέον χρόνια, πιάνει το χέρι του Λευτέρη και του γιου του, τα ενώνει και λέει: «Μαζί θα πορευτείτε».
Αυτή η συμπόρευση θα διαρκέσει εφτά ολόκληρα χρόνια, όπως έχει δηλώσει ο Πανταζής σε συνέντευξή του, με νύχτες όπου έκανε δύο και τρία προγράμματα. Είναι η εποχή που τα λουλούδια πέφτουν βροχή, τα μαγαζιά δουλεύουν έξι ημέρες την εβδομάδα και ο Γιάννης Παπαθεοχάρης αρχίζει να χτίζει μια αυτοκρατορία που κράτησε τρεις δεκαετίες.
Παραμένει ακόμη και σήμερα ένας άνθρωπος που δεν λέει πολλά, δεν έδωσε ποτέ συνεντεύξεις και αισθανόταν μάλλον άβολα όταν χρειαζόταν να δώσει το «παρών» για να παρουσιάσει ένα δυνατό σχήμα ή μια μουσική παράσταση με τη Μαρινέλλα. Γι’ αυτό και όταν το έκανε, έπαιζε στα χέρια του ένα κομπολόι, το οποίο είχε πάντα μαζί του αυτός ο διορατικός επιχειρηματίας που άλλαξε την αισθητική της νυχτερινής διασκέδασης.
Ο κόσμος υφίσταται ένα σοκ με το νέο μαγαζί: ο Παπαθεοχάρης έχει φροντίσει να υπάρχει μέχρι και πισίνα επί σκηνής, κάτι που δεν έχει ξαναγίνει ποτέ σε νυχτερινό κέντρο της Αθήνας. Επίσης, δημιουργείται παγοπίστα, οι σκηνές ανεβοκατεβαίνουν όταν αλλάζει το πρόγραμμα και μια άλλη καινοτομία είναι ότι υπάρχουν δυο αίθουσες σε ένα κέντρο διασκέδασης. Αυτή στον πάνω χώρο έχει χωρητικότητα 1.000 ατόμων, ενώ η κάτω μπορεί να φιλοξενεί 1.400 πελάτες, κάτι που σημαίνει πολλούς χορούς και ανάλογες εισπράξεις.
Οι χοροί σωματείων, κομμάτων και οργανώσεων είναι στο φόρτε τους εκείνα τα χρόνια και πολλές φορές οι καλλιτέχνες κάνουν τρία προγράμματα σε ένα βράδυ για να τους προλάβουν όλους.
Ο μέσος Έλληνας νιώθει βασιλιάς στο «Διογένης studio», στο «Διογένης Palace και στο «Apollon Palace», τα ονόματα των οποίων είναι αυτά που έχουν τα παιδιά του Γιάννη Παπαθεοχάρη. Ο ήχος και ο φωτισμός είναι ό,τι πιο άρτιο υπάρχει. Το πρώτο ηχηρό σχήμα περιλαμβάνει τον Λευτέρη Πανταζή και την Άννα Βίσση, που πραγματοποιούν ένα τρομερό sold out μέχρι το καλοκαίρι του ’89.
Εχοντας παρακολουθήσει διάσημα σόου στο εξωτερικό, ο Παπαθεοχάρης φέρνει ξένα μπαλέτα για το σόου του «Διογένης Palace», ένα κέντρο από το οποίο θα παρελάσουν τα μεγαλύτερα ονόματα του ελληνικού πενταγράμμου, ενώ τα σόου του χαρακτηρίζονται μυθικά. Θα παρελάσουν και πολλοί «μικροί» τότε -έτσι χαρακτηρίζονται τα νέα παιδιά που ανοίγουν το πρόγραμμα- ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Αντώνης Ρέμος.
Ο Παπαθεοχάρης τον ξεχωρίζει αμέσως. Θα τον πάρει υπό την προστασία του αφού το ένστικτό του τού λέει λέει ότι ο νεαρός που κατέβηκε από τη Θεσσαλονίκη είναι το next big thing στο τραγούδι. Μαζί θα μεγαλουργήσουν δημιουργώντας concept που γράφουν τη δική τους ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα, όπως τα λουλούδια να είναι μόνο λευκές γαρδένιες, και όχι γαρίφαλα, ώστε να μη λερώνονται τα φορέματα των κυριών.
Το μότο του επιχειρηματία ήταν «Εμείς είμαστε Εθνική Ελλάδας και τα έχουμε καλά με όλους. Διασκέδαση πουλάμε» και το τήρησε όσα χρόνια δούλεψε τη νύχτα, με γνώμονα πάντα τη δική του αισθητική. Αναμφίβολα, λένε όλοι, ήταν ο άνθρωπος που πήγε τον όρο «μπουζούκια» σε άλλο επίπεδο με τα μαγαζιά του και τις παραγωγές που έστησε.
Το «Αθηνών Αρένα» στην Πειραιώς ήταν το κορυφαίο δημιούργημα του Παπαθεοχάρη και μέχρι πρότινος το καλύτερο νυχτερινό κέντρο της Αθήνας, με αισθητική χώρων του εξωτερικού, αλλά και αυτό που τον έβαλε σε δανειακές περιπέτειες. Όπου και να ήταν το τραπέζι σου στο «Arena» έβλεπες πίστα, ενώ ήταν το πρώτο νυχτερινό κέντρο που διέθετε σουίτες, δώδεκα στον αριθμό, για όσους ήθελαν να ακούσουν πιο private το πρόγραμμα.
Ο επιχειρηματίας που άλλαξε την mentalité της πίστας μπορεί κάλλιστα να υπερηφανεύεται ότι από τα δικά του κέντρα παρέλασε η Εθνική Ελλάδος του τραγουδιού. Ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιάννης Πάριος, ο Τόλης Βοσκόπουλος, ο Γιάννης Πουλόπουλος, ο Γιώργος Νταλάρας, ο Πασχάλης Τερζής, η Μαρινέλλα, η Άννα Βίσση, η Δέσποινα Βανδή, ο Σάκης Ρουβάς, η Άντζελα Δημητρίου και η Καίτη Γαρμπή είναι μόνο κάποια από τα ονόματα που αποθεώθηκαν εκεί.
Οι τζενεράλε, η Κωνσταντίνα με το άλογο και το τραπέζι στην πίστα
Άνθρωπος που δεν άφηνε τίποτε να πέσει κάτω, ο Γιάννης Παπαθεοχάρης σπάνια ξεκουραζόταν εκείνα τα χρόνια που τα μαγαζιά του δούλευαν έξι ή ακόμη και εφτά μέρες την εβδομάδα.
Υπήρξε χρονιά που ο «Διογένης» με τον Πανταζή πρώτο όνομα έκανε έντεκα μήνες σεζόν χωρίς διακοπή, με εξαήμερα, κάτι που έφερε άπαντες στα όρια της εξάντλησης. Είναι η στιγμή που ο Παπαθεοχάρης παίρνει τον Λευτέρη και ένα φίλο του τραπεζίτη και πετάνε για τη Μάλαγα στην Ισπανία, προκειμένου να ξεκουραστούν και κυρίως -οι δύο πρώτοι- να κοιμηθούν. Οι διακοπές του επιχειρηματία και του τραγουδιστή περιλαμβάνουν ατέλειωτες ώρες ύπνου, αφού τον είχαν στερηθεί πολύ αμφότεροι, και χαλάρωσης μπροστά σε μια πισίνα.
Άνθρωποι που ξέρουν τον Γιάννη Παπαθεοχάρη πολύ καλά, γνωρίζουν και την εμμονή που είχε με τη δουλειά του και ειδικά όταν έστηνε ένα νέο πρόγραμμα να παρακολουθεί ανελλιπώς την πρόβα τζενεράλε.
Είναι η γενική πρόβα που λαμβάνει χώρα μια μέρα πριν από τα εγκαίνια του μαγαζιού, όπου οι καλλιτέχνες παρουσιάζουν όλο το πρόγραμμά τους, ώστε να εντοπιστούν λάθη ή παραλείψεις. Σε μια τέτοια βραδιά πριν από λίγα χρόνια ο Παπαθεοχάρης, αφού άκουσε το σχήμα στο οποίο κορυφαία ονόματα ήταν πρωτοκλασάτος ερμηνευτής και πολύ διάσημη αοιδός, μίλησε μαζί τους. Το θέμα του ήταν στο πρόγραμμα της τραγουδίστριας, που χρειαζόταν κατά τη γνώμη του «κόψιμο» για να μη φύγει ο κόσμος, όπως της είπε. Όταν εκείνη του τόνισε ότι δεν προλάβαινε να το κάνει σε μια μέρα, εισέπραξε την αναμενόμενη απάντηση: «Δεν ανοίγουμε αύριο. Κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις και θα ανοίξουμε την ερχόμενη εβδομάδα». Όπερ και εγένετο.
Οι ιστορίες από τα όσα έχουν γίνει στα μαγαζιά του θα μπορούσαν να γεμίσουν βιβλίο και κάποιες είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικές, όπως αυτή με την Κωνσταντίνα στο «Διογένης Palace».
Η ερμηνεύτρια έκανε την είσοδό της στην πίστα πάνω σε ένα άλογο κάθε βράδυ, το οποίο μετά το κατέβαζαν στο υπόγειο του μαγαζιού, όπου υπήρχε φαγητό, νερό και ο κατάλληλος χώρος για να κοιμηθεί. Το μόνο που δεν είχαν υπολογίσει οι υπεύθυνοι ήταν η έλλειψη του φωτός, αφού το ζώο δεν είχε δει το φως της μέρας για μήνες, με αποτέλεσμα ένα βράδυ να αφηνιάσει.
Ευτυχώς κατάφεραν να το ηρεμήσουν και έκτοτε έβλεπε καθημερινά ήλιο ώστε να είναι ήρεμο για την βραδινή του εμφάνιση στο μαγαζί.
Ένα άλλο μαγαζί που βίωσε μεγάλες στιγμές, αφού ο Αντώνης Ρέμος έγινε ο πιο δημοφιλής Έλληνας ερμηνευτής της γενιάς του, ήταν το «Διογένης Studio», όπου στα πρώτα τραπέζια του -όπως και στο «Αθηνών Αρένα»- συνωστιζόταν η ελίτ του επιχειρείν, της ναυτιλίας και της κοσμικής Αθήνας σχεδόν κάθε βράδυ.
Δεκέμβριο του 2014 γίνεται το opening του Ρέμου στο μαγαζί της Λεωφόρου Συγγρού, έχοντας στο πλευρό του τη Μελίνα Ασλανίδου και τον Γιάννη Ζουγανέλη. Το πρόγραμμα κυλάει κανονικά, ο κόσμος περνάει καλά και όλα κυλούν ιδανικά μέχρι τη στιγμή που ο ερμηνευτής αρχίζει να τραγουδάει το «Έσπασε η νύχτα». Μόλις μπαίνει στο ρεφρέν, ένα από τα πρώτα τραπέζια εκτοξεύεται από θαμώνα πάνω στην πίστα και σκάει μαζί με μπουκάλια, μαχαιροπίρουνα, ποτήρια, φρούτα και ξηρούς καρπούς δίπλα στον τραγουδιστή. Ο θαμώνας είναι ο Νάσος Θανόπουλος, τότε στέλεχος της Morgan Stanley στην Ελλάδα και κουμπάρος του Νικόλαου Γλίξμπουργκ, ο οποίος στο τσακίρ κέφι αποφάσισε να πετάξει το τραπέζι στην πίστα.
Ο Ρέμος ρωτάει «ποιο παλιόπαιδο το έκανε αυτό;» και όταν αναγνωρίζει τον Νάσο Θανόπουλο που επιβεβαιώνει με ένα νεύμα ότι αυτός είναι ο δράστης, του λέει μπροστά σε όλους: «Επειδή σε σέβομαι, να ξέρεις, δεν σου λέω κακία, αλλιώς θα σου είχα πει μεγάλη. Μην το ξανακάνεις και άμα δεν το αντέχεις μην το πίνεις». protothema.gr