Σημαντική αλλαγή δεδομένων σε τουλάχιστον τρία μέτωπα «βλέπει», μιλώντας στο in, ο διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Washington Institute και ιστορικός που ειδικεύεται στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, Σονέρ Τσαγαπτάι, μετά το βομβιστικό χτύπημα στην καρδιά της Κωνσταντινούπολης, σε μια ιδιαιτέρως -γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά- κρίσιμη περίοδο.
Όπως αφήνεται να εννοηθεί από τις πρώτες δημόσιες τοποθετήσεις κορυφαίων τούρκων αξιωματούχων, καθώς και από την αξιοσημείωτη ταχύτητα με την οποία κινήθηκαν οι Αρχές προκειμένου να αποδοθούν ευθύνες για την επίθεση, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πιθανότατα, θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, χρησιμοποιώντας την τρομοκρατία ως μοχλό πίεσης για να επιτύχει ό,τι επιθυμεί, καθώς βρίσκεται στην τελική ευθεία για τις εκλογές τον Ιούνιο του 2023.
Διαβάστε επίσης: Πού ψάχνει εχθρούς ο Ερντογάν για την επίθεση στην Κωνσταντινούπολη- Οι επικίνδυνοι ισχυρισμοί
Ήδη, ο τούρκος πρόεδρος, ο οποίος αναμενόταν να δεχτεί κατά τη Σύνοδο των G20 επικρίσεις για την επαμφοτερίζουσα στάση της Τουρκίας στον πόλεμο της Ουκρανίας και τις σχέσεις με τη Μόσχα -η Αγκυρα παρέχει όπλα στο Κίεβο αλλά ο ίδιος έχει σφυρηλατήσει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τον Βλαντίμιρ Πούτιν-, αφίχθη στο Μπαλί σκυθρωπός και ως ηγέτης κράτους που χτυπήθηκε από την τρομοκρατία.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αυτή η συγκυρία θα τον βοηθήσει να αποφύγει τις εντάσεις στους κόλπους των G20, ενώ αναμένεται να χρησιμοποιήσει την επίθεση στις συζητήσεις που θα έχει με τους ξένους ηγέτες με τέτοιο τρόπο ώστε να δείξει ότι η Τουρκία δεν νιώθει ασφάλεια και απειλείται από τους τρομοκράτες.
Πέραν τούτου, οι τρεις βασικοί τομείς στους οποίους θα επικεντρωθεί το ενδιαφέρον το προσεχές διάστημα, σύμφωνα με τον κ. Τσαγαπτάι -ο οποίος σημειωτέον θεωρείται ο συγγραφέας της πλέον ολοκληρωμένης και αναλυτικής βιογραφίας του Ταγίπ Ερντογάν, καθώς έχει γράψει δύο βιβλία για τον τούρκο πρόεδρο- είναι οι εξής: Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις και οι εξελίξεις στη Συρία, η ένταξη Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, καθώς και οι εκλογές στην Τουρκία.
Η ρητορική της Άγκυρας φαίνεται να υποδηλώνει ότι η Τουρκία θα ανοίξει νέο μέτωπο με την Ουάσιγκτον. Ενδεικτικές ήταν οι δηλώσεις του υπουργού Εσωτερικών, Σουλεϊμάν Σόιλου, προτού συμπληρωθεί ένα 24ωρο από το βομβιστικό χτύπημα.
Αφού ανακοίνωσε πως υπαίτιοι είναι οι Κούρδοι των οργανώσεων που η Τουρκία χαρακτηρίζει ως «τρομοκρατικές» -PKK (Εργατικό Κόμμα Κουρδιστάν) και YPG (κουρδική πολιτοφυλακή στη Β. Συρία)- στράφηκε κατά των ΗΠΑ, χωρίς να λείπει δε και η αναφορά στην Ελλάδα. Ο τούρκος υπουργός δήλωσε πως «απορρίπτει» τα συλλυπητήρια των Ηνωμένων Πολιτειών που «υποστηρίζουν τους τρομοκράτες» Κούρδους του Κομπάνι (ΥPG).
Η αναφορά του σχετίζεται με τη συνεργασία των Κούρδων της Βόρειας Συρίας και των ΗΠΑ ήδη από την περίοδο που οι πρώτοι μάχονταν για να απωθήσουν από τα εδάφη τους τους τζιχαντιστές του Ισλαμικού Κράτους, αλλά και με την επιμονή της Ουάσιγκτον να μη χαρακτηρίζει το YPG ως τρομοκρατική οργάνωση.
«Νομίζω ότι οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις θα δοκιμαστούν από όλα αυτά, κυρίως επειδή η κυβέρνηση (σ.σ. τουρκική) υποστηρίζει ότι η επίθεση προήλθε από τη Βόρεια Συρία» επισημαίνει στο in ο κ. Τσαγαπτάι.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί πως, σύμφωνα με την Αγκυρα, η δράστις εισήλθε στην Τουρκία από το Αφρίν, μια συριακή περιοχή που ήταν κουρδική μέχρι το 2018, όταν εισέβαλαν οι τουρκικές δυνάμεις, αναγκάζοντας τους περισσότερους Κούρδους κατοίκους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους.
Σήμερα, το Αφρίν βρίσκεται υπό τον έλεγχο των υποστηριζόμενων από την Τουρκία Σύρων ανταρτών και επίσης της HTS -μιας ομάδας που συνδέεται με την Αλ Κάιντα. Δεν είναι σαφές, επομένως, πώς θα μπορούσε μια γυναίκα να περάσει από το Αφρίν στην Τουρκία, δεδομένου ότι η Άγκυρα έχει χτίσει τείχος κατά μήκος των συνόρων προκειμένου να κρατήσει τους Σύρους μακριά από την Τουρκία.
Αρκετοί αναλυτές εστιάζουν στη μετατόπιση της ρητορικής από πλευράς Αγκυρας. Παρ’ όλο που οι τουρκικές αρχές εμφανίζονται… συνεπείς στο να εκτοξεύουν κατηγορίες κατά των κουρδικών ομάδων PKK και YPG, ο Σουλεϊμάν Σόιλου προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, ισχυριζόμενος ότι η επίθεση σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε σε όλη τη διαδρομή από τη Βόρεια Συρία χωρίς να παράσχει την οποιαδήποτε απόδειξη. Αυτό συνέβη, δε, λίγες μόλις ώρες μετά το βομβιστικό χτύπημα εγείροντας ερωτήματα για την ταχύτητα των ερευνών και την απόδοση ευθυνών.
Επανήλθε, έτσι, στο τραπέζι των συζητήσεων κατά πόσο ο Ταγίπ Ερντογάν θα «αξιοποιήσει» το συμβάν προκειμένου να πραγματοποιήσει κάποια στρατιωτική επιχείρηση στη Βόρεια Συρία -από την οποία τον είχαν αποτρέψει τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία-και να ισχυριστεί πως είναι ύψιστο ζήτημα ασφαλείας για τη χώρα.
Σύμφωνα με τον κ. Τσαγαπτάι, η Τουρκία δεν βρίσκεται κοντά σε μια άμεση εισβολή, κυρίως λόγω των χειμερινών καιρικών συνθήκων στην Τουρκία και τη Συρία. «Αλλά εύκολα θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια εξέλιξη περίπου την Άνοιξη. Ειδικά, αν η Ρωσία επιτρέψει να προχωρήσει μια τέτοια εισβολή».
Η βομβιστική επίθεση αγγίζει και τη Βορειοατλαντική Συμμαχία, τα όρια της οποίας φιλοδοξείται να διευρυνθούν. Η Φινλανδία και η Σουηδία είναι εξαιρετικά δραστήριες στην ανάδειξη των καταπατήσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το τουρκικό καθεστώς, γεγονός που έχει ωθήσει τον Ταγίπ Ερντογάν να παίζει «καθυστερήσεις» ως προς την ένταξή τους στη συμμαχία.
Ιδιαιτέρως η Στοκχόλμη πρωτοστατεί στην ανάδειξη της καταπίεσης των κουρδικών κοινοτήτων στην Τουρκία, με την τελευταία να την κατηγορεί ότι παρέχει προστασία σε μαχητές του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK) και των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG).
Τη θέση αυτή επανέλαβε, προ ημερών, ενώπιον του σουηδού πρωθυπουργού ο Ταγίπ Ερντογάν. «Όπως ξέρετε υπάρχουν εκλογές έως τον Ιούνιο (σ.σ. στην Τουρκία), προεδρικές και κοινοβουλευτικές. Και αναλόγως, θα σταθούμε μπροστά στον λαό μας. Αυτά είπα στον αγαπημένο μου φίλο. Και αναλόγως θα πράξουμε τα απαραίτητα βήματα».
Εύλογα, μετά τις τελευταίες εξελίξεις, γεννάται το ερώτημα αν ο τούρκος πρόεδρος θα πιέσει με κάθε τρόπο τη Σουηδία και τη Φινλανδία να δεχτούν τους όρους που έχει θέσει, καθώς θα ισχυριστεί ότι με υπεύθυνο το PKK θα είναι αδύνατο να περάσει η ένταξή τους από την τουρκική εθνοσυνέλευση σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματα της Τουρκίας.
«Νομίζω ότι υπό αυτές τις συνθήκες είναι απίθανο το τουρκικό κοινοβούλιο να ψηφίσει υπέρ της εισόδου της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Φαινόταν ότι η ψηφοφορία θα γινόταν πριν το τέλος του χρόνου, τώρα, πλέον, όλο αυτό ανατρέπεται» υπογραμμίζει στο in ο διευθυντής του τουρκικού ερευνητικού προγράμματος στο Washington Institute, ο οποίος «βλέπει» τη Ρωσία του Βλαντίμιρ Πούτιν να βγαίνει κερδισμένη.
Σε ό,τι αφορά στο εσωτερικό της Τουρκίας, το βομβιστικό χτύπημα έρχεται σε μια περίοδο που η χώρα μπαίνει στην τελική ευθεία προς τις εκλογές, όπου η αδιαμφισβήτητη ισχύς του Ερντογάν κλονίζεται για πρώτη φορά έντονα.
Με τα σημερινά δεδομένα που επικρατούν στην οικονομία και στην πολιτική της Τουρκίας, αρκετοί πολιτικοί και αναλυτές φέρνουν τον τούρκο πρόεδρο αντιμέτωπο με το φάσμα της ήττας -κυρίως λόγω της αρνητικής απόδοσης της τουρκικής κυβέρνησης στην οικονομία, που οδηγεί στη ραγδαία φτωχοποίηση του τουρκικού λαού. Εξ ου και, όπως εικάζεται, το τραγικό συμβάν της Κυριακής θα «αξιοποιηθεί» στο έπακρο με όρους εσωτερικής πολιτικής.
Όπως επισημαίνει ο κ. Τσαγαπτάι, αυτό που ουσιαστικά συμβαίνει, όπως και σε άλλες χώρες, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν τρομοκρατικά χτυπήματα, είναι ότι οι Τούρκοι ψηφοφόροι στρέφονται προς τα «δεξιά».
«Συσπειρώνονται γύρω από τον υποψήφιο που παρουσιάζει εαυτόν ως τον καταλληλότερο να προσφέρει στους πολίτες ασφάλεια, και αυτός θα μπορούσε να είναι ο Ερντογάν», που ενδέχεται να εμφανιστεί ως «σκληρός διώκτης της τρομοκρατίας» και «μοναδικός σωτήρας» της Τουρκίας.
«Με τον τρόπο αυτό, δημιουργείται το δίπολο «Ασφάλεια εναντίον Δημοκρατίας», και, όπως πάντα συμβαίνει σε χώρες που έχουν υποστεί μπαράζ τρομοκρατικών επιθέσεων, επικρατεί η Ασφάλεια» καταλήγει ο τουρκο-αμερικανός αναλυτής.