Πέρσι ήταν το «Squid Game» που έσπασε τα κοντέρ, του χρόνου πιθανότατα θα είναι κάποιο νέο σήριαλ που θα φιγουράρει ως το διαμάντι του στέμματος της on demand ψυχαγωγίας. Όμως η λέξη κλειδί στην περίπτωση του «Dahmer – Monster», εκείνο που επέχει θέση ειδοποιού διαφοράς κρύβεται στον επιθετικό προσδιορισμό αληθινή. Το νέο hit της αμερικανικής πλατφόρμας δεν είναι τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από μια αληθινή ιστορία, εκείνη του διαβόητου Αμερικανού serial killer. Μια ιστορία την οποία κάνουν πιο αποτρόπαια και απ’ ό,τι φαίνεται πιο ερεθιστική για το τηλεοπτικό κοινό, τα στοιχεία του κανιβαλισμού και της νεκροφιλίας και βέβαια η ομοερωτική διάστασή της.
Ο Τζέφρι Ντάμερ, ένας κατά συρροή δολοφόνος που καταδικάστηκε το 1992 σε 999 χρόνια φυλάκισης για τις δολοφονίες 17 ενήλικων και ανήλικων ανδρών από δικαστήριο του Ουϊσκόνσιν είναι το νέο αντικείμενο binge watching και για εκατομμύρια τηλεθεατές συνιστά το τελευταίο πράγμα που βλέπουν τα μάτια τους πριν παραδοθούν στον ύπνο. Κι αυτό για κάποιους είναι ενδεικτικό της διείσδυσης, της απήχησης και της επιτυχίας του true crime, δηλαδή της ταχέως αναπτυσσόμενης φάμπρικας ταινιών, σειρών, ντοκιμαντέρ, βιβλίων και podcasts που αναμοχλεύουν και επικαιροποιούν τα πιο ανήκουστα εγκλήματα και φονικά, και για άλλους στοιχειοθετεί ένα – ακόμα – πρόβλημα του πρώτου κόσμου. Το οποίο γιγαντώνει το γεγονός πως τα εγκλήματα του Ντάμερ συνέβησαν όχι στο απώτατο παρελθόν αλλά μόλις λίγες δεκαετίες πίσω και, όπως επιτάσσει το κλισέ, ξεπερνούν ακόμα και την πιο νοσηρή φαντασία.
Η τέχνη αντιγράφει την ζωή
Γιατί λοιπόν κάποιος να στύψει το μυαλό του και να πειθαναγκάσει την κούτρα του να κατεβάσει ιδέες, όταν τα εγκληματολογικά χρονικά βρίθουν τέτοιων καθηλωτικών ιστοριών; Αυτό προφανώς σκέφτηκε ο Ράιαν Μέρφι, το golden boy του Netflix και μάστορας του true crime, όπως προσυπογράφουν οι τηλεοπτικές μεταφορές της δίκης του O. J. Simpson και της δολοφονίας του Τζιάνι Βερσάτσε που έχει παραδώσει ανάμεσα σε πολλά άλλα στην ποπ κουλτούρα. Ο Ντάμερ είχε όλα τα στοιχεία για να κάνει σουξέ. Γεννημένος το 1960 στο Ουισκόνσιν ο άνθρωπος που κέρδισε οικουμενική αναγνωρισιμότητα με το προσωνύμιο «Ο κανίβαλος του Μιλγουόκι» ήταν ένα παράξενο παιδί. Αυτό τουλάχιστον αφηγούνταν ο πατέρας του σε συνέντευξη που έδωσε το 2004 στην εκπομπή του Λάρι Κινγκ στο CNN. Ο πρωτόκοκος γιος του ήταν ένα ντροπαλό αγόρι, δε μιλούσε πολύ, απέφευγε τις περιττές κοινωνικότητες και είχε ένα μάλλον ιδιάζον χόμπι. Του άρεσε να συλλέγει νεκρά ζώα, να τους κάνει νεκροτομές, να τα αποκεφαλίζει και να τα τεμαχίζει. Ήδη στην εφηβεία του είχε δημιουργήσει μια ολόκληρη συλλογή από νεκρούς σκίουρους, για την οποία καμάρωνε. Όσο μεγάλωνε σε ηλικία, τόσο μεγάλωνε και όγκος των «θηραμάτων» του. Βέβαια, ακόμα και ο ίδιος του ο πατέρας, χημικός στο επάγγελμα, δε φανταζόταν τι υπέκρυπταν οι ερωτήσεις του γιου του αναφορικά με το πώς μπορούσε για παράδειγμα να διατηρήσει άθικτα από το χρόνο και τη φθορά τα οστά του κοτόπουλου που μόλις η φαμίλια Ντάμερ είχε καταναλώσει στο οικογενειακό τραπέζι.
Ο Ντάμερ, σύμφωνα με όσα έγιναν γνωστά μετά τη σύλληψη και την καταδίκη του το 1992, ήταν ένα παραμελημένο από τους γονείς του παιδί που εξελίχθηκε σε έναν παραβατικό, προβληματικό και επικίνδυνο για την κοινωνία ενήλικα. Η αποστασιοποίηση και η απόσυρση της μητέρας του λόγω ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε λέγεται πως ήταν καθοριστική για τη διαμόρφωση της – διαπιστωμένης ψυχιατρικά – οριακής προσωπικότητας του Τζέφρι Ντάμερ. Ο ίδιος έλεγε ότι στην εφηβεία του συνειδητοποίησε την ομοφυλοφιλική σεξουαλική ταυτότητά του, ανέπτυξε την έξη του στο ανδρικό στέρνο που του προκαλούσε μια ακατανίκητη ερωτική επιθυμία και την ίδια περίοδο ξεκίνησε να ρέπει στον αλκοολισμό, έξη την οποία δεν κατάφερε να νικήσει ποτέ. Το αλκοόλ άλλωστε ήταν το εκ των ουκ άνευ μέρος του παιχνιδιού της αποπλάνησης που είχε επινοήσει για να «αλιεύει» τα θύματά του.
Δολοφόνος ετών 18
Τον πρώτο του φόνο τον διέπραξε σε ηλικία 18 ετών το 1978, τρεις εβδομάδες αφού αποφοίτησε από το σχολείο. Το θύμα του ήταν ο Στίβεν Χικς, ένας 19χρονος που είχε την ατυχία να κάνει ωτοστόπ και να εκμεταλλευτεί την οιονεί καλοσύνη του Τζέφρι Ντάμερ. Εκείνος τον κάλεσε στο πατρικό του, όπου τον είχαν εγκαταλείψει μόνο οι γονείς του, για μπίρες, θόλωσε όταν αντίκρισε το γυμνό στέρνο του και τον χτύπησε με έναν αλτήρα γυμναστικής στο κεφάλι. Κατόπιν τον στραγγάλισε και ασέλγησε στο πτώμα του. Πάνω στους νεκρούς άνδρες ο Ντάμερ μπορούσε να εκτονώσει τη σαδιστική, όπως την περιέγραφε, σεξουαλική ορμή του. Στο πρώτο θύμα του δοκίμασε τα στάδια της δολοφονικής μεθόδου που θα τελειοποιούσε στους επόμενους 16 φόνους του. Στραγγαλισμός, σεξουαλική εκτόνωση, διαμελισμός του πτώματος, διάλυση της σάρκας με οξύ και θρυμματισμός των οστών που κατέληγαν στην αποχέτευση της τουαλέτας.
Κανιβαλισμός
Από το 1987 έως τον Ιούλιο του 1991, όταν και συνελήφθη, ο Ντάμερ σκότωσε, διαμέλισε και εξαφάνισε 16 άνδρες. Τα περισσότερα από τα θύματά του τα προσέγγιζε στο Club 219 του Μιλγουόκι, συνήθως προσφέροντάς τους χρήματα ώστε να ποζάρουν για τα φωτογραφίσει με την polaroid μηχανή του. Στη δεύτερη περίοδο των φόνων το τελετουργικό του έγινε ακόμα πιο φρικιαστικό. Αφενός κρατούσε τα κρανία και τα γεννητικά όργανα ανδρών που τον ερέθιζαν, ώστε να αυτοϊκανοποιείται πάνω τους, αφετέρου, σύμφωνα με την ομολογία του, ξεκίνησε να τρώει τα σπλάχνα, τους δικέφαλους και τα μπούτια των θυμάτων του. Τον εξίταρε τόσο η διαδικασία του τεμαχισμού των σωρών ώστε φρόντιζε να τη φωτογραφίζει βήμα βήμα κρατώντας ένα αποτρόπαιο αρχείο, το οποίο τελικά αποδείχτηκε κρίσιμο για τη σύλληψη και την καταδίκη του. Εν τω μεταξύ ο Ντάμερ είχε εξελίξει τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε τα θύματά του. Είχε μάλιστα φτάσει στο σημείο να δημιουργεί μια μικρή οπή στην κορυφή του κρανίου τους και να παροχετεύει υδροχλωρικό οξύ στον εγκέφαλό τους.
Η καταδίκη
Η δράση του αποκαλύφθηκε τον Ιούλιο του 1991, όταν ένα υποψήφιο θύμα του, ο 32χρονος τότε Τρέισι Έντουαρντς κατάφερε να ξεφύγει από το διαμέρισμα του Ντάμερ. Ο Έντουαρντς το έσκασε έχοντας μάλιστα στο ένα χέρι του τη χειροπέδα που του είχε περάσει ο παρολίγον δολοφόνος του. Ειδοποίησε δύο αστυνομικούς που έκαναν περιπολία στην περιοχή και μαζί επέστρεψαν στο διαμέρισμα του serial killer. Με μια γρήγορη έρευνα οι αστυνομικοί ανακάλυψαν τις φωτογραφίες από τους τεμαχισμούς και εντόπισαν τέσσερα κομμένα κεφάλια στο ψυγείο του και άλλα οκτώ μουμιοποιημένα κρανία. Ο Ντάμερ παρότι αρχικά προέβαλε αντίσταση, ομολόγησε τους φόνους και μέσα από μια αφήγηση συνολικά 60 ωρών περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη δολοφονική μανία του. Στο δικαστήριο που τον καταδίκασε σε 999 χρόνια φυλάκισης δήλωσε ψυχικά ασθενής – διαγνώστηκε με σχιζοφρενική διαταραχή, ψυχώσεις και οριακή προσωπικότητα, όμως το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα παραπάνω- και υποστήριξε πως του άξιζε να πεθάνει. Την ίδια ακριβώς παραδοχή έκανε και έναν χρόνο αργότερα, σε συνέντευξη που έδωσε στη δημοσιογράφο Νάνσι Γκλας, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων πως αν και δεν το ήθελε η παρόρμηση να σκοτώσει παρέμενε ζωντανή μέσα του. Στις 28 Νοεμβρίου του 1994 ο Ντάμερ δολοφονήθηκε από ένα ψυχικά διαταραγμένο συγκρατούμενό του στο σωφρονιστικό κατάστημα της Κολούμπια. Ο δολοφόνος του είπε πως έλαβε θεϊκή εντολή να σκοτώσει. Σύμφωνα με την κατάθεσή του ο Ντάμερ δεν προέβαλε καμία αντίσταση στα πολλαπλά χτυπήματα που δέχτηκε στο κεφάλι.
Είμαστε όλοι ένοχοι;
Οι αντιδράσεις των συγγενών και των φίλων των θυμάτων, που θεωρούν πως μέσω της τηλεοπτικής αφήγησης ένας κατά συρροή δολοφόνος δικαιολογείται ή λαμβάνει διαστάσεις ήρωα ή ακόμα και μύθου, ήταν αναμενόμενες και προφανώς εύλογες. Όμως η αναμόχλευση της ιστορίας του Ντάμερ είναι πολύ καλή, για να την αφήσει ένας κερδοσκοπικός οργανισμός, όπως το Netflix, ανεκμετάλλευτη. Και πολύ δελεαστική για έναν δημιουργό σειρών, όπως ο Ράιαν Μέρφι, ώστε να της επιτρέψει να σκονίζεται στα ράφια των αστυνομικών αρχείων. Οι ιστορίες αληθινές εγκλημάτων είναι σήμερα ό,τι ήταν οι σαπουνόπερες στο μεταίχμιο 80s και 90s. Και βρίσκονται παντού. Σε βιβλία, ταινίες, podcasts και βέβαια σειρές που καθένας μπορεί να απολαύσει από τη θαλπωρή του σπιτιού του και μάλιστα σε ανάλυση 4K. Είμαστε φετιχιστές; Σαδιστές; Μας αρέσει να μαζοχιζόμαστε παρακολουθώντας τις τραγικές ιστορίες θυμάτων και θυτών; Όχι, απλώς μας αρέσει να νιώθουμε ασφαλείς. Και όσα συνέβησαν σε γεωγραφική και χρονική απόσταση είναι μια πρώτης τάξεως φόρμουλα για να τροφοδοτήσουμε την εντελώς ατεκμηρίωτη πεποίθησή μας πως τίποτα δεν μπορεί να πάει λάθος στη δική μας ζωή. Και ιστορίες σαν του Ντάμερ, του Τσαρλς Μάνσον ή του Τεντ Μπάντι – όλες τους αιματοβαμμένες, απόκοσμες και διαστροφικές και με πρόσφατες αναπαραστάσεις στη μικρή οθόνη – όσο φριχτές κι αν είναι μοιάζουν με γλυκό νανούρισμα. Σκληρό αλλά απ’ την ζωή βγαλμένο.