Ήταν 31 Μαΐου 1982. Μια γυναίκα επέστρεφε από τη δουλειά της στο σπίτι της στη Θεσσαλονίκη. Όταν πήγε στην κρεβατοκάμαρα, αντίκρισε ένα φρικτό θέαμα για κάθε μάνα: Είδε τα δύο ανήλικα παιδιά της, ένα αγοράκι 8 ετών και ένα κοριτσάκι 4, σφαγμένα και βουτηγμένα στο αίμα.
Η 40χρονη μητέρα βγήκε στο διάδρομο της πολυκατοικίας και κραύγαζε. Από το σοκ λιποθύμησε και οι γείτονές της βγήκαν να τη βοηθήσουν και να ειδοποιήσουν την Αστυνομία.
Ο δολοφόνος δεν άργησε να αποκαλυφθεί. Ήταν ο 45χρονος σύζυγός της, γαλακτοπώλης στο επάγγελμα, τον οποίο οι αστυνομικοί βρήκαν μισοαναίσθητο μέσα στην μπανιέρα που ήταν γεμάτη με νερό.
Επίσης, εντόπισαν πολλά ματωμένα δακτυλικά αποτυπώματα και αίματα στο δάπεδο.
Το αγοράκι και το κοριτσάκι βρέθηκαν αγκαλιασμένα στο κρεβάτι των γονιών τους, σύμφωνα με τα δημοσιεύματα. Η καρωτίδα τους ήταν κομμένη και τα κλινοσκεπάσματα γεμάτα αίμα. Αιματοβαμμένα ήταν και τα παιχνίδια τους.
“Πάνε τα παιδάκια μου, τα σκότωσαν!“, φώναζε η 40χρονη. Τέσσερις γείτονες που είδαν τα νεκρά παιδιά λιποθύμησαν. Μία γυναίκα ανέφερε:
“Έτρεξα αμέσως στο δωμάτιο και αντίκρισα το πιο φρικιαστικό θέαμα. Τα δύο αδελφάκια, που μέχρι χθες ανεβοκατέβαιναν χαρούμενα τις σκάλες, ήταν σφαγμένα“.
Ο ιατροδικαστής που διενήργησε τη νεκροψία αποφάνθηκε ότι ο θάνατος των παιδιών ήταν μαρτυρικός. Ο πατέρας τους τα ακινητοποίησε ως εξής:
“Άρχισε πρώτα να τρυπά τα παιδάκια με πιρούνι σε διάφορα μέρη του σώματός τους. Στη συνέχεια πήρε ένα πριονωτό τραπεζομάχαιρο, τους έκοψε πρώτα τις φλέβες και επειδή έβλεπε ότι αργούσαν να πεθάνουν τούς έκοψε την καρωτίδα μ’ ένα δεύτερο μαχαίρι“.
Οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος σόκαραν την κοινή γνώμη και έγιναν πρώτο θέμα στις εφημερίδες.
Ο 45χρονος δολοφόνος προσπάθησε να πνιγεί στην μπανιέρα του σπιτιού, αλλά δεν το κατάφερε. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, όπου συνήλθε μετά από τέσσερις ώρες. Κατά την αναπαράσταση του εγκλήματος, εμφανίστηκε ψύχραιμος και κυνικός, λέγοντας:
“Τα παιδιά ήταν δικά μου. Αποφάσισα να τα σκοτώσω και να αυτοκτονήσω, γιατί είχα αποτύχει στη ζωή μου. Ήθελα να τα πάρω μαζί μου στον άλλο κόσμο, για να μη ζήσουν ορφανά από πατέρα, όπως μεγάλωσα κι εγώ”.
Όταν ρωτήθηκε αν μετάνιωσε για την πράξη του, δεν απάντησε. Κι όταν του τέθηκε το ερώτημα γιατί δεν στράφηκε εναντίον της γυναίκας του, είπε: “Η γυναίκα δεν ήταν δική μου, ενώ τα παιδιά ήταν“.
Ο 45χρονος υποστήριξε ότι, πριν αποφασίσει να σκοτώσει τα παιδιά του, προηγήθηκε καβγάς με τη γυναίκα του για τα δύσκολα οικονομικά του σπιτιού:
“Είχα φτάσει σε αδιέξοδο. Πούλησα το μαγαζί. Δεν είχα δουλειά. Ήθελα να αγοράσω ένα ταξί αλλά δεν έβρισκα. Νόμιζα ότι η ζωή είχε τελειώσει“.
Στο σπίτι της μητέρας της, η 40χρονη σπάραζε πάνω από τα ανοιχτά φέρετρα των αδικοχαμένων παιδιών της. Γεμάτη απόγνωση μονολογούσε:
” λεβέντη μου. Σήκω αγόρι μου. Σήκω και μίλησέ μου. Άνοιξε τα ματάκια σου, πουλάκι μου. Κοριτσάκι μου κοίταξε, σου έφερε τα παιχνίδια σου. Σηκωθείτε πουλάκια μου! Σας παρακαλώ! Σηκωθείτε!“.
Στην κηδεία τους, η 40χρονη ξεφώνισε λίγο πριν λιποθυμήσει πάνω από το μνήμα των παιδιών της: “Ας σκότωνε εμένα. Τι του έφταιξαν τα παιδάκια μας;“.
Οι γείτονες δήλωσαν ότι το ζευγάρι, που ήταν παντρεμένο από το 1974, δεν τους είχε απασχολήσει στο παρελθόν και το μόνο που αντιμετώπιζε ήταν οικονομικά προβλήματα. Ο 45χρονος διατηρούσε γαλακτοπωλείο μέχρι και ένα μήνα πριν το άγριο έγκλημα.
Έπαιζε στα χαρτιά τα χρήματα που κέρδισε από την πώληση του γαλακτοπωλείου και έχανε. Οι πελάτες και οι ιδιοκτήτες διπλανών καταστημάτων τον περιέγραψαν ως οξύθυμο, αγχώδη και λιγομίλητο.
“Αγαπούσε, όμως, πολύ τα παιδιά του. Όλη τη μέρα τα είχε στο μαγαζί και τα φρόντιζε, γιατί ήταν, όπως έλεγε, “ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή του”“, ανέφερε ένας καταστηματάρχης που δεν φανταζόταν ποτέ ότι ο 45χρονος θα έφτανε σε αυτό το σημείο.
Στο ίδιο μήκος κύματος ήταν και οι δηλώσεις του κουνιάδου του: “Τα παιδιά του τα αγαπούσε. Έδειχνε ότι τα λάτρευε. Τα φρόντιζε περισσότερο και από τη μάνα τους. Αναρωτιέμαι και εγώ γιατί τα σκότωσε“.
Από την πλευρά της, η πεθερά του 45χρονου τον χαρακτήρισε “θρασύδειλο“, “ανίκανο” και “ακαμάτη“, προσθέτοντας: “Γιατί δεν σκοτωνόταν ο ίδιος να ησυχάσουμε;“.
Οι ειδικοί εξέφρασαν την άποψη ότι το έγκλημα οφειλόταν στη “μη ομαλή κοινωνικοποίηση” του 45χρονου, που στα 15 του χρόνια έχασε τον πατέρα του και, πέντε χρόνια μετά, τη μητέρα του:
“Ο δράστης μετέφερε την προσωπική του ανυπαρξία πάνω στα παιδιά του. Και θέλοντας να απαλλαγεί από αυτή, οδηγήθηκε στο φόνο των παιδιών. Όχι του εαυτού του. Δεν κρίνεται για το προσωπικό του αδιέξοδο. Κρίνεται και ενοχοποιείται για τούτη τη μεταφορά“.
Στον 46χρονο απαγγέλθηκαν οι κατηγορίες της ανθρωποκτονίας από πρόθεση κατά συρροή και κατά τρόπο ιδιαζόντως ειδεχθή, οπλοφορίας και οπλοχρησίας. Η υπόθεση εκδικάστηκε στο Κακουργιοδικείο Σερρών, το Μάιο του 1983.
Επί μία ώρα, οι συγγενείς της γυναίκας του προσπαθούσαν να τον λιντσάρουν, με αποτέλεσμα η δίκη να καθυστερήσει μία ώρα.
Εντωμεταξύ, η 41χρονη είχε υποστεί ισχυρό νευρικό κλονισμό. Έπαιρνε, πλέον, ηρεμιστικά χάπια και βρισκόταν υπό συνεχή ιατρική παρακολούθηση.
Οι πραγματογνώμονες που εξέτασαν τον 46χρονο αποφάνθηκαν ότι “την ώρα του εγκλήματος δεν ήταν σε κατάσταση νοσηρής διαταραχής της συνείδησής του“.
Τελικά, το δικαστήριο καταδίκασε τον 46χρονο σε δύο φορές ισόβια κάθειρξη χωρίς ελαφρυντικά. Η ποινή του διατηρήθηκε και στο Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης, το Νοέμβριο του 1983 και απλώς προστέθηκε η διαρκής στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων.
“Οκτώ χρόνια με βασάνιζε η συμβίωση με τη γυναίκα μου. Τό’ χα ρίξει στα χαρτιά. Πολλές φορές μ’ έπιανε θολούρα και δεν ήξερα τι έκανα“, ισχυρίστηκε ο 46χρονος στην απολογία του και επανέλαβε την πρόθεση που είχε να αυτοκτονήσει.
“Δεν μπορούσε να τα θρέψει, γι’ αυτό τα σκότωσε“, είπε με οργή και απόγνωση η χαροκαμένη μητέρα στην κατάθεσή της.
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου