O Mπόρις Μιντς είναι ένας εκ των ελάχιστων Ρώσων επιχειρηματιών που έχει καταφερθεί ανοιχτά κατά του πολέμου στην Ουκρανία και του Ρώσου Προέδρου Πούτιν.
Η πλειονότητα των ισχυρών επιχειρηματιών, προυχόντων και ολιγαρχών της Ρωσίας έχουν κρατήσει το στόμα τους κλειστό σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία αφού, όπως είναι γνωστό, το Κρεμλίνο έχει ιστορικό επιθετικής αντιμετώπισης των ολίγων αντιφρονούντων αυτών.
Ο Μιντς,σύμφωνα με πρόσφατή του συνέντευξη στο BBC, τόνισε πως «όποιος κατακρίνει τον Πούτιν προφανώς πρέπει να ανησυχεί για την προσωπική του ασφάλεια. Παρ’ όλα αυτά δεν πρόκειται να ζήσω σε καταφύγιο, όπως κάνει ο Πούτιν».
Ο 64χρονος επιχειρηματίας ο οποίος δημιούργησε τον πλούτο του μέσω της επενδυτικής O1 Group την οποία ίδρυσε το 2003 και πούλησε το 2018, υπογράμμισε πως η «κλασική τιμωρία των επιχειρηματιών που μιλούν κατά της ρωσικής κυβέρνησης είναι η δημιουργία ψευδούς ποινικής υπόθεσης κατά των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Όποιοι επιχειρηματίες παραμένουν ανεξάρτητοι από τον Πούτιν και είτε χρηματοδοτούν τα αντίπαλα πολιτικά στρατόπεδα ή υποστηρίζουν τις πορείες διαμαρτυρίας, θεωρούνται αυτόματα εχθροί του κράτους».
Πρόκειται για μία κατάσταση την οποία ο Μιντς έχει βιώσει από πρώτο χέρι. Έχοντας αντιτεθεί δημόσια στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, ο Μιντς αναγκάστηκε να φύγει από τη χώρα για τη Βρετανία μετά από τη δολοφονία του φιλελεύθερου Ρώσου πολιτικού και αντιπάλου του Πούτιν, Μπόρις Νεμτσόφ. Σημειωτέον πως οι ρωσικές αρχές αρνούνται οποιαδήποτε σχέση με τη δολοφονία του Νεμτσόφ το 2015.
Δύο χρόνια αργότερα, η επενδυτική O1 Group «βρέθηκε σε ανοιχτή σύγκρουση με την κεντρική τράπεζα της Ρωσίας», όπως ανέφερε ο Μιντς. «Όταν τέτοιου είδους καταστάσεις ξεκινούν στη Ρωσία, είναι ξεκάθαρο πως ο επιχειρηματίας πρέπει να φύγει από τη χώρα».
Εξ’ου και και η καλύτερη επιλογή, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι η «αυτοεξορία ως μέσο διαμαρτυρίας έτσι ώστε να αποφευχθεί η κατά τα άλλα αναπόφευκτη φυλάκιση». Ο Μιντς αναφέρεται στην υπόθεση του Μιχαήλ Χοντορκόφσκι ο οποίος ήταν κάποτε ο πλουσιότερος Ρώσος, αλλά βρέθηκε φυλακισμένος για μία δεκαετία λόγω της πολιτικής του αντίθεσης με τον Πούτιν.
Σημειωτέον, πως, δύο εκ των κυριότερων ολιγαρχών της Ρωσίας, οι Μιχαήλ Φρίντμαν και Όλεγκ Ντεριπάσκα δεν κατέκριναν τον Πούτιν όταν μίλησαν ανοιχτά κατά της εισβολής στην Ουκρανία. Ο Φρίντμαν τόνισε πως οποιαδήποτε επίκριση κατά του Πούτιν θα διακινδυνεύσει τόσο την προσωπική του ασφάλεια όσο και την ασφάλεια των εργαζομένων του.
Ο Μιντς, όμως, έχει βρει σύμμαχο στο πρόσωπο του Ρώσου μεγιστάνα Όλεγκ Τίνκοφ, ιδρυτή της Tinkoff Bank και πρώην ιδιοκτήτης της ομάδας ποδηλασίας Tinkoff-Saxo.
Ο Μιντς πρωτογνώρισε τον Πούτιν τη δεκαετία του 1990 αλλά του μίλησε για πρώτη φορά στις 2 Ιανουαρίου του 2000, δύο ημέρες μετά την ανάληψη των προεδρικών του καθηκόντων. Ο Μιντς, ο οποίος εργαζόταν για την κυβέρνηση Γέλτσιν παρουσίασε στον Πούτιν τις ιδέες του για τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα: «Με άκουσε χωρίς σχόλια και χωρίς διαφωνίες. Την επόμενη μέρα με απέλυσε».
Ο Ρώσος επιχειρηματίας δεν έχει υποβληθεί σε κυρώσεις από τη βρετανική κυβέρνηση, παρ’ όλα αυτά βρέθηκε στην αμερικανική «Putin List» με 210 ονόματα, εκ των οποίων 114 ήταν επιχειρηματίες ή άτομα με προσωπική σχέση με το Κρεμλίνο.
Τα υπόλοιπα 96, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Μιντς αποτελούνταν απλά από ολιγάρχες με προσωπική περιουσία άνω του $1 δισ.
Ο ίδιος δεν αποδέχεται το χαρακτηρισμό του ολιγάρχη: «Δεν είναι όλοι οι επιχειρηματίες φίλοι του Πούτιν και δεν είναι όλοι οι πλούσιοι Ρώσοι “ολιγάρχες”. Η Ρωσία δεν είναι απλά ένα αχανές κοίτασμα πετρελαίου και αλουμινίου. Πρόκειται για μία χώρα 140 εκατομμυρίων ανθρώπων με ανάγκες παρόμοιες με τους πολίτες του υπόλοιπου κόσμου».