Η τρίτη μέρα ήταν εκείνη που την έκανε να σταματήσει να κρύβεται. Φόρεσε ξανθιά περούκα και σταμάτησε έξω από το μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοεπηκόου στη Mάνδρα. Θα περάσει το κατώφλι και θα αναζητήσει μία μοναχή. Ο λόγος θα είναι για να της εξομολογηθεί.
Η μοναχή θα την ακούσει και με τη σειρά της θα καλέσει την αστυνομία. Την Κάτια Γιαννακοπούλου, όμως, την γυναίκα που έχει μόλις εξομολογηθεί μία από τις πιο γνωστές δολοφονίες της δεκαετίας του ‘90, δεν την ενδιαφέρει. Έχει ήδη καταδικάσει τον εαυτό της.
«Ο μεγαλύτερος τιμωρός, ο πιο αυστηρός εισαγγελέας είναι ο εαυτός μου», θα πει μπροστά στον ανακριτή. «Αναρωτιέμαι μόνο ποια τιμωρία σκληρότερη μπορεί να μου επιβάλλει η δικαιοσύνη από αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου σκοτώνοντας με τα ίδια μου τα χέρια τον επίγειο θεό μου».
Ο «θεός» της -και πρώην εραστής της για σχεδόν οκτώ χρόνια- ήταν ο 59χρονος αρχιμανδρίτης, Άνθιμος Eλευθεριάδης. Η δολοφονία του με οκτώ σφαίρες έξω απ’ το αυτοκίνητό του στις 22 Ιουλίου του 1997 έχει πλέον διαλευκανθεί.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου ζούσε στην Καλλιθέα μαζί με τον σύζυγό και τον γιο της. Εργαζόταν ως πλασιέ ειδών δώρου και κάποια στιγμή, μέσα στο 1989, θα νιώσει την ανάγκη να ζητήσει ψυχολογική στήριξη.
Δεν θα την ψάξει στο γραφείο κάποιου ειδικού, αλλά μετά από συμβουλή μίας φίλης της, στην εκκλησία της Παναγίτσας του Παλαιού Φαλήρου.
Την εκκλησία λειτουργούσε ο αρχιμανδρίτης Άνθιμος και η 34χρονη τότε γυναίκα, θα μαγευτεί από τα λόγια του. Μία εξομολόγηση δεν θα της είναι αρκετή. Θα συνεχίσει να πηγαίνει όλο και πιο συχνά στις λειτουργίες, να τον συναντά και να του εξομολογείται.
«Με τράβαγε κοντά του σαν μαγνήτης. Συνέβαινε κάτι το ανεξήγητο», θα πει αργότερα. Ακόμη όμως δεν έχουν προχωρήσει σε κάτι περισσότερο. Αυτό θα συμβεί τη μέρα που ο αρχιμανδρίτης θα την καλέσει στο διαμέρισμά του.
«Μια μέρα με κάλεσε σπίτι του, όπου μιλήσαμε για πολλά, κυρίως γύρω από τη θρησκεία και την Εκκλησία. Αμέσως μετά άρχισε να μου μιλάει για τον έρωτα. Εκείνη την ώρα με φίλησε για πρώτη φορά και μάλιστα αυτό το φιλί στο στόμα κράτησε για πολλή ώρα», θα παραδεχτεί η ίδια πολλά χρόνια αργότερα.
Την επόμενη ημέρα η γυναίκα θα ξαναβρεί τον Άνθιμο και, σαν να μιλάει σε κάποιον άγνωστο, σε κάποιον αμέτοχο που δεν γνώριζε τι συνέβη μεταξύ τους λίγες ώρες πριν, θα του εξομολογηθεί ότι φίλησε κάποιον αν και παντρεμένη. Εκείνος θα της απαντήσει: «είμαστε άνθρωποι και ως άνθρωποι έχουμε ανθρώπινες αδυναμίες». Η σχέση τους έχει ξεκινήσει.
Η Κάτια Γιαννακοπούλου θα τον ερωτευτεί βαθιά. Κάτω απ’ τη μύτη του συζύγου της θα φτάσει μέχρι και να σηκώνει μεγάλα χρηματικά ποσά από τον λογαριασμό τους για χάρη του.
Για παράδειγμα, όταν ο αρχιμανδρίτης θα της πει μια μέρα ότι ονειρεύτηκε την Παναγία να του ζητάει να κάνει κάποιο εκκλησιαστικό έργο, πανάκριβο, μακριά από τις οικονομικές του δυνατότητες, εκείνη θα του δώσει τα χρήματα που χρειαζόταν.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, το συνολικό ποσό που του έδωσε όσα χρόνια ήταν μαζί, ξεπέρασε τα 27 εκατομμύρια δραχμές.
Και από τη δική του μεριά όμως ο Άνθιμος, και προκειμένου να της δείξει κι αυτός με τη σειρά του την αφοσίωσή του, θα της υπογράψει μια επιστολή, στην οποία έγραφε ότι μετά το θάνατό του επιθυμούσε το διαμέρισμα του στη Νέα Σμύρνη, να περάσει στην κατοχή της.
Το 1994 ο αρχιμανδρίτης θα απολυθεί για άγνωστο λόγο από την εκκλησία στο Παλαιό Φάληρο και προς το τέλος του έτους θα μετατεθεί στο Λονδίνο.
Η Γιαννακοπούλου θα συνεχίσει να τον επισκέπτεται, θα παίρνει το αεροπλάνο το πρωί και το ίδιο βράδυ θα επιστρέφει με άλλο, προκειμένου να μην υποψιαστούν τίποτα οι δικοί της. Όμως ο Άνθιμος δεν νιώθει πια το ίδιο για εκείνη και θα αρχίσει να απομακρύνεται σιγά σιγά.
Η Γιαννακοπούλου δεν μπορεί να το δεχτεί. Τη μία θα τον παρακαλά, την άλλη θα τον απειλεί. Θα αρχίσει μάλιστα να ηχογραφεί τις σπάνιες πια συνευρέσεις τους στο κρεβάτι για να έχει ένα χαρτί επιπλέον στο χέρι της να παίξει. Εκείνο του εκβιασμού.
Όμως εκείνος είναι ανένδοτος. Τον Σεπτέμβριο του 1996 ο Άνθιμος θα πετάξει από το Λονδίνο στην Αθήνα για να ψηφίσει. Δεν θα την πάρει ούτε ένα τηλέφωνο, και μόλις εκείνη το μάθει, θα καταρρεύσει ψυχολογικά.
Μετά από πολλές προσπάθειες -τηλέφωνα, εκβιασμούς και πιέσεις- οι δυο τους θα συναντηθούν στις 7 Μαρτίου του 1997 στο σπίτι του αρχιμανδρίτη, στη Νέα Σμύρνη. Θα μαλώσουν, θα πιαστούν στα χέρια και η Γιαννακοπούλου θα τον τραυματίσει ελαφρά με ένα μαχαίρι στον λαιμό.
Από εκείνη τη μέρα και μετά ο 59χρονος θα κόψει κάθε επικοινωνία μαζί της. Η ίδια θα πει ότι πολλές φορές του τηλεφωνούσε με εκείνον να προσποιείται ότι δεν καταλάβαινε καν ποια ήταν.
Έτσι, τον Ιούνιο του ‘97, τυφλωμένη από το μίσος, θα αποφασίσει να τον σκοτώσει. Κάποιος στην Ομόνοια θα της πουλήσει ένα πιστόλι για 480 χιλιάδες δραχμές και όταν τον Ιούλιο θα μάθει μετά από τηλεφώνημα στην εκκλησία στο Λονδίνο, ότι ο Άνθιμος βρίσκεται στην Ελλάδα, θα βάλει το σχέδιο της σε εφαρμογή.
Μετά από πολλά τηλεφωνήματα -ξανά-, και αφού εκβιάσει την υπόσχεσή του ότι κάποια στιγμή θα βρεθούν, θα εμφανιστεί στο σπίτι του. Απρόσκλητη. Θα του χτυπήσει το κουδούνι, εκείνος θα της μιλήσει άσχημα. «Δεν ντρέπεσαι; Πήγαινε στον άντρα σου και το παιδί σου», θα της πει, απειλώντας την ταυτόχρονα ότι θα καλέσει την αστυνομία.
Το επόμενο πρωί η Γιαννακοπούλου θα του στήσει καρτέρι έξω από το σπίτι του. Μόλις τον δει θα τον πλησιάσει και θα προσπαθήσει να του μιλήσει για τελευταία φορά. Εκείνος θα της γυρίσει την πλάτη. Τότε θα βγάλει το περίστροφο από την τσάντα της και θα το αδειάσει πάνω του. Οι δύο σφαίρες θα τον βρουν στο κεφάλι.
Αμέσως μετά τη δολοφονία, η 42χρονη θα μπει στο μπλε Suzuki του κουνιάδου της και θα απομακρυνθεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Οι εργαζόμενοι όμως ενός συνεργείου θα προλάβουν να συγκρατήσουν τον αριθμό του, πληροφορία πολύτιμη για την αστυνομία που θα κληθεί στο σημείο.
Θα το εγκαταλείψει κοντά στα νεκροταφεία Παλαιού Φαλήρου και Νέας Σμύρνης, θα πετάξει το όπλο και τις σφαίρες σε διαφορετικούς κάδους και με ένα ταξί θα φτάσει μέχρι την Ομόνοια. Εντελώς χαμένη, θα αγοράσει ένα ποδήλατο και μ’ αυτό θα περιφέρεται όλη την ημέρα στην πόλη.
Το βράδυ θα το περάσει σε μια οικοδομή στην Καλλιθέα. Την επόμενη μέρα πάλι θα πάρει τους δρόμους.
Αυτή τη φορά θα κατευθυνθεί προς το Αιγάλεω και το βράδυ της θα το περάσει ακόμα πιο μακριά, σε ένα πάρκο στην Ελευσίνα. Την τρίτη ημέρα θα φτάσει στη Μάνδρα όπου και θα έχει και τη συνάντηση με τη μοναχή, εκείνη που τελικά θα καλέσει την αστυνομία.
«Tον αγαπούσα ακόμα και την ώρα που τον σκότωνα. Ακόμη τον αγαπώ. Έκανα ό,τι έκανα για την τιμή τη δική μου και της οικογένειάς μου, που την είχα καταρρακώσει», θα πει μετά από δέκα ώρες κατάθεσης στην Aσφάλεια.
«Mακάρι να μην περάσει καμιά γυναίκα αυτό που πέρασα εγώ. Nα μη βρεθεί στο σημείο να αγαπήσει όπως εγώ, τόσο απόλυτα, τόσο ολοκληρωτικά, τόσο τρελά».
Και η πρώτη κουβέντα όμως στον ανακριτή ήταν στο ίδιο μήκος κύματος με εκείνη που τελείωσε την ομολογία της «Αν ήταν δυνατόν να τον αναστήσω με πέντε φιλιά ποτισμένα από το αίμα της μετανιωμένης μου καρδιάς θα το είχα ήδη κάνει».
Η δίκη της σε πρώτο βαθμό θα γίνει τον Νοέμβριο του 1998. Ο σύζυγος και ο 18χρονος γιος της θα βρίσκονται συνεχώς στο πλευρό της. Ο πρότερος έντιμος βίος και η «ανάρμοστη συμπεριφορά» του αρχιμανδρίτη θα της αναγνωριστούν ως ελαφρυντικά. Θα καταδικαστεί σε 20 χρόνια κάθειρξης.
«Θα αισθάνομαι πάντα τύψεις. Το μόνο που ελπίζω είναι να με καταλάβει ο Θεός. Όσο κι αν ζήσω, δεν είναι δυνατό να ξεχάσω ότι αφαίρεσα τη ζωή ενός παιδιού του Θεού. Ελπίζω να με συγχωρέσει.
Δεν μπορώ όμως και να ξεχάσω τι μου πρόσφεραν ο άνδρας και το παιδί μου. Ό,τι κι αν κάνω, θα είναι ελάχιστο μπροστά σε αυτό που μου έδωσαν εκείνοι».