Ο Κώστας Καρυωτάκης θεωρείται ως ο κυριότερος εκφραστής της σύγχρονης λυρικής ποίησης και τα έργα του έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες.
Ο Καρυωτάκης με την ποίηση του επηρέασε μετέπειτα «ιερά τέρατα» της λογοτεχνίας όπως ο Σεφέρης και ο Ρίτσος. Μάλιστα η αυτοκτονία του δημιούργησε φιλολογική μόδα που ονομάστηκε «Καρυωτακισμός» και η οποία πλημμύρισε την νεοελληνική ποίηση.
Ήταν άνθρωπος με χιούμορ και αυτοσαρκασμό και τη ζωή του επηρέασε βαθύτατα ο μεγάλος του έρωτας με την Μαρία Πολυδούρη, ο χωρισμός του, ο θάνατος της από φυματίωση αλλά και το χρόνιο αφροδίσιο νόσημα που είχε ο ίδιος. Λένε ότι πίστευε πως η σύφιλη του ήταν μια αιώνια προσβολή για την οικογένεια του. Ο Καρυωτάκης έπασχε και από κατάθλιψη, αποτέλεσμα της σύφιλης.
Ο 32χρονος Κώστας Καρυωτάκης πάντα ντυμένος άψογα με το Γαλλικό του κοστούμι και τη γραβάτα του, πήγε στις δυο και μισή το μεσημέρι της 21ης Ιουλίου του 1928, στο αγαπημένο του καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» που άνηκε στον Νιόνιο Καλλίνικο.
Το καφενείο βρισκόταν στη θέση «Βρυσούλα» στην πόλη της Πρέβεζας. Κάθισε στο τραπέζι και φώναξε τον καφετζή. Του παρήγγειλε μια βυσσινάδα. Ζήτησε επίσης να του φέρει ένα τσιγάρο για να καπνίσει, και μια κόλλα χαρτί.
Ο καφετζής τον είδε να ανάβει το τσιγάρο και να το απολαμβάνει. Ήπιε το αναψυκτικό του και στη συνέχεια έβγαλε ένα μολύβι από την τσέπη του, έσκυψε επάνω στο χαρτί και έγραψε το τελευταίο του γράμμα.
Ο ποιητής δίπλωσε τη γραμμένη κόλλα χαρτί, σηκώθηκε, την έβαλε στην τσέπη του και έβγαλε χρήματα να πληρώσει τη βυσσινάδα του. Από μακριά χαιρέτησε με το «ψαθάκι» του τον καφετζή και απομακρύνθηκε.
Ο καφετζής πήγε στο τραπέζι, μάζεψε το άδειο ποτήρι και μάζεψε τα χρήματα που είχε αφήσει ο ποιητής. Αντί για 5 δραχμές που στοίχιζε η βυσσινάδα, του είχε αφήσει, 75! Κοίταξε παραξενεμένος τη φιγούρα του, που απομακρυνόταν. Ήταν η τελευταία φορά που κάποιος τον είδε ζωντανό.
Ο Κώστας καρωτάκης περπάτησε 400 μέτρα από το καφενείο μέχρι την παραλία του Αγίου Σπυρίδωνα. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του, ένα μικρό Βελγικό πιστόλι «Pieper Bayard» των 9 χιλιοστών, το έστρεψε στην καρδιά του και πάτησε τη σκανδάλη. Ο θάνατος του ήταν ακαριαίος.
Σε λίγη ώρα οι χωροφύλακες που έφτασαν στο σημείο βρήκαν τον ποιητή νεκρό. Κάποιος τράβηξε φωτογραφία το πτώμα. Φορούσε το καλό Γαλλικό κοστούμι, είχε ξαπλώσει με το «ψαθάκι» σαν προσκεφάλι και στο δεξί του χέρι κρατούσε το πιστόλι.
Όταν έψαξαν στις τσέπες του βρήκαν και τα τελευταία λόγια που είχε γράψει ενώ καθόταν στο καφενείο. Ήταν μια αποχαιρετιστήρια επιστολή, γεμάτη αυτοσαρκασμό, πόνο και πικρία.
Η επιστολή διεσώθη ατόφια, και πολλοί μελετητές της, ακόμη έχουν απορίες και αντιθέσεις σχετικά με την ερμηνεία της. Από αυτή βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Καρυωτάκης είχε επιχειρήσει ξανά να αυτοκτονήσει πέφτοντας στη θάλασσα, μόλις την προηγούμενη μέρα. Η επιστολή γράφει:
«Εἶναι καιρς να φανερώσω τν τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ἐλάττωμα στάθηκε ἡ ἀχαλίνωτη περιέργειά μου, ἡ νοσηρὴ φαντασία καὶ ἡ προσπάθειά μου νὰ πληροφορηθῶ γιὰ ὅλες τὶς συγκινήσεις, χωρὶς τὶς περισσότερες, νὰ μπορῶ νὰ τὶς αἰσθανθῶ. Τὴ χυδαία ὅμως πράξη ποὺ μοῦ ἀποδίδεται τὴ μισῶ. Ἐζήτησα μόνο τὴν ἰδεατὴ ἀτμόσφαιρά της, τὴν ἔσχατη πικρία. Οὔτε εἶμαι ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος γιὰ τὸ ἐπάγγελμα ἐκεῖνο. Ὁλόκληρο τὸ παρελθόν μου πείθει γι’ αὐτό. Κάθε πραγματικότης μοῦ ἦταν ἀποκρουστική.
Εἶχα τὸν ἴλιγγο τοῦ κινδύνου. Καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ ἦρθε τὸν δέχομαι μὲ πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω γιὰ ὅσους, καθὼς ἐγώ, δὲν ἔβλεπαν κανένα ἰδανικὸ στὴ ζωή τους, ἔμειναν πάντα ἕρμαια τῶν δισταγμῶν τους, ἢ ἐθεώρησαν τὴν ὕπαρξή τους παιχνίδι χωρὶς οὐσία. Τοὺς βλέπω νὰ ἔρχονται ὁλοένα περισσότεροι μαζὶ μὲ τοὺς αἰῶνες. Σ’ αὐτοὺς ἀπευθύνομαι.
Ἀφοῦ ἐδοκίμασα ὅλες τὶς χαρές, εἶμαι ἕτοιμος γιὰ ἕναν ἀτιμωτικὸ θάνατο. Λυποῦμαι τοὺς δυστυχισμένους γονεῖς μου, λυποῦμαι τὰ ἀδέλφια μου. Ἀλλὰ φεύγω μὲ τὸ μέτωπο ψηλά. Ἤμουν ἄρρωστος.
Σᾶς παρακαλῶ νὰ τηλεγραφήσετε, γιὰ νὰ προδιαθέση τὴν οἰκογένειά μου, στὸ θεῖο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, ὁδός Μονῆς Προδρόμου, πάροδος Ἀριστοτέλους, Ἀθήνας»
Κ.Γ.Κ.
Υ.Γ. Καὶ γιὰ ν’ ἀλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω ὅσους ξέρουν κολύμπι νὰ μὴν ἐπιχειρήσουνε ποτὲ νὰ αὐτοκτονήσουν διὰ θαλάσσης. Ὅλη νύχτα ἀπόψε ἐπὶ δέκα ὧρες, ἐδερνόμουν μὲ τὰ κύματα. Ἤπια ἄφθονο νερό, ἀλλὰ κάθε τόσο, χωρὶς νὰ καταλάβω πῶς, τὸ στόμα μου ἀνέβαινε στὴν ἐπιφάνεια. Ὡρισμένως, κάποτε, ὅταν μοῦ δοθεῖ ἡ εὐκαιρία, θὰ γράψω τὶς ἐντυπώσεις ἑνὸς πνιγμένου».
Ο Κώστας Καρυτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη. Εξαιτίας όμως της δουλειάς του πατέρα του, που ήταν νομομηχανικός που έπαιρνε συνέχεια μεταθέσεις, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής.
Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Λευκάδα, το Αργοστόλι, τη Λάρισα, την Πάτρα, την Καλαμάτα, την Αθήνα και τα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913. Στα Χανιά σε ηλικία 17 ετών, γνώρισε τον πρώτο μεγάλο του έρωτα που κάποιοι μάλιστα λένε ότι δεν κατάφερε να ξεπεράσει ποτέ. Την Άννα Σκορδύλη.
Έναν χρόνο μετά, το 1914, ο Καρυωτάκης πέρασε στη Νομική Αθηνών. Το 1916, φοιτητής στο Β΄ έτος άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα του σε διάφορα περιοδικά της εποχής και να γράφει για την εφημερίδα «Ακρόπολις».
Το 1917 ο Καρυωτάκης πήρε το πτυχίο της Νομικής με βαθμό «λίαν καλώς». Το 1918 επισκέφθηκε τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη όπου έμεναν. Το 1919 επιστρατεύθηκε αλλά πήρε ολιγόμηνη αναβολή λόγω υγείας. Το ίδιο έτος έλαβε άδεια δικηγόρου.
Στις 9 Μαρτίου 1919 έστειλε εξώδικο στο περιοδικό «Νουμάς» γιατί δεν του δημοσίευσε κριτική για την ποιητική του συλλογή «Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων».
Το 1923 διορίστηκε στο Υπουργείο Υγιεινής Πρόνοιας και Κοινωνικής Αντιλήψεως, όπου επέδειξε σημαντικό έργο πρότασης νόμων που αφορούν τη δημόσια υγεία. Όμως τίποτε δεν υλοποιήθηκε γιατί ξέσπασε η δικτατορία του Πάγκαλου.
Το 1928 αποσπάσθηκε στην Πάτρα, αλλά αμέσως έφυγε για ταξίδι στο Παρίσι και μετά την επιστροφή του μετατέθηκε στη Νομαρχία Πρέβεζας. Έμελλε να είναι και η τελευταία του μετάθεση. Όλα αυτά τα χρόνια ο Καρυωτάκης δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να γράφει ποιήματα.
Το 1922, εργαζόταν στην Νομαρχία Αττικής. Εκεί γνώρισε τον καθοριστικό έρωτα της ζωής του. Την υπάλληλο της νομαρχίας και ποιήτρια, Μαρία Πολυδούρη. Η Πολυδούρη τον ερωτεύτηκε σφοδρά.
Τότε ο Καρυωτάκης έμαθε ότι νοσεί από σύφιλη. Η ασθένεια εκείνη την εποχή ήταν ανίατη και αποτελούσε και κοινωνικό στίγμα. Ο ποιητής δεν άντεχε να είναι στιγματισμένος. Ζήτησε από την Πολυδούρη να χωρίσουν.
Εκείνη δεν το αποδέχτηκε. Αν και γνώριζε ότι ο σύντροφος της έχει σύφιλη του πρότεινε να παντρευτούν. Ο Καρυωτάκης απέρριψε την πρόταση αυτή. Η Πολυδούρη απολύθηκε από τη Νομαρχία το 1924.
Τότε ήρθε σε ρήξη με τον Κώστα Καρυωτάκη και λίγο αργότερα αρραβωνιάστηκε με τον δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου. Ήταν νέος, όμορφος και πλούσιος. Όμως η καρδιά της ήταν πάντα δοσμένη στον καταθλιπτικό ποιητή της.
Το 1926 η Πολυδούρη διέλυσε τον αρραβώνα της και έφυγε για το Παρίσι για να σπουδάσει υψηλή ραπτική. Εκεί προσβλήθηκε από φυματίωση. Επέστρεψε και νοσηλεύθηκε στην Ελλάδα στο νοσοκομείο Σωτηρία. Το 1928 την επισκέφτηκε στο θάλαμο της, ο Καρυωτάκης. Λίγο μετά η Πολυδούρη από το νοσοκομείο θα μάθαινε για την αυτοκτονία του αγαπημένου της.
Ακόμη και σήμερα κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ποιοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον ποιητή να αυτοκτονήσει. Κάποιοι λένε ότι ήταν η δυσμενής μετάθεση του στην Πρέβεζα και το γεγονός ότι δεν άντεχε τη ζωή στην επαρχία.
Κάποιοι άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν η σύφιλη. Κάποιοι άλλοι , η κατάθλιψη η οποία ήταν αποτέλεσμα της σύφιλης. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Γιώργος Σαββίδης που ήρθε σε επαφή με φίλους και συγγενείς του ποιητή, αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα ο αδελφός του, Θάνος Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια.
Στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι «ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη».
Θέλοντας μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι «δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του».
Σύμφωνα με τον σύγχρονο ορισμό της κλινικής κατάθλιψης, ο ποιητής είναι βέβαιο ότι έπασχε από τη νόσο. Το έργο του, πολύ πριν μάθει ότι πάσχει από σύφιλη το καλοκαίρι του 1922, η ζωή και ο θάνατος του συνιστούν ακράδαντες αποδείξεις για αυτό. Ουσιαστικά η σύφιλη τον οδήγησε στην κατάθλιψη.
Στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης έφτασε με καράβι στις 18 Ιουνίου του 1928, μετά από δυσμενή μετάθεση. Εργάστηκε στη Νομαρχία Πρεβέζης στο Γραφείο Εποικισμού και Αποκαταστάσεως Προσφύγων.
Ο Καρυωτάκης νοίκιασε ένα σπίτι στην οδό Δαρδανελίων στην περιοχή «Σειτάν Παζάρ». Έμενε εκεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Η σπιτονοικοκυρά του, Πηνελόπη Λυγκούρη, νεαρή κοπέλα το 1928, δήλωσε χρόνια μετά σε ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού για τον ποιητή τα εξής:
«Στο σπίτι ο Καρυωτάκης δεν είχε καθόλου βιβλία, παρά μόνο χειρόγραφα δικά του, τα οποία μετά το θάνατό του δεν ήξερα ότι ήταν ποιήματα και τα πέταξα…»