Δίωξη για κακούργημα: Ο αυθεντικός Σαγκάλ πλαστογραφήθηκε με σκάνερ από τη Σοφία Γιαννικοπούλου
2 years, 6 months ago
6

Αντί για τον πρωτότυπο πίνακα, αξίας € 1,8 εκατ., παρέδωσε στον πρώην σύζυγό της, εφοπλιστή Γιάννη Κούστα, σκαναρισμένο και επιχρωματισμένο αντίγραφο σε… αυθεντική κορνίζα!

Στην τελική φάση περνά το δικαστικό θρίλερ με τον πλαστό πίνακα «Les Roses» του φημισμένου ζωγράφου Μαρκ Σαγκάλ, που ο εφοπλιστής Γιάννης Κούστας κατηγορεί την πρώην σύζυγό του Σοφία Γιαννικοπούλου ότι τον εξαπάτησε.

Ότι, δηλαδή, του παρέδωσε μετά το διαζύγιο, αντί για το αριστούργημα του 1.800.000 ευρώ, ένα φθηνό αντίγραφο που είχε τοποθετηθεί στην αυθεντική κορνίζα του παρισινού οίκου από όπου είχε αγοραστεί το 2007 από τον δόκτορα της ελληνικής ναυτιλίας.

Όπως αποκαλύπτει το «ΘΕΜΑ», εις βάρος της κυρίας Γιαννικοπούλου ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για σοβαρά αδικήματα, ενώ της επεβλήθησαν και περιοριστικοί όροι με την εμφάνισή της εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής όπου κατοικεί. Με απλά λόγια, το γεγονός ότι επεβλήθη περιοριστικός όρος δείχνει πως ο ανακριτής, όπως χαρακτηριστικά λένε οι νομικοί, διείδε ενδείξεις ενοχής.

Ειδικότερα, η Σοφία Γιαννικοπούλου κατηγορείται πλέον για: Υπεξαίρεση πίνακα αξίας άνω των €120.000. Μια πράξη που συνιστά κακούργημα με προβλεπόμενη ποινή 5-10 χρόνια κάθειρξη. Για πλαστογραφία, δηλαδή τοποθέτηση σκαναρισμένου και επιχρωματισμένου αντιγράφου του πρωτότυπου έργου στο αυθεντικό τελάρο του πίνακα, με σκοπό συγκάλυψης της υπεξαίρεσης. Και τέλος, υπεξαγωγή εγγράφων, ήτοι απόκρυψη των πιστοποιητικών γνησιότητας που συνοδεύουν τον πίνακα.

Οι κατηγορίες της πλαστογραφίας και της υπεξαγωγής εγγράφων συνιστούν πλημμελήματα, που τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης έως 5 χρόνια.
Το «ΘΕΜΑ» ξετυλίγει το κουβάρι της πολύκροτης υπόθεσης μέσα από τα δικόγραφα. Από τη μήνυση που κατέθεσε στις 15 Δεκεμβρίου του 2020 ο δρ Ιωάννης Κούστας αλλά και την απολογία της πρώην συζύγου του Σοφίας Γιαννικοπούλου στην 21η ανακρίτρια τον περασμένο Νοέμβριο.

Μηνυτήρια αναφορά

Ήταν 15 Δεκεμβρίου του 2020. Στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών φτάνει η μήνυση του Ιωάννη Κούστα κατά της πρώην συζύγου του και μέσα από τις 22 σελίδες ξετυλίγεται όλη η ιστορία. «Η Γιαννικοπούλου, τέως σύζυγός μου, ιδιοποιήθηκε έναν πίνακα του φημισμένου ζωγράφου Marc Chagall, αποκλειστικής κυριότητός μου, φιλοτεχνημένο το 1977, με αξία αγοράς 1.400.000 ευρώ και με τρέχουσα αξία τουλάχιστον 1.800.000 ευρώ. Ο πίνακας ήταν εκτεθειμένος στην κοινή μας οικογενειακή κατοικία στη Γλυφάδα, από την αγορά του το έτος 2007 και τουλάχιστον έως τον 06/2012, όταν εγώ μετοίκησα από την ανωτέρω κατοικία, λόγω κλονισμού του έγγαμου βίου μας.

Η εγκαλούμενη, στη θέση του γνήσιου πίνακα, τοποθέτησε ένα κακέκτυπο. Τέλεσε τη νόθευση του πίνακα, κάποια στιγμή μεταξύ 10.12.2012 και 10.7.2018, δηλαδή από τότε που απέκλεισε σε μένα την πρόσβαση στην κατοικία μας έως τότε που διατάχθηκε τελικά δικαστικώς να παραδώσει μεταξύ άλλων έργων τέχνης τον επίδικο πίνακα. Η τέως σύζυγός μου επίσης στις 10.7.2018 υπεξήγαγε τα συνοδευτικά έγγραφα του πίνακα που πιστοποιούν την αυθεντικότητά του, σε μια προσπάθεια να δυσχεράνει την απόδειξη του ιδιοκτησιακού μου καθεστώτος», αναφέρει στη μήνυσή του ο κ. Κούστας προσθέτοντας:
«Το κουβάρι του εγκληματικού σχεδίου της Γιαννικοπούλου άρχισε να ξηλώνεται όταν απέστειλα τον πίνακα προς πώληση στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s στο Παρίσι και μου γνωστοποιήθηκε στις 16 Σεπτεμβρίου του 2020 ότι επρόκειτο για ρέπλικα και όχι για το πολύτιμο γνήσιο έργο τέχνης».

f3_0386_SOFIA_GIANIKOPOYLOY_2622020
H Σοφία Γιαννικοπούλου αρνείται τις κατηγορίες και επικαλείται μεταξύ άλλων προβλήματα υγείας για να στηρίξει τους ισχυρισμούς της

Στη σελίδα 11 της μήνυσης, η πλευρά Κούστα περιγράφει πώς η ίδια εκτιμά ότι έγινε η αντιγραφή του πίνακα «Les Roses». Οπως αναφέρεται στο δικόγραφο, «το πρωτότυπο έργο, αρχικά ψηφιοποιήθηκε με τη χρήση ψηφιακής μηχανής, όπως προκύπτει από το γεγονός ότι στο υπό έλεγχο έργο διαπιστώθηκε σε δύο σημεία (σε δύο γωνίες του πλαισίου) φωτοσκίαση, η οποία αποτυπώθηκε με μικροφωτογράφηση και έχει αποδοθεί με την εκτύπωση της τετραχρωμίας σαν σκούρα περιοχή που δεν διορθώθηκε κατά την αναπαραγωγή του αντιγράφου. Στη συνέχεια, η εκτύπωση έλαβε χώρα με εκτυπωτή σε καμβά, ο οποίος νωρίτερα είχε επιστρωθεί με ειδικό υλικό προεργασίας που είναι ασυνήθιστο για ζωγράφους. […]

Παράλληλα το αυθεντικό έργο αποσπάστηκε από το τελάρο του. Το αυθεντικό τελάρο όμως επαναχρησιμοποιήθηκε για να τοποθετηθεί το πλαστό έργο. Είναι εξαιρετικής σημασίας εν προκειμένω ότι η ετικέτα-αυτοκόλλητο της Galerie Maeght που φέρει το τελάρο και περιγράφει τον αυθεντικό πίνακα, να είναι η αυθεντική».

O κ. Κούστας περιγράφει το προφίλ το δικό του και της πρώην συζύγου του. «Είμαι επιχειρηματίας που δραστηριοποιούμαι στον χώρο της ναυτιλίας. Επίσης, είμαι απόφοιτος του Ε.Μ.Π. και κάτοχος διδακτορικού τίτλου από το βρετανικό πανεπιστήμιο Imperial. Η Γιαννικοπούλου ουδέποτε είχε καλή οικονομική κατάσταση με δικές της δυνάμεις. Εγώ κάλυπτα όλα τα έξοδα της ακίνητης περιουσίας και όλα τα έξοδα διατροφής και διαβίωσης ημών και των θυγατέρων μας.

85814
O εφοπλιστής Γιάννης Κούστας, ο οποίος κατηγορεί την πρώην σύζυγό του ότι τον εξαπάτησε δίνοντάς του αντί για τον σπάνιο πίνακα «Les Roses» του Marc Chagall, μια φτηνή ρέπλικα

Δεν εργαζόταν, δεν είχε κινητή και ακίνητη περιουσία, ενώ απέκτησε ακίνητα με δικές μου αποκλειστικά παροχές. Δεν είχε δε, κανένα απολύτως εισόδημα. Η τέως σύζυγός μου δεν συνεισέφερε το παραμικρό και στη λειτουργία του οίκου μας: δεν παρείχε καν προσωπικές υπηρεσίες σε μένα και στα παιδιά μας, αφού της διέθετα μόνιμο προσωπικό (καμαριέρα, μαγείρισσα, παραμάνα κ.λπ.)».

Απολογητικό υπόμνημα

Μέσα από τις 26 σελίδες του απολογητικού της υπομνήματος η πρώην κυρία Κούστα παρουσιάζει τη δική της εκδοχή. «Η υπόθεση αποτελεί μια καλοστημένη μεν πλην όμως ξεκάθαρα ορατή σκευωρία, που σχεδιάστηκε με επιμέλεια από τον μηνυτή και τελέστηκε με άμεση συνδρομή υπαλλήλου της εταιρείας μεταφορών. Ο εν λόγω πίνακας βρισκόταν στο σπίτι μου από τον Σεπτέμβριο του 2007 μέχρι τις 10.7.2018, οπότε και αφαιρέθηκε από την κατοχή μου και παραδόθηκε στην εταιρεία μεταφορών. Από το 2007 μέχρι το 2012 ο Κούστας διέμενε στο κοινό μας σπίτι.

Μετά την αποχώρησή του μέχρι και τις 29.3.2018 μετά βεβαιότητας δεν μπορούσα να είχα πλαστογραφήσει τον πίνακα, γιατί αν το είχα κάνει και είχα την ικανότητα και τις διασυνδέσεις να εξεύρω αγοραστή, τότε θα είχα και την ικανότητα να αντιληφθώ την ευκαιρία που μου έδινε η ληστεία στο σπίτι μας για να πω ότι εκλάπη και ο πίνακας αυτός μέσα σε όλα τα άλλα και να ξεφορτωθώ το πρόβλημα μια για πάντα.

Από τον Απρίλιο του 2018 έως και τον Ιούλιο ήμουν σε καθημερινή βάση στην Αστυνομία, όπως προκύπτει από τις καταθέσεις μου, οπότε μάλλον αδύνατο θα ήταν να ασχοληθώ με θέματα πλαστογραφίας και πώλησης κλοπιμαίων έργων τέχνης, ενώ όλο τον Ιούλιο ήμουν στο νοσοκομείο και κατάκοιτη στο σπίτι, ένεκα ορθοπεδικού χειρουργείου στο οποίο είχα υποβληθεί. Αρα πότε είναι δυνατόν να έκανα την πλαστογραφία και την υπεξαίρεση αυτή;

NOMIKI_APOPSI

Αντίθετα, ο μηνυτής είχε τον πίνακα αυτόν, κυριολεκτικά στα χέρια του επί επτά ολόκληρους μήνες, από τον Φεβρουάριο του 2020 έως τον Σεπτέμβριο του 2020, είχε τεράστιες τεχνικές γνώσεις, ασύλληπτη οικονομική δύναμη και απύθμενο μίσος προς το πρόσωπό μου και δυστυχώς στα παιδιά μας, με τα οποία είχε να μιλήσει πάνω από 4 χρόνια, αρνούμενος να απαντήσει στην οποιαδήποτε προσπάθεια επικοινωνίας από πλευράς τους.

Ειλικρινά, θα ήθελα να μην πιστέψω ότι ο άνθρωπος με τον οποίο μοιράστηκα τα καλύτερα 22 χρόνια της ζωής μου και ο οποίος μου χάρισε δύο σπουδαία παιδιά που σπουδάζουν σήμερα στη Βοστώνη και το Λονδίνο, θα έφθανε στο σημείο να μου προσάψει μια τέτοια κατηγορία.

Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να δεχθώ ότι ένας άνθρωπος με τις νοητικές ικανότητες και εμπειρίες του Ιωάννη Κούστα δεν θα μπορούσε να αντιληφθεί με γυμνό μάτι ότι ο κάτασπρος – ολοκαίνουργιος καμβάς (πίσω όψη πίνακα) που είναι στερεωμένος στο τελάρο με καινούργια συρραπτικά, δεν είναι δυνατόν να αντιστοιχεί σε πίνακα του 1970 ή έστω του 1977. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Κούστας θα μπορούσε να ξεγελαστεί με κάτι τέτοιο από τον οποιονδήποτε. Έτσι, άγομαι στο λογικό συμπέρασμα ότι ο ίδιος ο μηνυτής εξύφανε αυτό το σχέδιο προκειμένου να με φέρει σε δύσκολη θέση και να με εξαναγκάσει σε οδυνηρό συμβιβασμό», αναφέρει.

Στο σύντομο ιστορικό που παραθέτει, ξεδιπλώνει το χρονικό: «Τον Σεπτέμβριο του 2007, ο τότε σύζυγός μου με ενημέρωσε ότι αποφάσισε να αγοράσει έναν πίνακα του διάσημου ζωγράφου Marc Chagall. Τούτο δεν ήταν ασυνήθιστο για τον μηνυτή, καθότι είχε την οικονομική δυνατότητα και την αγάπη για την τέχνη, σε βαθμό που σήμερα να είναι ένας από τους πλέον σημαντικούς Ελληνες συλλέκτες.

Πράγματι, η αγορά αυτή έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου του 2007 από έναν έμπορο τέχνης στο Παρίσι, ο οποίος εξέδωσε και το σχετικό τιμολόγιο πώλησης, όπως προκύπτει και από τη δικογραφία. Στο πλαίσιο της αρμονικής μας συμβίωσης, ο μηνυτής μου ανέφερε πως τον εν λόγω πίνακα τον αγόρασε ως δώρο για την κόρη μας, στην οποία είχε ιδιαίτερη αδυναμία».