Η ανθεκτικότητα των μικροβίων σε κοινά αντιβιοτικά όπως οι τετρακυκλίνη και η αμινογλυκοσίδη αποτελεί μια σημαντική πηγή κινδύνου για τον παγκόσμιο πληθυσμό. Εκτιμάται πως το πρόβλημα της ανθεκτικότητας των μικροβίων – βακτήρια, ιοί, μύκητες – στα αντιβιοτικά αναμένεται να αποτελέσει μείζον ζήτημα δημόσιας υγείας τις επόμενες δεκαετίες, πιθανότατα και το κύριο πρόβλημα δημόσιας υγείας ως το 2050.
Η ανθεκτικότητα των μικροβίων συνδέεται σε μεγάλο βαθμό με το μικροβίωμα του εντέρου των ανθρώπων, όπου τα μικρόβια είναι γνωστό ότι ακολουθούν συγκεκριμένες γενετικώς κωδικοποιημένες στρατηγικές ώστε να επιβιώσουν από την επαφή με τα αντιβιοτικά.
Τώρα μια νέα μελέτη που διεξήχθη από ερευνητές της Υπηρεσίας Γεωργικής Ερευνας (Αgricultural Research Service, ARS) του υπουργείου Γεωργίας των ΗΠΑ και η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση mBio δείχνει ότι η διατροφή μπορεί να αποτελέσει σημαντική «ασπίδα» ενάντια στη μικροβιακή αντοχή. Με βάση τα ευρήματά της, οι υγιείς ενήλικοι που ακολουθούν μια διατροφή με ποικιλία στο πλαίσιο της οποίας καταναλώνουν τουλάχιστον 8-10 γραμμάρια υδατοδιαλυτών φυτικών ινών ημερησίως, έχουν λιγότερα ανθεκτικά στα αντιβιοτικά μικρόβια στη χλωρίδα του εντέρου τους.
Διαβάστε επίσης: Μύκητας Candida Auris – Τι είναι, που τον συναντάμε και πόσο πρέπει να ανησυχούμε
«Τα αποτελέσματά μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών έχει τη δυναμική να προσφέρει ένα νέο ‘όπλο’ στη μάχη με τα ανθεκτικά μικρόβια. Και δεν μιλάμε για κάποια εξεζητημένη, ‘εξωτική’ διατροφή, αλλά μια διατροφή με ποικιλία, με επάρκεια σε φυτικές ίνες» εξήγησε η Ντανιέλ Λεμέι από το Ερευνητικό Κέντρο για την Ανθρώπινη Διατροφή ARS Western στο Ντέιβις της Καλιφόρνιας, επικεφαλής της μελέτης.
Στο πλαίσιο της νέας μελέτης στην οποία συμμετείχαν συνολικά 290 υγιείς εθελοντές οι ερευνητές αναζήτησαν συγκεκριμένες συνδέσεις μεταξύ των επιπέδων γονιδίων που σχετίζονται με την αντίσταση των μικροβίων του ανθρώπινου εντέρου στα αντιβιοτικά και της κατανάλωσης φυτικών ινών αλλά και ζωικής πρωτεΐνης.
Οπως είδαν, η τακτική κατανάλωση υψηλών επιπέδων φυτικών ινών και χαμηλότερων επιπέδων πρωτεΐνης, κυρίως από μοσχάρι και χοιρινό, συνδεόταν σημαντικά με χαμηλότερα επίπεδα γονιδίων μικροβιακής αντοχής (ΑRG) στα μικρόβια της εντερικής χλωρίδας. Μάλιστα τα άτομα με τα χαμηλότερα επίπεδα ΑRG στο μικροβίωμα του εντέρου διέθεταν και τη μεγαλύτερη αφθονία αναερόβιων μικροβίων, τα οποία είναι βακτήρια που δεν «αγαπούν» το οξυγόνο και αποτελούν «σήμα κατατεθέν» ενός υγιούς εντέρου με χαμηλά επίπεδα φλεγμονής. Τα αναερόβια βακτήρια που βρέθηκαν σε μεγαλύτερη αφθονία ανήκαν στην οικογένεια Clostridiaceae.
Πάντως, η ποσότητα ζωικής πρωτεΐνης στη διατροφή δεν φάνηκε να αποτελεί κύριο παράγοντα πρόβλεψης υψηλών επιπέδων γονιδίων ARG. Η ισχυρότερη σύνδεση φάνηκε να είναι αυτή μεταξύ υψηλώνποσοτήτων υδατοδιαλυτών ινών στη διατροφή με χαμηλά επίπεδα γονιδίων ARG. «Μας εξέπληξε ότι ο σημαντικότερος παράγοντας πρόβλεψης χαμηλών επιπέδων ARG, σημαντικότερος ακόμη και από την ποσότητα των φυτικών ινών, ήταν η ποικιλία στη διατροφή» σημείωσε η Λεμέι.
Οι υδατοδιαλυτές φυτικές ίνες, όπως μαρτυρεί το όνομά τους, διαλύονται στο νερό και αποτελούν τον κύριο τύπο ινών που περιέχονται σε δημητριακά όπως το κριθάρι και η βρώμη, σε όσπρια όπως τα φασόλια, οι φακές και o αρακάς, στους ξηρούς καρπούς και τους σπόρους τσία και σε ορισμένα φρούτα και λαχανικά όπως τα καρότα, τα μούρα, οι αγκινάρες, τα μπρόκολα και τα κολοκύθια.
«Η διατροφή που ακολουθούμε παρέχει τροφή στα μικρόβια του εντέρου. Αυτό δείχνει ότι το πώς τρώμε μπορεί να προσφέρει μια σημαντική λύση για τη μείωση της μικροβιακής ανθεκτικότητας τροποποιώντας το μικροβίωμα του εντέρου» υπογράμμισε η Λεμέι και κατέληξε λέγοντας ότι μελλοντικά «οι διατροφικές παρεμβάσεις μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμες στο να μειώσουν το κόστος της ανθεκτικότητας των μικροβίων και να οδηγήσουν σε νέες διατροφικές οδηγίες που θα λαμβάνουν υπόψη το πώς η διατροφή μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο λοιμώξεων που οφείλονται στην ανθεκτικότητα των μικροβίων στα αντιβιοτικά».