Σοκ, οργή και θλίψη. Αυτά είναι τα ανάμεικτα συναισθήματα που προκαλεί η υπόθεση με τον θάνατο των τριών παιδιών στην Πάτρα και ειδικά μετά τις καταιγιστικές εξελίξεις με τη σύλληψη της Ρούλας Πισπιρίγκου η οποία κατηγορείται για τη δολοφονία της Τζωρτζίνας.
Ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που ένα έγκλημα συγκλονίζει την οικογένεια Πισπιρίγκου. Πριν από 57χρόνια ο παππούς της 33χρονης μάνας σκότωσε και συγκεκριμένα έπνιξε με τα ίδια τα χέρια του την γιαγιά της, Σωτηρία από την οποία πήρε και το όνομά της η Ρούλα (Σωτηρούλα).
Η γιαγιά της σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής που παρουσιάζει η mixanitouxronou είχε ζητήσει διαζύγιο και η απόφασή της να φύγει έκανε έξαλλο τον σύζυγό της ο όποιος έγινε εμμονικός και την ακολουθούσε παντού, επειδή πίστευε ότι βλέπει άλλους άνδρες.
Το διαζύγιο βγήκε, αλλά την επιμέλεια του παιδιού την πήρε ο άντρας. Μόλις δύο ημέρες μετά την τελευταία δικαστική αντιδικία τους, με εκατέρωθεν μηνύσεις για μοιχεία και συκοφαντική δυσφήμηση, ο Παναγιώτης ζήτησε, την Τετάρτη 21 Ιουλίου 1965, από τη Σωτηρία να πάνε κάπου για να μιλήσουν, σε μια νέα προσπάθεια επανασύνδεσης.
Το ζευγάρι βρέθηκε σε μια απομονωμένη τοποθεσία στις εγκαταστάσεις Ρέστη στο Ρίο, δίπλα στη θάλασσα και, κατά τη διάρκεια της συζήτησής τους, εκείνος της ζήτησε να εγκαταλείψει τον εραστή της και να επιστρέψει στο σπίτι τους.
«Την παρακαλούσα θερμά κι εκείνη αρνείτο. Σε μια στιγμή και ενώ καθόμαστε κολλητά κι ακουμπούσε η αριστερή πλάτη στον ώμο της, μου ήρθε σαν τρέλα. Την έριξα κάτω και την έπιασα σφικτά από το λαιμό. Την έσφιγγα, την έσφιγγα όλο και πιο δυνατά. Σπαρταρούσε το σώμα της, προσπαθούσε να μου ξεφύγει. Μα εγώ ήμουν πιο δυνατός. Την είχα πια νικήσει. Σε λίγο το σώμα της παρέλυσε, η ανάσα της σταμάτησε, τα μάτια της γυάλισαν. Ήταν νεκρή. Τότε κατάλαβα τι είχα κάνει. Μετάνιωσα, την έσυρα μέχρι τις καλαμιές όπως κι όπως και την εγκατέλειψα μέσα στη νύχτα. Μετά έτρεχα σαν τρελός».
Ο Πισπιρίγκος έσφιξε με το δεξί του χέρι την καρωτίδα της Σωτηρίας, με το αριστερό τής έφραξε τη μύτη και το στόμα, ενώ παράλληλα έκατσε πάνω στο στήθος της. Στην προσπάθειά της να αποφύγει τον θανάσιμο εναγκαλισμό, το μόνο που κατάφερε η άτυχη κοπέλα ήταν να προκαλέσει κάποιες αμυχές στο λαιμό τού δράστη και να σχίσει το πουκάμισό του.
Ο παππούς της Ρούλας Πισπιρίγκου περιγραφόταν ως «απαθής μέχρι αναισθησίας» από τους συγκρατούμενούς του.
Όταν οδηγήθηκε στον εισαγγελέα της υπόθεσης, τον γνωστό από σημαντικές υποθέσεις που χειρίστηκε, Δημήτρη Τσεβά, παρότι σώθηκε από λιντσάρισμα κοινού και συγγενών του θύματος μόνο με τη βοήθεια της αστυνομίας, ο ίδιος φαινόταν απαθέστατος.
Ο Παναγιώτης Πισπιρίγκος καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά αποφυλακίστηκε 15 χρόνια αργότερα, το 1980, λόγω καλής διαγωγής.