Ετοιμες να πατήσουν το κουμπί για την κατάργηση των τόκων σε όλα τα καταθετικά προϊόντα ανοιχτής ζήτησης, Ταμιευτήριο και τρεχούμενους λογαριασμούς, είναι οι διοικήσεις των τεσσάρων μεγάλων ελληνικών τραπεζών. Μπορεί η αύξηση των αρνητικών σήμερα ευρωπαϊκών επιτοκίων, ακόμα και εντός του 2022, να αποτελεί πιθανό σενάριο λόγω των πληθωριστικών πιέσεων, μέχρι ωστόσο να δούμε ξανά θετικές αποδόσεις στα παραδοσιακά τραπεζικά προγράμματα στην Ελλάδα θα περάσει κατά τα φαινόμενα αρκετός καιρός.
Αναμφίβολα, η ελαχιστοποίηση των εξόδων για τόκους από τους συστημικούς ομίλους αποτελεί βασική πτυχή των σχεδίων ενίσχυσης της οργανικής τους κερδοφορίας. Την τελευταία τριετία οι αναπροσαρμογές της επιτοκιακής πολιτικής στις καταθέσεις είναι συνεχείς και έχουν οδηγήσει τις ετησιοποιημένες αποδόσεις ήδη σε ζώνες ελάχιστα άνω του 0%.
Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο στους λογαριασμούς Ταμιευτηρίου είχε υποχωρήσει τον Νοέμβριο του 2021 στο 0,02% από 0,06% το 2018, ενώ στις καταθέσεις μιας ημέρας για επιχειρήσεις διαμορφωνόταν για πρώτη φορά στη σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας στο 0%.
Από εδώ και στο εξής, στόχος είναι να μην καταβάλλεται ούτε ένα ευρώ στους καταθέτες για «παρκαρισμένα» σε κλασικούς τραπεζικούς λογαριασμούς χρήματα. Οι κινήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων έχουν αρχίσει από πέρυσι. Η Eurobank το περασμένο φθινόπωρο κατάργησε τις κλίμακες στο Ταμιευτήριο και πλέον δεν δίνει τόκους στους πελάτες της, ανεξάρτητα από το υπόλοιπό τους.
Η Εθνική Τράπεζα, από την άλλη, εκμηδένισε τα επιτόκια για ποσά έως 60.000 ευρώ στα αντίστοιχα προϊόντα της, το ίδιο και η Alpha Bank με όριο τις 30.000 ευρώ, ενώ στην Τράπεζα Πειραιώς η απόδοση διαμορφώνεται σε 0,01% για ποσά έως 200.000 ευρώ.
Εφέτος όμως ακόμα και αυτά τα ελάχιστα επιτόκια βαίνουν προς κατάργηση. Οπως ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα η Alpha Bank, από τον ερχόμενο Μάρτιο δεν θα καταβάλλει τόκους σε κανέναν καταθετικό λογαριασμό πρώτης ζήτησης. Το ίδιο εκτιμάται ότι θα πράξουν και οι υπόλοιποι τρεις μεγάλοι του κλάδου. Εξαίρεση ενδεχομένως να αποτελέσουν οι λογαριασμοί μισθοδοσίας και σύνταξης, στους οποίους οι αποδόσεις σήμερα φτάνουν έως και το 0,20%. Σε κάθε περίπτωση όμως, αν δεν μηδενιστούν, τα επιτόκιά τους θα μειωθούν σημαντικά.
Το μοντέλο αυτό εφαρμόζεται σε πολλές ευρωπαϊκές αγορές, συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου. Εκεί μάλιστα όχι μόνο δεν καταβάλλονται τόκοι στους ιδιώτες πελάτες των τραπεζών, αλλά επιβάλλονται και σταθερές προμήθειες τήρησης λογαριασμών.
Στην Ελλάδα με τα σημερινά δεδομένα δεν θεωρείται πολύ πιθανό να φτάσουμε στο σημείο επιβολής τέτοιου είδους φυλάκτρων. Οι τράπεζες για να αυξήσουν τα έσοδά τους θα περιοριστούν στην έμμεση επιβολή χρεώσεων.
Ο λόγος γίνεται για προμήθειες που αφορούν την έκδοση ή ανανέωση της χρεωστικής κάρτας που συνοδεύει λογαριασμούς πρώτης ζήτησης, επιπλέον παροχές, π.χ. μπλοκ επιταγών, ή πακέτα διενέργειας ηλεκτρονικών συναλλαγών / πληρωμών με μηνιαία συνδρομή. Με τον τρόπο αυτόν, τα πιστωτικά ιδρύματα μπορούν να εξασφαλίσουν έσοδα χωρίς την επιβολή αρνητικών επιτοκίων.
Σκέψεις για κάτι τέτοιο υπάρχουν μόνο για τα καταθετικά προϊόντα νομικών προσώπων. Εχουν ήδη τρέξει ασκήσεις με επιτόκια έως και -0,50% για ορισμένα ποσά και πάνω, ωστόσο ακόμη δεν έχει ληφθεί καμία οριστική απόφαση.
Παράλληλα, προς κατάργηση βαίνουν και οι προθεσμιακές καταθέσεις, οι οποίες στους συστημικούς ομίλους προσφέρουν αποδόσεις που σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνούν το 0,03%, και αυτό για ποσά που υπερβαίνουν τις 100.000 ή ακόμα και τις 200.000 ευρώ.Ηδη κάποια προϊόντα σταμάτησαν να διατίθενται από τα τέλη της περυσινής χρονιάς, τάση που θα ενισχυθεί το 2022.
Σε αυτό το περιβάλλον, οι αποταμιευτές που είχαν συνηθίσει επί μία 15ετία να λαμβάνουν ένα σταθερό εισόδημα μέσω των προϊόντων κλειστής διάρκειας καλούνται να αναλάβουν ρίσκο για να πετύχουν μια ικανοποιητική απόδοση. Η απόσυρση χρημάτων από τις τράπεζες με αυτόν τον σκοπό έχει ήδη ξεκινήσει. Από τα μέσα του 2019 μέχρι και σήμερα τα υπόλοιπα στις προθεσμιακές καταθέσεις έχουν υποχωρήσει κατά 17 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 40% περίπου των υπολοίπων τους.
Ενα σημαντικό ποσοστό τους κατευθύνθηκε σε επενδύσεις, μεταξύ άλλων σε αμοιβαία κεφάλαια, σε τραπεζοασφαλιστικά μακροχρόνια αποταμιευτικά προϊόντα, σε άλλες μορφές χρηματοοικονομικών μέσων (μετοχές, ομόλογα κ.τ.λ.), καθώς και στο real estate που έχει αναπτύξει ιδιαίτερη δυναμική.
Εκτός από την ελαχιστοποίηση των εξόδων για τόκους, οι τράπεζες στοχεύουν και στη μετατροπή των καταθέσεων πελατών τους σε επενδυτικά προϊόντα που διαθέτουν μέσω του δικτύου τους, και για τα οποία εισπράττουν προμήθειες. Στο πλαίσιο αυτό, οι καταθέτες μέσω του τραπεζικού τους συμβούλου μπορούν να διασφαλίσουν τη βέλτιστη αξιοποίηση των διαθεσίμων τους, με τον σχεδιασμό ενός χαρτοφυλακίου κομμένου και ραμμένου στα μέτρα τους, στη βάση της προσδοκίας τους για κέρδη και του ρίσκου που θέλουν να αναλάβουν.
Το τελευταίο διάστημα οι τράπεζες έχουν δημιουργήσει νέα επενδυτικά προγράμματα, που απευθύνονται σε όσους αναζητούν έτοιμες και αξιόπιστες επενδυτικές λύσεις, σχεδιασμένες από τους ειδικούς των αγορών. Πρόκειται κατά βάση για τυποποιημένα προϊόντα, που λειτουργούν με τακτικές καταβολές, χαμηλότερες ακόμα και από τα 50 ευρώ τον μήνα σε αρκετές περιπτώσεις. Τα χρήματα επενδύονται κυρίως σε αμοιβαία κεφάλαια, εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτόν για τον αποταμιευτή τη ζητούμενη επαγγελματική διαχείριση.
Από την άλλη, ειδικά για τους πελάτες με διαθέσιμα τουλάχιστον 50.000-60.000 ευρώ, που ανήκουν δηλαδή στην κατηγορία του personal banking, προσφέρεται προσωποποιημένη συμβουλευτική. Μέσω της συνεργασίας πελάτη – τραπεζικού συμβούλου, δημιουργούνται επενδυτικά χαρτοφυλάκια προσαρμοσμένα στο προφίλ του αποταμιευτή, τα οποία καλύπτουν τους στόχους του, δεδομένου του ρίσκου που είναι διατεθειμένος να αναλάβει.
Στην προκειμένη περίπτωση, η υποστήριξη του πελάτη είναι συνεχής και το χαρτοφυλάκιο μπορεί να αναπροσαρμόζεται σε τακτική βάση, ανάλογα με τις ανάγκες του, αλλά και τις συνθήκες στις αγορές. Σε αυτή την κατηγορία πελατολογίου παρέχεται και η υπηρεσία video-banking για εξ αποστάσεως επικοινωνία με τους συμβούλους, ενώ στα καταστήματα οι χώροι των συναντήσεων είναι αναβαθμισμένοι και συνήθως ξεχωριστοί από την υπόλοιπη μονάδα.
Πρόκειται για μια υπηρεσία με αναβαθμισμένο ρόλο το 2022, καθώς ένα μεγάλο μέρος της δεξαμενής των 135 δισ. ευρώ που παραμένουν σε τραπεζικά προϊόντα μπορεί να αξιοποιηθεί για την επίτευξη ικανοποιητικών αποδόσεων, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασφάλεια για τον επενδυτή.