Σαν σήμερα στις 7 Ιανουαρίου 1972 «έφυγε» από τη ζωή η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, η πρώτη Ελληνίδα στιχουργός και η σημαντικότερη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Η ζωή της ήταν περιπετειώδης με αποτέλεσμα το 2019 να μεταφερθεί στην μεγάλη οθόνη, με το όνομά της ως τίτλο και με πρωταγωνίστριες στον ρόλο της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, τις Κάτια Γκουλιώνη (νεαρή ηλικία) και Καρυοφυλλιά Καραμπέτη (μεγαλύτερη ηλικία).
Γεννήθηκε στο Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, αναγκάστηκε όμως να καταφύγει στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Έχασε σε μικρή ηλικία τον πατέρα της. Το 1911 την πάντρεψαν μετά από προξενιό με τον Κωστή Νικολαΐδη, 20 χρόνια μεγαλύτερό της. Απέκτησαν 2 παιδιά την Καίτη και την Μαίρη. Ο τουρκικός στρατός εισέβαλε στο Αϊδίνι και μαζί με τους Τσέτες έκαναν την οικογένειά της να εγκαταλείψει τη Σμύρνη. Τα επόμενα χρόνια η Ευτυχία μαζί με τη μητέρα της και τις δυο κόρες της έζησαν πρόσφυγες λίγο στην ασιατική Σπάρτη αλλά και στην Αττάλεια.
Στην Ελλάδα αρχικά σταδιοδρόμησε ως ηθοποιός, δασκάλα και ποιήτρια, ενώ αργότερα αναδείχθηκε σε μια σημαντική λαϊκή στιχουργό. Η μεγάλη αξία της στιχουργικής της αναγνωρίστηκε πολύ αργότερα, ιδίως μετά το θάνατό της. Ξεκίνησε να γράφει στίχους το 1948 και να τους πουλάει για ποσά από 200 έως 300 δραχμές. Έχοντας όμως μεγάλο εθισμό στη χαρτοπαιξία έχασε πάρα πολλά λεφτά με αυτόν τον τρόπο. Όταν έγραφε τους στίχους, έπειτα αποποιούνταν τα πνευματικά της δικαιώματα.
Δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ για την υστεροφημία της και ούτε επεδίωξε να κατοχυρώσει στο όνομά της τους στίχους που έγραφε. «Εγώ γράφω τραγούδια και τα πουλώ. Από κει και πέρα δεν ανακατεύομαι αν θα πιάσουν ή όχι, αν θα βγουν ή δε θα βγουν σε δίσκους. Μόλις τα παραδώσω υπογράφω και μια δήλωση παραιτήσεως από διάφορα δικαιώματα, ας πούμε απαρνούμαι τα πνευματικά μου τέκνα», είχε δηλώσει σε μια συνέντευξή της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το 1961.
Το αγαπημένο της παιχνίδι στα χαρτιά ήταν η πόκα, την οποία εκείνη την εποχή συνήθιζαν να παίζουν μόνο οι άντρες. Οι γυναίκες συνήθως έπαιζαν κουμ καν, με την Ευτυχία να λέει πως «είναι ένα παιχνίδι που το παίζουν οι ανιαρές κωλόγριες». Όταν ξέμενε από χρήματα, εφεύρισκε τους πιο ευρηματικούς τρόπους για να τα εξασφαλίζει προκειμένου να πάει να παίξει.
Ένας από αυτούς που πλήρωνε συχνά το πάθος της, ήταν ο σύζυγός της. Μάλιστα, μια φορά έφτασε στο σημείο να πουλήσει την αστυνομική του στολή στα παλιατζίδικα, για να βρει χρήματα και να πάει να παίξει πόκα. Όταν σε μια παρέλαση, ο άντρας της κατάλαβε ότι του έλειπε η στολή, έγινε χαμός στο σπίτι, με αποτέλεσμα η Ευτυχία να κλειστεί στο πατάρι ώσπου να περάσει η «μπόρα». Κι ενώ οι κόρες της είχαν αναλάβει να ηρεμήσουν τον έξαλλο πατέρα τους, ακούστηκε μια φωνή από το πατάρι: «Καίτη, πες μου μια πολιτεία της Αμερικής με δέκα γράμματα...», φώναξε η Ευτυχία που έλυνε σταυρόλεξο.
Πολλές φορές έπαιρνε τον αδύνατο εγγονό της, χρησιμοποιώντας σαν επιχείρημα για να της δώσουν χρήματα, ότι δεν έχουν να φάνε. Υπήρξε καλή φίλη της Ρένας Βλαχοπούλου, με την αγαπημένη ηθοποιό να την βοηθάει, δίνοντάς της συχνά χρήματα για να παίξει χαρτιά. «Πώς τα καταφέρνεις, μωρή πουτ..α, κ..όγρια και μου τα παίρνεις; Ακόμα δεν μπορώ να το καταλάβω…», της έλεγε η Βλαχοπούλου.