Ο χώρος των διεθνών σχέσεων στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην «ιστορικότητα» των αντιθέσεων αλλά και στην εναλλαγές σχέσεων εχθρότητας και συνεργασίας ανάλογα με τη συγκυρία, τα επίδικα και τα ιδιαίτερα συμφέροντα κάθε πλευράς.
Οι Ταλιμπάν για πολλά χρόνια ήταν οι μεγάλοι αντίπαλοι των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ θεώρησαν ότι το άσυλο που παρείχαν οι Ταλιμπάν στην Αλ Κάιντα δεν ήταν απλώς η έμπρακτη υλοποίηση των άγραφων αρχών φιλοξενίας των Παστούν, αλλά μια ουσιαστική συνενοχή σε μια ιδιαίτερα αιματηρή επίθεση στο εδαφος των ΗΠΑ. Γι’ αυτό και τους έβαλαν στο στόχαστρο των πολεμικών τους επιχειρήσεων, όχι μόνο κατά την αρχική φάση των πολεμικών επιχειρήσεων του 2001, αλλά και αργότερα στο μεγαλύτερο μέρος της κατοχής.
Μόνο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2015 όταν έγινε σαφές ότι οι Ταλιμπάν κάθε άλλο παρά υποχωρούσαν, αλλά αντίθετα ήταν μια ανερχόμενη πολιτική δύναμη στη χώρα, οι ΗΠΑ, που επεδίωκαν μια απεμπλοκή από το Αφγανιστάν, επέλεξαν το δρόμο των συνομιλιών μαζί τους μετά το 2018. Αυτό έγινε στη Ντόχα και το αποτέλεσμα ήταν η συμφωνία του Φεβρουαρίου του 2020 ανάμεσα στις ΗΠΑ (που εξακολουθούσαν να μην αναγνωρίζουν τυπικά τους Ταλιμπάν) και των Ταλιμπάν, συμφωνία που λίγο πολύ αποτέλεσε και το έδαφος για τη διαδικασία που οδήγησε στην αποχώρηση των ΗΠΑ.
Μάλιστα, όλα οι πληροφορίες που υπάρχουν δείχνουν ότι όντως οι Ταλιμπάν, που το καλοκαίρι του 2021 ολοκλήρωσαν μια εντυπωσιακή διαδικασία απόκτησης του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρος της χώρας, είχαν αποδεχτεί τη λογική της «μεταβατικής κυβέρνησης» με δική τους συμμετοχή.
Στην πραγματικότητα ήταν ο Άσραφ Γκάνι αυτός που υπονόμευσε τη συμφωνία αυτή και βέβαια με την επιλογή του να φύγει από τη χώρα, οδήγησε στην ταχύτατη κατάρρευση της κυβέρνησης και του κρατικού μηχανισμού και την πλήρη κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν.
Οι ίδιοι οι Ταλιμπάν έσπευσαν εξαρχής να υπογραμμίσουν ότι τους ενδιαφέρει η διεθνής αναγνώριση και ότι σε αυτή την κατεύθυνση είναι έτοιμοι να δώσουν προς ένα σύνολο χωρών, που προφανώς περιλάμβαναν και τις ΗΠΑ, εγγυήσεις ότι υπό τη δική τους εξουσία το Αφγανιστάν δεν θα αποτελεί εφαλτήριο για επιθέσεις σε άλλες χώρες. Εδώ να υπογραμμίσουμε ότι πέραν του ενδιαφέροντος των ΗΠΑ για την Αλ Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος που έχουν βάσεις στο έδαφος του Αφγανιστάν, η Ρωσία πάντα ανησυχεί τόσο για τη δράση ένοπλων ισλαμικών οργανώσεων στην Κεντρική Ασία αλλά και στην Τσετσενία, η Κίνα για ένοπλες οργανώσεις που θα δραστηριοποιούνταν μεταξύ των Ουιγούρων, αλλά και το Ιράν που πάντα βλέπει ανησυχία τυχόν προσπάθεια να αποτελέσει το Αφγανιστάν εφαλτήριο για την εμφάνιση ένοπλων κινημάτων μεταξύ των Σουνιστών του Ιράν.
Οι ίδιοι οι Ταλιμπάν δείχνουν να έχουν κατανοήσει την ανάγκη να αποκτήσουν τη διεθνή αναγνώριση, ιδίως από τη στιγμή από αυτό θα εξαρτηθεί και η αύξηση της ανθρωπιστικής βοήθειας. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά την προηγούμενη συμπόρευση με την Αλ Κάιντα, οι Ταλιμπάν δεν είναι ένα κίνημα που θέλει να διεξάγει μια «παγκόσμια τζιχάντ» αλλά πολύ περισσότερο ένα συντηρητικό ισλαμικό εθνικό κίνημα των Παστούν.
Ούτε είναι χωρίς σημασία ότι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ταλιμπάν είναι το γεγονός ότι το Ισλαμικό Κράτος του Χορασάν προσπαθεί να υπονομεύσει την εξουσία τους αλλά και να πυροδοτήσει με κάθε τρόπο έναν νέο γύρο εμφύλιας αντιπαράθεσης ανάμεσα σε Σουνίτες και Σιίτες, κυρίως μέσα από επιθέσεις σε σιιτικούς χώρους λατρείας.
Από τη μεριά τους οι ΗΠΑ, φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι παρά τα τεράστια ποσά που ξόδεψαν τις δύο προηγούμενες δεκαετίες δεν κατάφεραν να διαμορφώσουν πολιτικούς θεσμούς που θα απέτρεπαν την επιστροφή των Ταλιμπάν στην εξουσία. Επομένως, δεν μπορούν και δεν θέλουν να δρομολογήσουν μια «αλλαγή καθεστώτος» καθώς δεν υπάρχει μια διαθέσιμη εναλλακτική. Ούτε μπορούν τόσο εύκολα να κινηθούν στην αρκετά προσφιλή τους τακτική να προσπαθήσουν να γονατίσουν την νέα κατάσταση μέσω κυρώσεων, δρομολογώντας την φθορά τη και τελικά την πτώση της, ιδίως από τη στιγμή που οι Ταλιμπάν παραμένουν ισχυρά γειωμένοι στη μεγαλύτερη (αν και όχι πλειοψηφική) εθνότητα του Αφγανιστάν, δηλαδή τους Παστούν.
Για την ακρίβεια αυτό που φαίνεται να συνειδητοποιεί ένα σημαντικό μέρος του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου των ΗΠΑ είναι ότι μια αποδιάρθρωση του Αφγανιστάν ή ένας νέος εμφύλιος πόλεμος τελικά θα διαμόρφωνε μια περισσότερο επικίνδυνη συνθήκη και για τις ίδιες τις ΗΠΑ εφόσον θα υπήρχε πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα και του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα να χτυπήσουν και εκτός των συνόρων του Αφγανιστάν.
Κατά συνέπεια σε μια ιδιότυπη «λογική αντιστροφή» οι ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι τα ζητήματα ασφαλείας που τους απασχολούν σε σχέση με το Αφγανιστάν, μπορούν να εξυπηρετηθούν μάλλον μέσα από μια συνεννόηση με ένα κίνημα που για χρόνια το αντιμετώπισαν ως κάτι το ιδιαίτερα εχθρικό. Αλλά και οι Ταλιμπάν συνειδητοποιούν ότι χρειάζονται καλύτερες σχέσεις με τις ΗΠΑ για να έχουν διεθνή αναγνώριση.
Επιπλέον, οι ΗΠΑ συνειδητοποιούν ότι εάν δεν πάρουν κάποιες πρωτοβουλίες σε σχέση με τη διαδικασία αναγνώρισης των Ταλιμπάν, τότε διατρέχουν τον κίνδυνο η νέα εξουσία στην Καμπούλ να στραφεί κυρίως προς συνεργασίες με χώρες που οι ΗΠΑ βλέπουν ως τους βασικούς ανταγωνιστές τους, δηλαδή τη Ρωσία και την Κίνα. Μάλιστα, αρκετοί εκτιμούν ότι ο τρόπος που οι ΗΠΑ έχουν επανεκκινήσει τον απευθείας διάλογο με τους Ταλιμπάν είναι ένας τρόπος για να υπερκεράσουν την Κίνα σε επιρροή.
Σε αυτό το φόντο δεν είναι τυχαίο ότι οι ΗΠΑ δεν προσπάθησαν π.χ. να επενδύσουν στις όποιες ένοπλες ομάδες αμφισβήτησαν τους Ταλιμπάν στην περιοχή του Παντσίρ, αλλά κυρίως προσανατολίζονται σε μια επανεκκίνηση της διαδικασία της Ντόχα.
Οι ΗΠΑ αυτή τη στιγμή κυρίως ανησυχούν για το ενδεχόμενο το Ισλαμικό Κράτος και η Αλ Κάιντα να χρησιμοποιήσουν το Αφγανιστάν ως το πεδίο όπου θα ανακτήσουν την επιχειρησιακή δυνατότητα να χτυπήσουν και εντός Αφγανιστάν και εκτός. Αυτό υπογράμμισε και την Τρίτη 9/11 ο νέος Ειδικός Απεσταλμένος των ΗΠΑ για το Αφγανιστάν Τομ Γουέστ ο οποίος υπογράμμισε ότι οι ΗΠΑ ανησυχούν για την αύξηση των επιθέσεων από το παρακλάδι του Ισλαμικού Κράτους στο Αφγανιστάν όπως και για τη συνεχιζόμενη παρουσία της Αλ Κάιντα εκεί.
Ακόμη πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι στην πρόσφατη επίσκεψή του στην έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες για να ενημερώσει τους συμμάχους των ΗΠΑ για τις συζητήσεις ανάμεσα στην κυβέρνησή του και τους Ταλιμπάν και να συζητήσει μαζί τους έναν «οδικό χάρτη» για την αναγνώριση των Ταλιμπάν. Μάλιστα, ο Γουέστ κατέστησε σαφές στις δημόσιες δηλώσεις του ότι οι ΗΠΑ θέλουν τη συνεργασία και των συμμάχων τους σε αυτή την κατεύθυνση.
«Οι Ταλιμπάν έχουν εκφράσει πολύ σαφώς και ανοιχτά την επιθυμία τους να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τη διεθνή κοινότητα, να δουν την επανεκκίνηση της βοήθειας, να δουν μια επιστροφή της διπλωματικής κοινότητας στην Καμπούλ και να δουν την άρση των κυρώσεων», ήταν η χαρακτηριστική του δήλωση, ενώ σε μια σαφή προσπάθεια να εξασφαλίσει και υλική συμμετοχή των συμμάχων, ιδίως στα ζητήματα ανθρωπιστικής βοήθειας, συμπλήρωσε ότι «οι ΗΠΑ δεν να τα εξασφαλίσουν αυτά μόνες τους».
Ο Γουέστ, που επισκέπτεται αυτές τις μέρες το Πακιστάν, την Ινδία και τη Ρωσία, δήλωσε ακόμη ότι οι ΗΠΑ ετοιμάζονται για τον επόμενο γύρο των συζητήσεων με τους Ταλιμπάν στη Ντόχα. Σημειώνουμε ότι στις 11/11 έγινε συνάντηση της λεγόμενης «Τρόικας+» για το Αφγανιστάν, δηλαδή της Ρωσίας, των ΗΠΑ, της Κίνας και του Πακιστάν. Καθόλου τυχαία στις 10/11 έφτασε στο Πακιστάν για συνομιλίες με την πακιστανική κυβέρνηση αντιπροσωπεία των Ταλιμπάν με επικεφαλής τον εκτελούντα χρέη υπουργού Εξωτερικών Αμίρ Χαν Μουτακί.
Στην επιλογή τους για συνομιλίες με τους Ταλιμπάν οι ΗΠΑ έχουν και τη στήριξη της Βρετανίας, που επίσης έχει μετατοπιστεί σε μια «ρεαλιστική προσέγγιση». Χαρακτηριστικά και αυτά που είπε ο Βρετανός Α/ΓΕΕΘΑ Σερ Νικ Κάρτερ στη Βουλή των Κοινοτήτων: «Οι Ταλιμπάν 2.0 είναι διαφορετικοί. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στους Ταλιμπάν 2.0 που θα ήθελαν να κυβερνήσουν με έναν πιο σύγχρονο τρόπο, αλλά είναι διαιρεμένοι όπως συμβαίνει συχνά με τις πολιτικής οντότητες. Εάν τα λιγότερο καταπιεστικά στοιχεία αποκτήσουν μεγαλύτερο έλεγχο, τότε πιστεύω ότι δεν υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι το Αφγανιστάν μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια δεν θα γίνει μια χώρα πιο συμπεριληπτική από αυτό που θα μπορούσε να ήταν σε άλλη περίπτωση». Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι υποστήριξε ότι είναι νωρίς να μιλήσουμε για ήττα: «Η νίκη εδώ πρέπει να μετρηθούμε στα αποτελέσματα και όχι σε κάποια μεγάλη στρατιωτική εξτραβαγκάντσα»