Οι συγγενείς των αυτοχείρων συνήθως δεν μιλούν. Η οικειοθελής «παράδοση» του δικού τους ανθρώπου στον θάνατο, είναι κάτι δύσκολο να συνειδητοποιήσουν, πόσο μάλλον να μοιραστούν. Η οικογένεια ενός βετεράνου του πολέμου στο Αφγανιστάν, που αυτοκτόνησε πριν από λίγες μέρες, έσπασε ωστόσο την σιωπή της, υποστηρίζοντας ότι τα λόγια τους μπορεί να προλάβουν τον επόμενο αυτόχειρα…
Ο πρώην Μηχανικός του στρατού Λιουκ Μόνκτον, πατέρας πέντε παιδιών, αυτοκτόνησε λίγες μέρες αφότου οι Ταλιμπάν πήραν ξανά τον έλεγχο του Αφγανιστάν τον περασμένο μήνα, με την οικογένειά του να υποστηρίζει πως το παιδί της ήταν πολύ προβληματισμένο από την εν λόγω εξέλιξη.
Ο θετός πατέρας του, Ντέιβιντ Σάβορι, επίσης βετεράνος του στρατού, υποστήριξε ότι ο Λιουκ αναρωτιόταν, μετά την αποχώρηση, αν η θυσία χιλιάδων Βρετανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν ή τραυματίσθηκαν στον 20χρονο πόλεμο (457 νεκροί και 15.278 τραυματίες) άξιζε τον κόπο. Όπως δήλωσε στους Sunday People: «Η κατάληψη της χώρας από τους Ταλιμπάν πλήγωσε βαθιά τον Λιουκ. Λίγες μέρες πριν πεθάνει είπε στη μαμά του και σε μένα: “Γιατί ασχοληθήκαμε; Ήταν τελικά μόνον απώλεια ζωών”. Ήταν σαφές πως ήταν πολύ πικραμένος».
Ο 32χρονος Λιουκ δεν είναι ο μόνος -δυστυχώς- βετεράνος Βρετανός στρατιώτης του πολέμου του Αφγανιστάν που αισθάνθηκε την ίδια πικρία. Πιστεύεται πως είναι ένας μεταξύ των οκτώ βετεράνων που αυτοκτόνησαν -τρεις από αυτούς την περασμένη εβδομάδα- μετά την αποχώρηση από τη χώρα των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας και είναι ο πρώτος- και μέχρι στιγμής ο μόνος- από αυτούς, που κατονομάστηκε. Θεωρείται επίσης ότι πρόκειται για την 61η αυτοκτονία στρατιωτικού βετεράνου μόνον φέτος. Η οικογένεια θεωρεί πως ο Λιουκ, έπασχε από διαταραχή μετατραυματικού στρες και πως η κατάσταση του είχε επιδεινωθεί από τον θάνατο κάποιου φίλου του στο Αφγανιστάν.
«Πάλεψε με τους δαίμονές του αλλά δεν τα κατάφερε»
Ο Λιουκ, από το Μπούρλι Γκριν του Χάμσιρ της Νοτιοανατολκής Αγγλίας, εντάχθηκε στο Στρατό σε ηλικία 20 ετών το 2009 και υπηρέτησε ως ειδικός στη δημιουργία ορυγμάτων, για περίπου οκτώ χρόνια στο σώμα των Μηχανικών του στρατού. Το 2011 μετατέθηκε στο Αφγανιστάν και ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία «βάσεων επιχειρήσεων», πολύ συχνά σε απομονωμένες περιοχές που ελέγχονταν από τους Ταλιμπάν. Η δουλειά ήταν δύσκολη και πολύ επικίνδυνη και τις περισσότερες μέρες, ο Λιουκ και οι σύντροφοί του δέχονταν πυρά.
Ο 56χρονος Ντέιβ, ο οποίος είχε επίσης υπηρετήσει στον βρετανικό στρατό στους Πρασινοσκούφηδες, για 11 χρόνια, δήλωσε: «Ο Λιουκ αγαπούσε τον στρατό και δεν ήθελε πραγματικά να φύγει. Αλλά ο στρατός είχε μεγάλο αντίκτυπο στην οικογενειακή του ζωή. Ήταν μακριά κατά τη γέννηση των δύο από τα τρία πρώτα παιδιά του και είπε ότι ήθελε να γίνει περισσότερο μπαμπάς, γι’ αυτό και έφυγε. Αλλά του έλειπε η ζωή του στρατού.
Προσπάθησε να επανενταχθεί πριν από μερικά χρόνια, αλλά υπήρχε μια λίστα αναμονής. Έγινε οδηγός βαρέων φορτηγών και πήγε να εργαστεί στο Co-op, που είναι αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Τα πήγαινε καλά. Είχε καλό μισθό, ωραίο σπίτι και υπέροχη οικογένεια.
Αλλά στην πραγματικότητα ο Λιουκ ήταν ένα αλλαγμένο άτομο όταν επέστρεψε από το Αφγανιστάν. Ποτέ δεν μίλησε πραγματικά γι’ αυτά που είδε εκεί. Ήταν ουσιαστικά ένα κλειστό βιβλίο για τα χρόνια του στο Αφγανιστάν. Γνωρίζω ότι δέχθηκε πυρά πολλές φορές και τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί είχαν μεγάλη επίδραση πάνω του.
Αλλά όπως πολλοί βετεράνοι κράτησε πολλά από αυτά που συνέβησαν για τον εαυτό του. Είχε προβλήματα όταν γύρισε σπίτι, δεν μπορούσε να προσαρμοσθεί πολύ καλά και πάλευε με τους δαίμονές του. Κοιτώντας πίσω, πιθανότατα έπασχε από διαταραχή μετατραυματικού στρες. Οτιδήποτε μπορούσε να κάνει κάποιον απλώς να γκρινιάξει, εκείνου του έριχνε τη ψυχολογική του διάθεση στο Ναδίρ. Αρνήθηκε τη θεραπεία και απλώς έλεγε πως ήθελε να συνεχίσει τη ζωή του».
Ο Λιουκ-πατέρας πέντε παιδιών ηλικίας από 11 μέχρι 2 ετών, ήταν χωρισμένος από τη γυναίκα του όταν αυτοκτόνησε και έμενε σε ένα διαμέρισμα με τον μεγαλύτερο αδελφό του, Άνταμ. Τον βρήκαν νεκρό ο αδελφός του, η μητέρα του Όντρα και ο Ντέιβ, ο οποίος είπε: «Οι συνέπειες για εμάς είναι ολέθριες. Αποφασίσαμε να μιλήσουμε δημόσια για αυτό, επειδή δεν θέλουμε κανένας άλλος να περάσει αυτό που περνάμε.
Γνωρίζαμε ότι ο Λιουκ αισθανόταν κάπως άσχημα μετά την κατάληψη του Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν και την αποχώρηση των Αμερικανικών και των Βρετανικών δυνάμεων από εκεί, το βλέπαμε, αλλά δεν μπορούσαμε να διανοηθούμε πως θα οδηγούνταν στην αυτοκτονία». Η οικογενειακή φίλη Έλεν Μακιλφάτρικ δήλωσε:
«Ο Λιουκ ήταν πολύ περήφανος για τη θητεία του στο στρατό, αλλά ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι βετεράνοι από την κυβέρνηση είναι αηδιαστικός. Ήταν φανερό πως υπέφερε». Η Έλεν δημιούργησε μια σελίδα για τον Λιουκ στον ιστότοπο Just Giving, ζητώντας την οικονομική βοήθεια του κόσμου και ελπίζει να συγκεντρώσει 5.000 λίρες για να βοηθήσει την οικογένεια του Λιουκ με τα έξοδα κηδείας.
«Σώστε τους στρατιώτες μας»
Μετά την καμπάνια της Sunday People «Σώστε τους στρατιώτες μας», το υπουργείο Άμυνας ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει την καταγραφή αυτοκτονιών βετεράνων στρατιωτών. Η χαοτική αποχώρηση από το Αφγανιστάν μέσα στην ελάχιστη προθεσμία που επέμενε να τηρήσει απαρέγκλιτα ο Πρόεδρος Μπάιντεν, φαίνεται να προκάλεσε το νέο κύμα αυτοκτονιών βετεράνων του Στρατού. Εκπρόσωπος της κυβέρνησης δήλωσε:
«Κάθε αυτοκτονία είναι μια τραγωδία και οι σκέψεις μας είναι με την οικογένεια και τους φίλους του Λιουκ Μόνκτον αυτή τη δύσκολη στιγμή. Ανακοινώσαμε ήδη μια νέα μέθοδο αναφοράς για αυτοκτονίες βετεράνων στην Αγγλία και την Ουαλία για να κατανοήσουμε περαιτέρω πού χρειάζονται ειδικές υπηρεσίες». Σε δηλώσεις προχώρησε και ο πρώην υπουργός των Βετεράνων Τζόνι Μέρσερ, ο οποίος υπηρέτησε στο Αφγανιστάν:
«Οι σκέψεις και οι προσευχές μου είναι για εκείνες τις οικογένειες που πενθούν συντετριμμένες την απώλεια του δικού τους ανθρώπου την περασμένη εβδομάδα. Η αλήθεια είναι ότι η πανωλεθρία της αποχώρησης από το Αφγανιστάν αποδείχθηκε εξαιρετικά επίπονη για πολλούς από εμάς, που πολεμήσαμε εκεί.
Κατά την διάρκεια της θητείας μου ως υπουργός κατάφερα να δημιουργήσω το “Op COURAGE”, την ειδική υπηρεσία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που παρέχει εξειδικευμένες υπηρεσίες στους βετεράνους και το οποίο συνεργάζεται με όλες τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Θα παρότρυνα τους συναδέλφους βετεράνους που βρίσκουν αυτές τις μέρες και τις νύχτες δύσκολες, να αναζητήσουν εκεί βοήθεια και είμαι βέβαιος πως θα τη βρουν…».