Νέα τεχνολογία εμβολίων mRNA δοκιμάζεται για πρώτη φορά στον άνθρωπο με την προοπτική να αντιμετωπίσει το Δέλτα και άλλα στελέχη του κοροναϊού ταυτόχρονα.
Το πειραματικό εμβόλιο της αμερικανικής Gritstone θα χορηγηθεί αρχικά σε 20 άτομα άνω των 60 ετών στο Μάντσεστερ της Βρετανίας.
Βασίζεται στην τεχνολογία του «αυτοενισχυόμενου mRNA», κάτι που σημαίνει ότι το γενετικό υλικό που περιέχει δημιουργεί πολλαπλά αντίγραφα του εαυτού του όταν χορηγηθεί με ένεση στους μυς.
Τα σημερινά εμβόλια της Pfizer και της Moderna επίσης περιέχουν mRNA, το οποίο όμως δεν αναπαράγεται στον ανθρώπινο οργανισμό και πρέπει να χορηγείται σε σχετικά μεγάλες ποσότητες. Η νέα τεχνολογία υπόσχεται μείωση της δόσης και αύξηση της διάρκειας, και θα μπορούσε να αποδειχθεί μια φθηνότερη και πιθανώς πιο αποτελεσματική λύση στη μάχη κατά της πανδημίας.
Το υποψήφιο εμβόλιο GRT-R910 σχεδιάστηκε ως ενισχυτική δόση για αύξηση των επιπέδων προστασίας μετά τον αρχικό εμβολιασμό έναντι της Covid-19.
Θα μπορούσε να προσφέρει «μεγαλύτερο όφελος από ό,τι μια επιπλέον δόση του ίδιου εμβολίου» δηλώνει ο διευθύνων σύμβουλος της Gritstone σε ανακοίνωση της εταιρείας.
Τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής Φάσης Ι αναμένονται το 2022.
Το GRT-R910 περιέχει γονίδια του κοροναϊού μαζί με γονίδια άλλων ιών, τα οποία επιτρέπουν την παραγωγή νέων αντιγράφων του mRNA για περιορισμένο χρονικό διάστημα.
Σε αντίθεση με τα σημερινά εμβόλια, τα οποία στοχεύουν μόνο στην πρωτεΐνη-ακίδα που χρησιμοποιεί ο κοροναϊός για να εισβάλλει στα ανθρώπινα κύτταρα, το εμβόλιο της Gritstone προκαλεί την παραγωγή και άλλων αντιγόνων του SARS-CoV-2, ώστε να διευρύνει τα επίπεδα προστασίας.
«Πιστεύουμε ότι το GRT-R910 ως ενισχυτικός εμβολιασμός θα προσφέρει ισχυρές, παρατεταμένες ανοσιακές αποκρίσεις, οι οποίες πιθανώς θα έχουν κρίσιμη σημασία στην διατήρηση της προστασίας του ευάλωτου πληθυσμού των ηλικιωμένων» δήλωσε ο Άντριου Ουστιανόφσκι, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και επικεφαλής της μελέτης.
Σε επόμενη φάση το εμβόλιο θα μπορούσε να δοκιμαστεί και σε άλλες πληθυσμιακές ομάδες, ανέφερε το πανεπιστήμιο.
Η πρώτη μελέτη θα εξετάσει τη δοσολογία, την ασφάλεια και την ανοσιακή απόκριση σε δύο επίπεδα δόσης, τουλάχιστον τέσσερις μήνες μετά τον αρχικό εμβολιασμό με άλλο εμβόλιο.