Στρογγυλές πολύχρωμες καραμέλες, μπισκότα, κέικ, σοκολάτες, αναψυκτικά: από τα παιδικά μας χρόνια η ζάχαρη αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους πειρασμούς. Στις σύγχρονες κοινωνίες ωστόσο ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού έρχεται αντιμέτωπο με την υπερκατανάλωση ζάχαρης, η οποία βρίσκεται κρυμμένη σε έτοιμα φαγητά, χυμούς, σάλτσες ή ροφήματα τα οποία καταναλώνουμε με μεγάλη συχνότητα. Πρόσφατη έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Circulation», δείχνουν ότι μία πολιτική η οποία θα βασίζεται στον περιορισμό της ποσότητας της ζάχαρης στα προϊόντα ενδέχεται να συμβάλει σημαντικά στη μείωση των νοσημάτων τα οποία σχετίζονται με την υπερκατανάλωση της ζάχαρης, στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και στη μείωση των κρατικών δαπανών.
Το ΒΗΜΑ-Science συνομίλησε με τη δρα Ρενάτα Μίχα, επικεφαλής της δημοσίευσης, αναπληρώτρια καθηγήτρια Διατροφής του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας και στο Πανεπιστήμιο Τufts στη Βοστώνη, η οποία εξηγεί τα συμπεράσματα της έρευνας και τα διακυβεύματα μιας σύγχρονης πολιτικής για τον περιορισμό της κατανάλωσης της ζάχαρης.
Ισως κάπως στερεοτυπικά, όταν αναφερόμαστε στις διατροφικές συνήθειες των αμερικανών πολιτών φέρνουμε στον νου μας το πρόχειρο και πλούσιο σε λιπαρά φαγητό, συνοδευμένο από αναψυκτικά πλούσια σε ζάχαρη. Αν και φυσικά δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τις συνήθειες ενός πληθυσμού με γενικεύσεις, παραμένει γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του αμερικανικού πληθυσμού (42,4% για την περίοδο 2017-2018) πάσχει από παχυσαρκία. Την ίδια στιγμή, η παχυσαρκία συνδέεται με τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρών νοσημάτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι καρδιαγγειακές παθήσεις και ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2.
Το 2009 η Υπηρεσία Υγείας της Νέας Υόρκης προώθησε μία πρωτοβουλία η οποία στόχευε στον περιορισμό του αλατιού το οποίο περιέχεται στα φαγητά. Δεδομένου ότι ένας μη αμελητέος αριθμός βιομηχανιών ανταποκρίθηκε συμβάλλοντας στη μείωση της περιεκτικότητας αλατιού στα φαγητά κατά 6,8%, η Υπηρεσία Υγείας αποφάσισε το 2018 να επεκτείνει την πρωτοβουλία και στη ζάχαρη. Μέχρι πρότινος ωστόσο, δεν υπήρχαν αναλυτικές εκτιμήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της εν λόγω στρατηγικής στην υγεία των πολιτών. Αυτό το κενό ήρθε να καλύψει η πρόσφατη έρευνα, στο πλαίσιο της οποίας οι επιστήμονες ανέπτυξαν ένα μοντέλο με το οποίο εκτίμησαν τα οφέλη που θα προκύψουν από μία ενδεχόμενη μείωση της περιεκτικότητας της ζάχαρης στα τρόφιμα και στα ποτά. «Οι μελέτες μοντελοποίησης μας επιτρέπουν να δημιουργήσουμε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του ενήλικου πληθυσμού το οποίο προκύπτει από τα επίσημα δεδομένα, και ακολούθως να εκτιμήσουμε τον αντίκτυπο μιας παρέμβασης στις διατροφικές συνήθειες και στην υγεία του πληθυσμού» σημειώνει στο ΒΗΜΑ-Science η δρ Ρενάτα Μίχα, συμπληρώνοντας ότι «χρησιμοποιώντας τα μοντέλα αυτά μπορούμε να κάνουμε εκτιμήσεις για το μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη τα πρότυπα διατροφής, τους παράγοντες κινδύνου, τα μοτίβα των ασθενειών και τις μελλοντικές τους τάσεις».
Τα αποτελέσματα της ανάλυσης έδειξαν ότι περιορίζοντας κατά 20% τη ζάχαρη στα συσκευασμένα φαγητά και κατά 40% στα ροφήματα, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής θα μπορούσαν να προλάβουν κατά τη διάρκεια της ζωής του ενήλικου πληθυσμού 2,48 εκατομμύρια περιστατικά καρδιαγγειακών νόσων, 490.000 θανάτους από καρδιαγγειακά επεισόδια και 750.000 περιπτώσεις διαβήτη. Παράλληλα, η εξοικονόμηση κρατικών πόρων θα μπορούσε να ανέλθει στα 136 δισεκατομμύρια ευρώ. «Αν και οι εκτιμήσεις για τα οφέλη στην υγεία και στην οικονομία είναι ήδη εντυπωσιακές, πιθανότατα είναι μετριοπαθείς, επειδή το μοντέλο μας συμπεριέλαβε τα οφέλη της μείωσης της ζάχαρης μόνο όσον αφορά καρδιαγγειακές παθήσεις και για τον διαβήτη» σημειώνει η ερευνήτρια σχολιάζοντας τα αποτελέσματα, συμπληρώνοντας ότι «ενδεχομένως να υπάρχουν πρόσθετα οφέλη από τον περιορισμό της ζάχαρης, τα οποία να σχετίζονται με μείωση άλλων ασθενειών».
Ενα ακόμη εντυπωσιακό αποτέλεσμα της έρευνας είναι ότι η μείωση της περιεκτικότητας των προϊόντων σε ζάχαρη θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να συμβάλει στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων. Πώς μπορεί να συνδέεται η ζάχαρη με την κοινωνική διαστρωμάτωση; Η συσχέτιση αυτή μπορεί εν μέρει να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού και οι πολίτες οι οποίοι δεν έχουν επαρκή πρόσβαση στην εκπαίδευση τείνουν να καταναλώνουν τροφές με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ζάχαρη. «Γνωρίζουμε ότι οι προσεγγίσεις που στοχεύουν στο ατομικό επίπεδο όπως η εκπαίδευση και η συμβουλευτική μπορούν να βοηθήσουν μερικούς ανθρώπους, όμως οι στρατηγικές οι οποίες αποβλέπουν σε επίπεδο πληθυσμού έχουν πιο εκτεταμένο αντίκτυπο και πιο ισότιμο αποτέλεσμα» σημειώνει η ερευνήτρια, συμπληρώνοντας ότι «αυτό υποστηρίζεται από τα αποτελέσματα της έρευνάς μας, τα οποία υποδεικνύουν ότι τα μεγαλύτερα οφέλη τόσο σε επίπεδο υγείας όσο και σε οικονομικό επίπεδο προέκυψαν από εθνοτικές ομάδες όπως οι μαύροι και οι ισπανόφωνοι Αμερικανοί, από πολίτες με χαμηλότερα εισοδήματα και πολίτες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο». Η συγκεκριμένη έρευνα λοιπόν καταδεικνύει ότι αξιοποιώντας την πληθώρα δεδομένων που υπάρχουν πλέον, μπορούν να διαμορφωθούν πολιτικές για τη διατροφή οι οποίες θα είναι προσαρμοσμένες στα χαρακτηριστικά του εκάστοτε πληθυσμού και θα έχουν κοινωνικό αντίκτυπο σε πολλά επίπεδα – από την ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών απέναντι στην ασθένεια μέχρι την εξοικονόμηση κρατικών πόρων.
Μπορεί στην παρούσα έρευνα οι επιστήμονες να επικεντρώθηκαν στις πολιτικές διατροφής οι οποίες μπορούν να εφαρμοστούν στην Αμερική, ωστόσο το μοντέλο που χρησιμοποίησαν μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο για όποια χώρα μπορεί να διαθέσει τα απαραίτητα δεδομένα για τη διεξαγωγή μιας τέτοιας έρευνας. «Το συγκεκριμένο μοντέλο, με τις απαραίτητες προσαρμογές και αφού ενσωματώσουμε επίσημα δεδομένα του εκάστοτε κράτους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Τέτοιου είδους μελέτες μας βοηθούν να κατανοήσουμε ποιες στρατηγικές είναι πιο αποτελεσματικές για τη βελτίωση των διατροφικών συνηθειών και της υγείας και ως εκ τούτου δίνουν στους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων τα εργαλεία που χρειάζονται για να διαμορφώσουν ισχυρές πολιτικές διατροφής και να βελτιώσουν την υγεία του πληθυσμού» σημειώνει η ερευνήτρια Ρενάτα Μίχα. Οπως επισημαίνει η ίδια, τέτοιου είδους μελέτες θα μπορούσαν να αποδειχθούν πολύτιμες για τη διαμόρφωση αντίστοιχων πολιτικών στην χώρα μας: «Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, τόσο η αποτελεσματικότητα (όσον αφορά τα καλύτερα αποτελέσματα για την υγεία) όσο και η σχέση κόστους – αποτελεσματικότητας (δηλαδή το κόστος μιας στρατηγικής ως προς τα οφέλη για την υγεία) των πολιτικών υγείας για τη βελτίωση της διατροφής, δεν έχουν αξιολογηθεί στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι παράμετροι αυτές είναι κρίσιμες για τη θέσπιση προτεραιοτήτων οι οποίες θα βασίζονται σε επαρκή τεκμηρίωση και την εφαρμογή τους».