Τις τραγικές στιγμές που έζησαν στην Καμπούλ κατά τη διπλή πολύνεκρη επίθεση περιγράφουν αυτόπτες μάρτυρες.
Ο απολογισμός των θυμάτων έχει φθάσει τους 103 νεκρούς, σύμφωνα με πληροφορίες της εφημερίδας The Wall Street Journal, ενώ εκατοντάδες είναι και οι τραυματίες, με τους αριθμούς πάντως αυτούς να αυξάνονται τις επόμενες ώρες.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας, νεκροί είναι τουλάχιστον 90 Αφγανοί και τουλάχιστον 13 μέλη των ένοπλων δυνάμεων των ΗΠΑ.
Ένας αφγανός διερμηνέας που έχει συνεργαστεί με τις αμερικανικές δυνάμεις περιέγραψε στο αμερικανικό δίκτυο CBS News πώς επιχείρησε να φροντίσει ένα μικρό παιδάκι, το οποίο εν τέλει πέθανε στην αγκαλιά του.
«Μόλις είδα πολλούς ανθρώπους οι οποίοι τραυματίστηκαν, και ανθρώπους που ήταν ξαπλωμένοι στο έδαφος» είπε. «Είδα ένα μωρό εκεί κοντά, πήγα κοντά του, το πήρα και ξεκίνησα για να το πάω στο νοσοκομείο».
«Το πήγα (σ.σ. στο νοσοκομείο), αλλά πέθανε στα χέρια μου» υποστηρίζει, εκτιμώντας ότι η ηλικία του παιδιού ήταν περίπου πέντε ετών. «Αυτό είναι σπαρακτικό. Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι σπαρακτικό, όλη η χώρα έχει διαλυθεί».
«Έκανα ό, τι μπορούσα για να τη βοηθήσω» πρόσθεσε.
Φωτογραφίες από την ευρύτερη περιοχή της έκρηξης έδειχναν πολίτες να μεταφέρουν τραυματισμένους ανθρώπους σε χειράμαξες. Το Νοσοκομείο Επειγόντων Περιστατικών της Καμπούλ, το οποίο διοικείται από μια ιταλική οργάνωση, ανέφερε ότι 30 ασθενείς εισήχθησαν στο χειρουργικό κέντρο, συμπεριλαμβανομένων έξι ατόμων που όταν μεταφέρθηκαν εκεί ήταν ήδη νεκροί.
Ένας γιατρός από το νοσοκομείο Ίντιρα Γκάντι στην Καμπούλ ανέφερε πως δέχθηκε πέντε τραυματίες από τις εκρήξεις, ανάμεσα στους οποίος και ένα 10χρονο κορίτσι, το οποίο έχασε τη ζωή του.
«Τέλειωσαν όλα» ανέφερε από την πλευρά του ένας 30χρονος δάσκαλος που προσπάθησε να μεταβεί στο αεροδρόμιο. «Δεν αφήνουν κανέναν να περάσει, ούτε καν εκείνους που έχουν ξένα διαβατήρια ή βίζα».
Χιλιάδες πολίτες χωρών της Δύσης αλλά και μόνιμοι κάτοικοι βρίσκονται ακόμη εγκλωβισμένοι στο Αφγανιστάν και πολλοί φοβούνται πως θα μείνουν αβοήθητοι απέναντι σε πιθανά αντίποινα των Ταλιμπάν.
Ο Μπισμιλάχ, ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος των ΗΠΑ και κατοικεί στο Σακραμέντο της Καλιφόρνια, δήλωσε ότι ταξίδεψε στη βόρεια πόλη Μαζάρ-ε-Σαρίφ του Αφγανιστάν στις 3 Αυγούστου για να επισκεφθεί τους γονείς του μαζί με τη γυναίκα του, η οποία είναι επίσης μόνιμη κάτοικος των ΗΠΑ, και τον 8χρονο γιός τους, που είναι Αμερικανός υπήκοος.
Η οικογένεια μετέβη στην Καμπούλ όταν η αφγανική κυβέρνηση κατέρρευσε στις 15 Αυγούστου, αλλά ο Μπισμιλάχ, ο οποίος αρνήθηκε να αποκαλύψει το επίθετό του, είπε πως φοβόταν ότι το παιδί του θα ποδοπατηθεί μέχρι θανάτου στο πλήθος και δεν επιχείρησε να πάει μέχρι το αεροδρόμιο.
«Νιώθω πως θα μείνουμε πίσω. Δεν ξέρω τι θα συμβεί την επόμενη εβδομάδα – δεν μπορείς να προβλέψεις ούτε τι θα συμβεί αύριο στο Αφγανιστάν» είπε ο Μπισμιλάχ, ο οποίος εργαζόταν για την Amazon στην Καλιφόρνια και αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Μαζάρ-ε-Σαρίφ. «Ανησυχούμε πολύ για τους εαυτούς μας».
Παράλληλα, ένας άλλος Αφγανός, ο Μπαράτ, ο οποίος μετέβη στο αεροδρόμιο με τον ξάδερφό του για να δείξει τα χαρτιά του στους ξένους στρατιώτες, είπε στους New York Times πως βρισκόταν μόλις δέκα μέτρα μακριά από το σημείο όπου σημειώθηκε η μία έκρηξη.
«Το πλήθος ήταν μεγάλο και οι άνθρωποι σπρώχνονταν» είπε. «Σκόνταψα – και τότε ήταν που έγινε η έκρηξη. Νομίζω πως χτυπήθηκαν τέσσερις ή πέντε στρατιώτες».