Οι ταλιμπάν δεσμεύθηκαν να βελτιώσουν την κατάσταση της αφγανικής οικονομίας, αλλά χωρίς πρόσβαση στην διεθνή βοήθεια και στα αποθέματα που βρίσκονται στο εξωτερικό, το μέλλον της χώρας, μίας από τις φτωχότερες στον κόσμο, αναμένεται προβληματικό.
Ορισμένες χώρες έχουν ήδη ανακοινώσει το πάγωμα της οικονομικής υποστήριξης. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα παραμένουν σιωπηλά, αλλά είναι πιθανόν ότι με την σειρά τους θα υποχρεωθούν να παγώσουν την οικονομική βοήθεια προς το Αφγανιστάν.
«Το Αφγανιστάν εξαρτάται υπερβολικά από την ξένη βοήθεια», επισημαίνει η Βάντα Φέλμπαμπ-Μπράουν, ειδική για το Αφγανιστάν στο Brookings Institution, εξηγώντας ότι το ύψος της ξένης βοήθειας είναι τουλάχιστον «10 φορές μεγαλύτερο» από τα εισοδήματα των ταλιμπάν.
Το 2020, το αφγανικό ΑΕΠ ανήλθε σε 19,81 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ η ροή της βοήθειας από το εξωτερικό κάλυψε το 42,9% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας.
«Η οικονομία του Αφγανιστάν είναι εύθραυστη και εξαρτημένη από την ξένη βοήθεια», επιμένει η Παγκόσμια Τράπεζα σημειώνοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη και η εφαρμογή της διαφοροποίησης στον ιδιωτικό τομέα «παρεμποδίσθηκαν μέχρι στιγμής από την ανασφάλεια, την πολιτική αστάθεια, την αδυναμία των θεσμών, την ανεπάρκεια των υποδομών, την γενικευμένη διαφθορά».
Όσο για τα εισοδήματα των ταλιμπάν, ανέρχονται, σύμφωνα με εκτιμήσεις, σε 300 εκατομμύρια έως 1,5 δισεκατομμύριο δολάρια, σύμφωνα με έκθεση της Επιτροπής Κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, που δημοσιεύθηκε το 2020.
Το εισόδημα των ταλιμπάν προέρχεται κατά κύριο λόγο από εγκληματικές δραστηριότητες, αρχής γενομένης από την καλλιέργεια της παραρούνας, από όπου εξάγεται το όπιο και η ηρωίνη, και, κατά συνέπεια, από το εμπόριο ναρκωτικών, αλλά επίσης από τον εκβιασμό των τοπικών επιχειρήσεων και την είσπραξη λύτρων από τις απαγωγές.
«Μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους προέρχεται επίσης από την απόσπαση φόρων», εξηγεί ο Τσαρλς Κουπτσάν, ειδικός του Council on Foreign Relations (CFR), τονίζοντας ότι έχουν ειδικευθεί στον τομέα επιβάλλοντας φορολογία επί των πάντων στα εδάφη που ελέγχουν, από τα κυβερνητικά προγράμματα μέχρι τα εμπορεύματα.
«Το Αφγανιστάν δεν θα είναι πλέον χώρα καλλιέργειας οπίου», διαβεβαίωσε χθες ο εκπρόσωπος των ταλιμπάν, επαιρόμενος ότι η παραγωγή «θα εκμηδενισθεί και πάλι», αναφερόμενος στο γεγονός ότι, όταν κυβερνούσαν την χώρα στην δεκαετία του ΄90 και μέχρι το 2001, οι ταλιμπάν είχαν απαγορεύσει την καλλιέργεια της παπαρούνας.
Προς το παρόν, παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια που δαπανήθηκαν εδώ και πολλά χρόνια από την διεθνή κοινότητα για τον εκμηδενισμό της καλλιέργειας της παπαρούνας, από το Αφγανιστάν προέρχεται το 80% της παγκόσμιας παραγωγής οπίου.
Εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας εξαρτώνται από την παραγωγή του οπίου στη χώρα αυτή που πλήττεται από την ανεργία έπειτα από 40 χρόνια πολέμου.
Την ώρα που η οικονομική κατάσταση έχει περαιτέρω επιδεινωθεί με την πανδημία, οι ταλιμπάν παραδέχθηκαν και οι ίδιοι ότι η βελτίωση της οικονομικής κατάστασης δεν μπορεί να γίνει χωρίς την βοήθεια από το εξωτερικό.
«Είχαμε επαφές με πολλές χώρες. Ευχόμαστε να μας βοηθήσουν», δήλωσε ο Ζαμπιχουλάχ Μουτζαχίντ.
O επίσημος εκπρόσωπος του πολιτικού γραφείου του κινήματος των Ταλιμπάν με έδρα το Κατάρ, Μοχαμάντ Σοχάιλ Σαχίν ανακοίνωσε ότι το κίνημά τους θεωρεί ότι είναι αναγκαίο να διοργανωθεί μια διεθνής διάσκεψη για την παροχή οικονομικής βοήθειας στο Αφγανιστάν.
«Σε βραχυπρόθεσμη προοπτική αναμφίβολα, θα χρειασθούμε τη βοήθεια άλλων χωρών. Χρειαζόμαστε βοήθεια, για να πληρώσουμε τους μισθούς των δασκάλων, των υπαλλήλων και των μαχητών των δυνάμεων ασφαλείας. Καλούμε όλες τις χώρες να μας βοηθήσουν. Θεωρώ ότι ωρίμασε η αναγκαιότητα μια διεθνούς διάσκεψης για παροχή οικονομικής βοήθειας στο Αφγανιστάν, όπως είχε γίνει και στο παρελθόν. Αυτό δεν πρέπει να γίνει για εμάς, αλλά για χάρη του αφγανικού λαού» δήλωσε ο Σαχίν.
Επίσης, υποστήριξε ότι οι Ταλιμπάν ενδιαφέρονται για την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου TAPI (που θα διέρχεται από τις χώρες Τουρκμενιστάν, Αφγανιστάν, Πακιστάν και Ινδία) καθώς και για την υλοποίηση άλλων σημαντικών έργων υποδομών.
Οι ταλιμπάν φαίνεται ότι τυγχάνουν σήμερα ευνοϊκότερης υποδοχής από το καθεστώς του 1996-2001. Ρωσία, Κίνα και Τουρκία έσπευσαν να χαιρετίσουν τις πρώτες δημόσιες δηλώσεις του καθεστώτος. Όμως, πολλές χώρες δωρητές, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, κρατούν αποστάσεις.
Η Ουάσινγκτον επιμένει ότι περιμένει από τους ταλιμπάν να σεβασθούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, κυρίως των γυναικών.
Ο πρωθυπουργός του Καναδά Τζάστιν Τρυντό δήλωσε ότι η χώρα του δεν προτίθεται να αναγνωρίσει την κυβέρνηση των ταλιμπάν.
Ήδη από την Δευτέρα, το Βερολίνο ανακοίνωσε την διακοπή της αναπτυξιακής βοήθειας. Η Γερμανία, που περιλαμβάνεται στους δέκα μεγάλους χορηγούς βοήθειας προς το Αφγανιστάν, επρόκειτο να προσφέρει βοήθεια 430 εκατομμυρίων ευρώ αυτόν τον χρόνο, εκ των οποίων τα 250 σε αναπτυξιακή βοήθεια.
Σύμφωνα με τον ειδικό του Council on Foreign Relations, οι ταλιμπάν έχουν συμφέρον να εμφανίσουν καλή εικόνα εάν θέλουν την οικονομική βοήθεια. Ακόμη περισσότερο που η Κίνα, δεύτερη παγκόσμια οικονομία, με ισχυρά συμφέροντα στο Αφγανιστάν, δεν θα υποκαταστήσει οικονομικά τις δυτικές χώρες.
«Οι Κινέζοι είναι πολύ μερκαντιλιστές. Έχουν την τάση να δείχνουν ενδιαφέρον περισσότερο για τις χώρες που διαθέτουν ευνοϊκό εμπορικό περιβάλλον, χώρες όπου μπορούν να δημιουργήσουν νέους δρόμους του μεταξιού», σημειώνει.
«Οι Κινέζοι εγκαθίστανται στην Συρία; Στο Ιράκ; Στον Λίβανο; Όχι. Κατά συνέπεια, δεν θα υπερεκτιμήσω τον ρόλο της Κίνας στο Αφγανιστάν», λέει.
«Και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο πιστεύω ότι οι ταλιμπάν θα προσπαθήσουν να διατηρήσουν μία αρκετά καλή εικόνα, για να μπορέσουν να στραφούν προς την διεθνή κοινότητα με την ευρεία έννοια».
Είναι μεγάλης στρατηγικής σημασίας ότι «τα στοιχεία ενεργητικού της Παγκόσμιας Τράπεζας που η αφγανική κυβέρνηση διαθέτει στις ΗΠΑ δεν θα τεθούν στην διάθεση των ταλιμπάν», έχει προειδοποιήσει αξιωματούχος της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Διεθνείς οργανώσεις αρωγής έχουν προειδοποιήσει ότι εκατομμύρια Αφγανοί δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την καθημερινή τους διατροφή, καθώς η παρατεταμένη ξηρασία και η αναζωπύρωση των εχθροπραξιών έχουν διαταράξει την τροφοδοσία σε είδη διατροφής στην χώρα που πλήττεται από την αναζωπύρωση των εχθροπραξιών καθώς οι υπό τις ΗΠΑ ξένες στρατιωτικές δυνάμεις ολοκληρώνουν την αποχώρησή τους.
Οι οργανώσεις αρωγής καλούν δωρητές για την προσφορά πόρων και ανθρωπιστικής βοήθειας επειγόντως, την ώρα που η συγκομιδή αναμένεται αποδεκατισμένη και εκατομμύρια ζώα κινδυνεύουν να αφανιστούν καθώς τα αποθέματα νερού εξαντλούνται.
Ο αφγανός πρόεδρος Ασράφ Γάνι είχε προειδοποιήσει, πριν διαφύγει από την χώρα πριν από την κατάληψη της Καμπούλ από τους ταλιμπάν, στο τέλος του Ιουνίου ότι το Αφγανιστάν αντιμετωπίζει το φάσμα σοβαρής ξηρασίας, παραδεχόμενος ότι ο εθνικός προϋπολογισμός αντιμετώπισης καταστροφών δεν επαρκεί για να καλύψει αυτό που οι ειδικοί χαρακτηρίζουν χειρότερη ξηρασία εδώ και δεκαετίες.
Χωρίς επαρκές σύστημα άρδευσης, το Αφγανιστάν εξαρτάται από το λιώσιμο του χιονιού για την τροφοδοσία των ποταμών και την άρδευση των αγρών κατά την διάρκεια του καλοκαιριού και οι χιονοπτώσεις τον περασμένο χειμώνα ήταν πολύ χαμηλές.
Ο Φαχάντ Σαΐντ, επιστήμονας του Κλίματος στο Climate Analytics, δηλώνει ότι το φαινόμενο Λα Νίνια και η επιβράδυνση της κίνησης των μετεωρολογικών συστημάτων των αεροχειμάρρων στον πλανήτη είναι πιθανόν να είναι οι παράγοντες που ευθύνονται για τον εξαιρετικά ξηρό καιρό στο Αφγανιστάν.
Αν και είναι δύσκολη η σύνδεση μεμονωμένων περιστατικών με την κλιματική αλλαγή, οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη που οφείλεται στην εκπομπή αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου συμβάλλει στην διαμόρφωση ακραίων καιρικών συνθηκών σε ολόκληρο τον κόσμο.
«Το Αφγανιστάν είναι ένα καλό παράδειγμα της κλιματικής αδικίας. Ιστορικά, δεν έχει κανέναν ρόλο στο χάος της κλιματικής αλλαγής, αλλά πληρώνει το τίμημα».
Το Αφγανιστάν είναι μία από τις 23 χώρες που τα Ηνωμένα Έθνη όρισαν ως «hotspot πείνας» σε έκθεση που δημοσιεύθηκε τον περασμένο μήνα, όπου περισσότερα από 12 εκατομμύρια σε έναν πληθυσμό που εκτιμάται στα 36 εκατομμύρια ανθρώπους αντιμετωπίζουν επισιτιστική κρίση, δηλαδή δεν γνωρίζουν πότε και από πού θα προέλθει το επόμενο γεύμα τους.
Με πληροφορίες: ΑΠΕ-ΜΠΕ, AFP