Η μνήμη παίζει ρόλο σε όλες τις πλευρές της ζωής. Συμπεριλαμβανομένης και της οικονομίας. Και στην Ευρώπη η μνήμη των επιπτώσεων του υψηλού πληθωρισμού παραμένει έντονη.
Και εάν για τις επιπτώσεις του υπερπληθωρισμού στη Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ή στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, η μνήμη κυρίως έρχεται πια από βιβλία και ιστορικές μαρτυρίες, αρκετοί εξακολουθούν να θυμούνται με άγχος τα φαινόμενα στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970.
Μικρή σημασία έχει ότι πρόκειται για δύο διαφορετικά φαινόμενα, στην πρώτη για παραλλαγές κατάρρευσης της ικανότητας του κράτους να εγγυηθεί το νόμισμα και στη δεύτερη με τον τρόπο που πλέον το κοινωνικό συμβόλαιο της μεταπολεμικής περιόδου διακυβευόταν από πολλές κατευθύνσεις, χωρίς σαφή πορεία εξόδου. Σε κάθε περίπτωση, σταδιακά εμπεδώθηκε η πεποίθηση ότι ο πληθωρισμός είναι ο μεγάλος εχθρός της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και γενικά ο μεγάλος κίνδυνος για την οικονομία.
Αυτό είχε να κάνει και με αλλαγές στην οικονομία: η προοπτική του κοινού νομίσματος, που θα ακύρωνε το «διορθωτικό» μηχανισμό των υποτιμήσεων όταν υπάρχουν διαφορές πληθωρισμού, έδινε μεγάλη έμφαση στην «ονομαστική σύγκλιση» (έστω και εάν υποτιμούσε την πραγματική), την ώρα που η σταθερότητα των τιμών ως στοιχείο καλύτερης διαχείρισης των οικονομικών τάσεων, ερχόταν και ως απαίτηση του επιχειρηματικού τμήματος της οικονομίας.
Όμως, τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα όταν εμφανίζονται τα προβλήματα της αντίρροπης τάσης, ήτοι του αποπληθωρισμού, δηλαδή όταν αποκτάται μεγαλύτερη επίγνωση ότι ένας πολύ μικρός ή και μηδενικός (ή ακόμη και αρνητικός) πληθωρισμός στην πραγματικότητα είναι ένδειξη μιας οικονομίας σε ύφεση ή σε βαθιά στασιμότητα.
Και τότε έστω και δειλά αλλάζει και η οικονομική και η νομισματική πολιτική. Αντί για την έμφαση στον αποπληθωριστικό ρόλο που μπορεί να έχει η νομισματική πολιτική και η πολιτική επιτοκίων, πλέον η έμφαση ήταν η αντίθετη: μεγάλη παροχή ρευστότητας και πολιτική εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων με την ελπίδα ότι αυτό θα τονώσει την οικονομική δραστηριότητα και θα επιτρέψει και την επανεμφάνιση ενός εύλογου πληθωρισμού (που πλέον υπάρχει μια ευρύτερη συναίνεση ότι έχει βέλτιστη τιμή γύρω στο 2%). Όλα αυτά εξηγούν, πέραν όλων των άλλων και γιατί ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, αν και με καθυστέρηση σε σχέση με τις ΗΠΑ, και η ΕΕ μπήκε στον αστερισμό των προγραμμάτων «ποσοτικής χαλάρωσης».
Όλα δείχνουν ότι με την έστω και μερική έξοδο από την πανδημία το θέμα του πληθωρισμού τίθεται με άλλους όρους. Αυτό έχει να κάνει με διάφορες παραμέτρους: οι περισσότερες χώρες προσέφεραν στις επιχειρήσεις και στους εργαζομένους πολύ σημαντικά ποσά για να αποφύγουν τις καταστροφικές επιπτώσεις της ύφεσης. Αυτά τα ποσά τώρα τροφοδοτούν τη ζήτηση, την ώρα που οι επιχειρήσεις έχουν σημαντική ρευστότητα.
Οι τιμές διαφόρων προϊόντων (όπως π.χ. των καυσίμων) υποχώρησαν σημαντικά εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων, όμως τώρα ανεβαίνουν. Διάφορα προβλήματα, άλλα συγκυριακά και άλλα πιο διαρθρωτικά, έχουν εκτινάξει τις τιμές κρίσιμων πρώτων υλών, αλλά και τεχνολογικών εξαρτημάτων. Οι επιχειρήσεις προσλαμβάνουν ξανά μαζικά εργαζομένους, που διεκδικούν καλύτερες απολαβές.
Το αποτέλεσμα είναι να επιστρέφουν ξανά πληθωριστικές τάσεις σε ορισμένες οικονομίες. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι και η Γερμανία όπου ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή ήταν 3,1% υψηλότερος σε σχέση με τον Ιούλιο της περασμένης χρονιάς. Η προηγούμενη φορά που ο πληθωρισμός στη Γερμανία ήταν σε αυτά τα επίπεδα ήταν το 2008.
Μάλιστα στη Γερμανία, όπου οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν και αυξανόμενα κόστη αλλά και ελλείψεις πρώτων υλών αλλά και ημιαγωγών και μετάλλων και πλαστικών ή ξύλου, η εκτίμηση είναι ότι ο πληθωρισμός θα ανέβει και άλλο. Πριν από λίγες μέρες ο Γενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Μπούντεσμπανκ, δήλωσε ότι η εκτίμηση είναι ότι ο πληθωρισμός στη Γερμανία στο τέλος της χρονιάς μπορεί να φτάσει και το 5%, ένα ύψος που η Γερμανία έχει να δει από πριν την καθιέρωση του ευρώ ως κοινού νομίσματος.
Πάντως την ίδια ώρα τα στοιχεία για την απασχόληση είναι ενθαρρυντικά στη Γερμανία, με αύξηση του αριθμού των εργαζομένων κατά 78.000 τον Ιούνιο, αν και ακόμη ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων παραμένει χαμηλότερος κατά 578.000 σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2020.
Η γενική εκτίμηση είναι ότι ένα μέρος αυτών των πληθωριστικών τάσεων έχει να κάνει με συγκυριακές παραμέτρους που επηρεάζουν τις τιμές – που μπορεί να είναι ακόμη και η επαναφορά κάποιων εμμέσων φόρων που είχαν ανασταλεί εξαιτίας της πανδημίας – και ότι κατά βάση κάποια στιγμή η κατάσταση θα εξομαλυνθεί.
Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άλλαξε τον στόχο της για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη προσδιορίζοντας τον τώρα όχι μέχρι του ορίου του 2% αλλά σε μια εύλογη διακύμανση γύρω από αυτή την τιμή, πράγμα που συνεπάγεται μεγαλύτερη ανοχή σε συγκυριακές υπερκαλύψεις αυτού του στόχου.
Σύμφωνα με όσα ανακοίνωσε την Παρασκευή 30 Ιουλίου η Eurostat, η εκτίμηση (flash estimate) για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη τον Ιούλιο είναι 2,2%, δηλαδή πάνω από το όριο του 2% αλλά εντός της νέας πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη διακύμανση του πληθωρισμού που αντιμετωπίζει το 2% ως έναν μέσο στόχο, άρα εμπεριέχει και την ανοχή για πληθωρισμό μεγαλύτερο από 2% πριν ανοίξει η συζήτηση για αλλαγές πολιτικής. Η εκτίμηση αποδίδει την αύξηση του πληθωρισμού κατά κύριο λόγο στη μεγάλη αύξηση της τιμής της ενέργειας και συνέπεσε με την ανακοίνωση ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ κατά 2% στην ευρωζώνη, που χαιρετίστηκε ως η βασική ένδειξη μιας ευρωπαϊκής «επιστροφής στην ανάπτυξη».
Αυτό, όμως, δεν αναιρεί τα διλήμματα πολιτικής που αναδύονται. Από ένα σημείο και μετά θα υπάρχει σημαντική πίεση εντός και εκτός ΕΚΤ για την ανάγκη να αναπροσαρμοστεί η πολιτική επιτοκίων και τα διάφορα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» να περιοριστούν ώστε να συγκρατήσουν την άνοδο του πληθωρισμού, ακολουθώντας εδώ και αντίστοιχες συζητήσεις στη FED, όπου εξετάζεται το ενδεχόμενο περιορισμού των 120 δισεκατομμυρίων χρέους που αγοράζει κάθε χρόνο.
Όμως, υπάρχει ο φόβος ότι μια πιο «περιοριστική» πολιτική θα διακυβεύσει τις όποιες δυναμικές ανάκαμψης, ιδίως σε μια περίοδο όπου η δυναμική της ανάκαμψης στην Ευρώπη δοκιμάζεται από την εξάπλωση των παραλλαγών του κορωναϊού και την αναπροσαρμογή των σχεδίων για «πλήρες άνοιγμα».