Κάποιες φορές το ποιος αντιδρά σε μια συμφωνία αποτυπώνει και το ποιος ωφελείται τελικά από αυτή. Έτσι και για τον συμβιβασμό ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία για τον ρωσογερμανικό αγωγό Nord Stream 2, η πιο έντονη αντίδραση ήρθε από την Ουκρανία και την Πολωνία. «Μια τέτοια απόφαση δημιουργεί νέες απειλές για την Ουκρανία και την κεντρική Ευρώπη σε πολιτικό, στρατιωτικό και ενεργειακό επίπεδο», δήλωσαν σε κοινή ανακοίνωσή τους ο Ντμίτρο Κουλέμπα και ο Ζμπίγκνιου Ράου, αντίστοιχα υπουργοί Εξωτερικών της Ουκρανίας και της Πολωνίας. Ο δε Κουλέμπα ήταν και πιο συγκεκριμένος: «Η Αμερική και η Γερμανία συμφώνησαν σε κάτι. Όμως όλοι καταλαβαίνουμε ότι ο κυρίως ωφελημένος από αυτή την κρίση είναι Ρωσική Ομοσπονδία».
Γιατί είναι σαφές ότι οι κερδισμένοι της συμφωνίας είναι σε πρώτο επίπεδο η Γερμανία που κατάφερε να εξασφαλίσει ένα ενεργειακό έργο που είναι κομβικό για την ενεργειακή της πολιτικής αλλά σε δεύτερο επίπεδο (και με μία έννοια σε μεγαλύτερο βαθμό) και η Ρωσία που όχι μόνο απέφυγε ένα ακόμη μέτρο «αποσύνδεσης» ανάμεσα στη Ρωσία και τις δυτικές οικονομίες.
Γιατί οι ΗΠΑ αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν
Για τις ΗΠΑ η υποχώρηση είναι σημαντική. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η αμερικανική πολιτική τάξη είναι σε μεγάλο βαθμό προσανατολισμένη προς μια κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία, αυτό που συνήθως ονομάζουμε «νέος Ψυχρός Πόλεμος». Μάλιστα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ κατεξοχήν έχουν επενδύσει στην κλιμάκωση της αντιπαράθεσης με τη Ρωσία (αλλά και την Κίνα) ως έναν τρόπο για να επανεπικυρώσουν την γεωπολιτική τους πρωτοκαθεδρία.
Τμήμα αυτής της πολιτικής των ΗΠΑ και διάφορες παραλλαγές οικονομικών κυρώσεων προς τη Ρωσία και συνολικά προσπάθειας αυτή να αποκοπεί από αρκετό μέρος των διεθνών οικονομικών πρακτικών. Και αυτό πρωτίστως αφορά τον ενεργειακό τομέα, που είναι ένας βασικός εξαγωγικός κλάδος της Ρωσικής οικονομίας.
Και όντως εάν κανείς κοιτάξει τις τοποθετήσεις αρκετών συμμάχων των ΗΠΑ, θα δει όντως μια επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, πιο σκληρή ρητορική, αλλά και κυρώσεις όπως αυτές που έχει αποφασίσει η ΕΕ.
Όμως, ταυτόχρονα όλα αυτά είχαν και ένα όριο. Για μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες οι οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία είναι ένα όριο που δεν μπορούν να το υπερβούν. Ιδιαιτέρως ισχύει αυτό για τη Γερμανία που ήδη από την εποχή της Ostpolitik της δεκαετίας του 1970 θεωρούσε ότι ανάπτυξη μορφών συνεργασίας με τη Ρωσία (και παλαιότερα την ΕΣΣΔ) είναι βασική πλευρά μιας εξωτερικής πολιτικής ειρήνης και συνεργασίας στην Ευρώπη.
Ο αγωγός Nord Stream 2 αποτελούσε εξαρχής μια κομβική επιλογή. Καλύπτει κρίσιμες ενεργειακές ανάγκες – η Γερμανία θέλει το φυσικό αέριο ως πλευρά του «ενεργειακού μείγματος» στη διαδικασία της μετάβασης – και ταυτόχρονα συντηρούσε ένα επίπεδο σημαντικών οικονομικών μορφών συνεργασίας με τη Ρωσία.
Οι ΗΠΑ προφανώς και θα ήθελαν το σχέδιο να μην προχωρούσε. Αυτό θα αποτελούσε ένα σημαντικό οικονομικό (και συμβολικό) πλήγμα για τη Ρωσία αλλά και θα σηματοδοτούσε την πλήρη ευθυγράμμιση και της Γερμανίας με την τρέχουσα εκδοχή της αμερικανικής εκλογής.
Όμως, σύντομα φάνηκε ότι δεν θα μπορούσε εύκολα να περάσει κάτι τέτοιο στο εσωτερικό της Γερμανίας, τόσο σε επίπεδο πολιτικής όσο και οικονομικής ελίτ. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η γερμανική κυβέρνηση παρά τις αμερικανικές πιέσεις επέμεινε ότι θα προχωρήσει με το σχέδιο κατασκευής του αγωγού, αντιπροτείνοντας διάφορες εγγυήσεις ότι δεν θα χρησιμοποιηθεί σε βάρος άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Και βέβαια στην κορύφωση μιας κρίσιμης προεκλογικής εκστρατεία, θα ήταν πολύ δύσκολο για τη γερμανική κυβέρνηση να δώσει το στίγμα ότι υποχωρεί έναντι των απαιτήσεων των ΗΠΑ για ένα τέτοιο ζήτημα.
Ταυτόχρονα, η Γερμανική τακτική μπορούσε να εκμεταλλευτεί και μια αντίφαση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην περίοδο της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Ενώ η αμερικανική κυβέρνηση θέλει, σε γενικές γραμμές, μια πιο επιθετική στάση απέναντι στη Ρωσία, όπως και απέναντι στη Κίνα, την ίδια στιγμή επιδιώκει να αποκαταστήσει ένα φάσμα συμμαχιών των ΗΠΑ που στην περίοδο Τραμπ είχαν κινδυνεύσει να διαρραγούν.
Αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να κλιμακώσουν την πίεση πέραν από ένα όριο και όταν φάνηκε ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να δεχτεί την ακύρωση ουσιαστικά του έργο, αναγκάστηκαν να προτιμήσουν τον συμβιβασμό.
Οι αντιδράσεις Ουκρανίας και Πολωνίας
Για κυβερνήσεις όπως αυτές της Ουκρανίας και της Πολωνίας, που κατεξοχήν έχουν επενδύσει στο να πάρουν όχι μόνο οι ΗΠΑ αλλά και η ΕΕ μια ακόμη πιο αντιρωσική στάση, ο συμβιβασμός για τον αγωγό ήταν ένα πισωγύρισμα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η ουκρανική κυβέρνηση είχε και την πρόσφατη εμπειρία της ένταση με τη Ρωσία σε σχέση με την ανατολική Ουκρανία, όπου και διαπίστωσε αφενός την ικανότητα της Ρωσίας να κάνει εκείνου του είδους την στρατιωτική κινητοποίηση που θα της επέτρεπε σαφή υπεροχή, αφετέρου τα συγκεκριμένα όρια της όποιας δυτικής (αμερικανικής και ευρωπαϊκής) εμπλοκής σε μια τέτοια αντιπαράθεση. Σε αυτό το φόντο, ο αμερικανογερμανικός συμβιβασμός φαντάζει ως ένα ακόμη πλήγμα. Γι’ αυτό τον λόγο και η έντονη αντίδραση και η προβολή της θέσης ότι δεν τους αρκούν οι εγγυήσεις της Γερμανίας ότι θα περιορίσει τις εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία εάν το Κρεμλίνο προσπαθήσει «να χρησιμοποιήσει την ενέργεια ως όπλο ή προχωρήσει σε νέες επιθετικές ενέργειες κατά της Ουκρανίας». Αντίστοιχα, μπορεί να αναδεικνύει το αίτημα για εισδοχή της Ουκρανίας στο στο ΝΑΤΟ όμως μένει να δούμε εάν οι ΗΠΑ θα προκρίνουν τώρα μια τέτοια χειρονομία που για τη Ρωσία θα αποτελέσει σαφώς επιθετική ενέργεια.
Αντίστοιχα, για την Πολωνία μια τέτοια συμφωνία φαντάζει κατεξοχήν υπαναχώρηση από τη γενική γραμμή το ΝΑΤΟ να προσανατολιστεί κατά βάση σε μια ακόμη πιο επιθετική γραμμή έναντι της Ρωσίας και την προσπάθεια να συμπαραταχθεί η ΕΕ σε αυτή (ενώ αποτελεί και ένα στοιχείο ακόμη σχετικής δυσαρέσκειας απέναντι σε μια ΕΕ που ας μην ξεχνάμε ότι επιμένει να επαναφέρει τα ζητήματα «κράτους δικαίου» και σε βάρος της Πολωνίας).
Η δυσκολία του «Νέου Ψυχρού Πολέμου»
Όλα αυτά δείχνουν ότι ακόμη και η αυξημένη γεωπολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στη «Δύση» και τη Ρωσία παραμένει μια ενεργή τάση στο διεθνές τοπίο, η συγκεκριμένη μετάφρασή της σε μέτρα και επιλογές δεν είναι πάντα ούτε εύκολη ούτε και δεδομένη. Και αυτό γιατί σε έναν κόσμο με αυξημένη οικονομική αλληλεξάρτηση, ιδίως σε κρίσιμα ζητήματα όπως οι ενεργειακές ροές», δεν είναι πάντα εύκολο να διαρραγούν πλήρως κρίσιμες οικονομικές σχέσεις. Και αυτή είναι μια δυσκολία που οι ΗΠΑ θα συναντήσουν μπροστά τους στην προσπάθεια να πείσουν για πιο σκληρή στάση απέναντι στη Ρωσία.