Αποκαλυπτικοί διάλογοι μεταξύ των κατηγορουμένων ως εκτελεστών της δολοφονίας της 37χρονης συζύγου του επιχειρηματία Ντίμη Κορφιάτη στη Ζάκυνθο, έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Την ώρα που αναμένονται οι απολογίες των επτά συλληφθέντων, οι διάλογοι των δυο εκτελεστών μετά το αιματηρό περιστατικό, σοκάρουν, καθώς φανερώνεται το σχέδιο να σκοτώσουν τον επιχειρηματία μέσα στο νοσοκομείο.
Υπενθυμίζεται ότι πέρσι το Ιούνιο, επιχειρήθηκε σχέδιο εκτέλεσης του Κορφιάτη στη Ζάκυνθο, είχε, ως αποτέλεσμα τη δολοφονία της συζύγου του. Η αστυνομία έφτασε στην εξιχνίαση του εγκλήματος έφτασε η αστυνομία, έπειτα από μια κατάθεση «φωτιά». Το άτομο που κατέθεσε, περιέγραψε στις αρχές τη διαδρομή των δραστών, τον οπλισμό και τα ρούχα. Αποκάλυψε, επίσης, τα ονόματα του ηθικού αυτουργού και των φυσικών αυτουργών.
Από την έρευνα εντοπίστηκαν DNA και αποτυπώματα στο φουσκωτό σκάφος διαφυγής και τηλεφωνικές επικοινωνίες.
Το θύμα φαίνεται πως όλα αυτά τα στοιχεία τα είχε δώσει στις αρχές και σε μήνυση που υπέβαλε το 2018 αλλά και στην κατάθεσή του το 2021 σχετικά με τη δολοφονία της γυναικάς του.
Ο μάρτυρας «κλειδί», υποστήριξε πως συναντήθηκε με τους δύο φερόμενους εκτελεστές στις 8 Ιουνίου 2020 στο Χαλάνδρι και πως όλοι μαζί πήγαν στον Πύργο για μία μέρα.
Στην κατάθεση του αναφέρει πως εκείνος ήταν ο οδηγός ενώ οι δράστες της δολοφονίας της 37χρονης, σύμφωνα με τη δικογραφία, κάθονταν στα πίσω καθίσματα. Όταν έφτασαν στην Ηλεία και πήγαν στην αποθήκη, εκεί όπου ήταν το κρυμμένο το φουσκωτό, συναντήθηκαν με δύο άλλους κατηγορούμενους.
Ο μάρτυρας, σε άλλο σημείο της κατάθεσής του, ανέφερε πως του είπαν να είναι σε αναμονή στις 9 Ιουνίου 2020, ημέρα της δολοφονίας, για να πάει στο ίδιο σημείο να τους παραλάβει.
Αφού τελικά επέστρεψαν στην Αθήνα, σε συνάντηση που είχε λίγα 24ωρα μετά με τον έναν από τους δύο φυσικούς αυτουργούς, του είπε να μην αναφέρει τίποτα για όσα έγιναν, γιατί ο συνεργός του θα τον σκότωνε καθώς «δεν χαρίζει».
Όταν οι δυο φυσικοί αυτουργοί της δολοφονίας της 37χρονης κατάλαβαν πως δεν κατάφεραν να σκοτώσουν τον Ντίμη Κορφιάτη είπαν μεταξύ τους, σύμφωνα με το newsit.gr:
38χρονος: «Μόνο την π…α σκότωσες»
39χρονος: «Ναι μ…α, ας μην έπεφτες εσύ με τη μηχανή και θα τον βρίσκαμε μόνο του. Έχεις ιδέα από 45άρι πως τρυπάει; Επειδή έχεις, μη μιλάς. Τον πέτυχα σίγουρα, δεν θα γλιτώσει».
Τότε ο 38χρονος είπε πως πρέπει να πάνε στο νοσοκομείο, για να «το τελειώσουν» αν ήταν ακόμα ζωντανός.
Στη συνομιλία μάλιστα γίνεται λόγος και στον ηθικό αυτουργό, τον επίορκο αστυνομικό, με τον 38χρονο να λέει: «Στον π…η τον μπάτσο να δω τι θα πούμε. Εγώ θα πω ότι έφταιγες εσύ».
Λίγο αργότερα, σταμάτησαν και πέταξαν ρούχα και τα κινητά.
Μέχρι σήμερα οι αξιωματικοί της Ασφάλειας δεν έχουν καταφέρει να εντοπίσουν τον εφοπλιστή που προμήθευσε το φουσκωτό για να φτάσουν στη Ζάκυνθο οι δολοφόνοι της συζύγου του Ντίμη Κορφιάτη. Στους αστυνομικούς του Ανθρωποκτονιών υποστήριξε, λίγο καιρό μετά την εκτέλεση της 37χρονης, πως το σκάφος βρέθηκε στη Ζάκυνθο καθώς σκόπευε να το πουλήσει.
Όμως οι αντιφάσεις που είχε η μαρτυρία του κάνει τις αρχές να θεωρούν πως γνώριζε τα πάντα για το σχέδιο των συλληφθέντων.
Πριν φύγουν από την Αθήνα, ο ένας από τους δυο φερόμενους ως φυσικούς αυτουργούς, άφησε σε σπίτι στα βόρεια προάστια το κινητό του τηλέφωνο.
Μετά τη δολοφονία ζήτησε από τον οδηγό του αυτοκινήτου, να πει σε μία φίλη του, να τον καλέσει σε ένα νούμερο, από το κινητό του τηλέφωνο, το οποίο είχε αφήσει στο συγκεκριμένο σπίτι, πριν φύγουν.
Με αυτό τον τρόπο προσπάθησε να κατασκευάσει άλλοθι ότι βρισκόταν εκεί όπου ήταν και το κινητό του τηλέφωνο.
Όταν έφτασαν στην Αθήνα, ο δεύτερος φυσικός αυτουργός ζήτησε, σύμφωνα με την ίδια πηγή, να τον αφήσουν στη Λ. Αθηνών και με ταξί πήγε στο κέντρο της Αθήνας ώστε να καταθέσει 50 ευρώ στην σύντροφο του για να φανεί ότι εκείνη τη μέρα δεν ήταν στη Ζάκυνθο.
Λίγα λεπτά με τη δολοφονία της 37χρονης καταγράφεται η εξής συνομιλία μεταξύ δυο εκ των συλληφθέντων. Αφορμή για αυτή την τηλεφωνική επικοινωνία είναι το γεγονός ότι αυτός που θα παραλάμβανε τους φερόμενους ως εκτελεστές από παραλία της περιοχής είχε χαθεί στους επαρχιακούς δρόμους.
Α: Ε.
Σ: Μπορείς να πεταχτείς εκεί στο Κορακοχώρι; Γιατί έχει χαθεί ο
άλλος που είναι εκεί.
Α: Δεν ξέρω. Είμαι μακριά τώρα εγώ.
Σ: Δεν έχεις κάποιονα;
Α: Όχι.
Σ: Ντάξει.