Ως ιστορικές χαρακτηρίζονται ήδη οι δύο πρόσφατες συμφωνίες σχετικά με τη φορολόγηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
Η πρώτη συμφωνία είναι μεταξύ των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της ΕΕ και αφορά στη φορολογική διαφάνεια, δηλαδή την υποχρέωση των πολυεθνικών να φορολογούνται κατά χώρα όπου καταγράφουν κερδοφορία και όχι μόνο στο κράτος όπου δηλώνεται η έδρα τους.
Η δεύτερη συμφωνία υπογράφηκε μεταξύ των υπουργών Οικονομικών των G7 (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία, Καναδάς). Αφορά σε μια παγκόσμια φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία ταυτίζεται σχεδόν με τη συμφωνία της ΕΕ για την κατά χώρα φορολόγηση και ο θέτει ως ελάχιστο φορολογικό συντελεστή επιχειρήσεων το 15%.
Ειδικότερα, βάσει του πρώτου πυλώνα της συμφωνίας των G7, κάθε κράτος θα μπορεί να φορολογήσει πολυεθνικές εταιρείες με 20% επί των εσόδων τα οποία παράγονται στην επικράτειά του, υπό την προϋπόθεση ότι το περιθώριο κέρδους της εκάστοτε επιχείρησης είναι από 10% και άνω.
G7 nations reached a landmark accord, backing the creation of a global minimum corporate tax rate of at least 15%. Amazon and Google welcomed the agreement and Facebook said it would likely pay more in taxes https://t.co/HgbT4T84Eh pic.twitter.com/SPGnYXy06D
— Reuters (@Reuters) June 5, 2021
Η συμφωνία επιτρέπει στις χώρες να φορολογήσουν 20% των εσόδων από τις πιο μεγάλες και πιο επικερδείς πολυεθνικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν περιθώριο κέρδους τουλάχιστον 10%. Ωστόσο, στο σημείο αυτό εντοπίζεται, ενδεχομένως ένα ζήτημα, καθότι το κέρδος της Amazon ήταν μόλις 6,3% επί των συνολικών εσόδων της για το 2020 . Επίσης, το γεγονός ότι στους G7 δεν συμπεριλαμβάνονται τεράστιες αγορές, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, η Ρωσία συνεπάγεται αυτομάτως ότι οι διεργασίες θα έχουν συνέχεια και θα ακολουθήσουν περαιτέρω διαβουλεύσεις, πιθανότατα σε επίπεδο G20.
Όσο για τον δεύτερο πυλώνα, τον ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15%, είναι ήδη κατά πολύ χαμηλότερος από το 21% που είχε εισηγηθεί ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν.
Σύμφωνα με στοιχεία της αμερικανικής κυβέρνησης, οι πολυεθνικές που θα επηρεαστούν άμεσα από τον πρώτο σκέλος, είναι περίπου 100. Ωστόσο, κοντά τις 8.000 είναι εκείνες που θα πιάσει το δεύτερο σκέλος, με το ελάχιστο του 15% επί των κερδών τους.
Αλλαγές στο δημοσιονομικό και επιχειρηματικό τοπίο της Ενωμένης Ευρώπης κυοφορεί η συμφωνία μεταξύ των κορυφαίων θεσμικών οργάνων της ΕΕ για τη διαφάνεια στη φορολόγηση των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Ανάμεσα στις υπόλοιπες διεργασίες τις οποίες προβλέπεται ότι θα θέσει σε κίνηση, η συμφωνία συνιστά μια ευθεία απειλή για την εθνική οικονομία χωρών όπως η Κύπρος και η Ιρλανδία.
US Treasury chief Janet Yellen praises G7 tax agreement | Track the day’s latest news updates here – https://t.co/Mjh9HhQJvL pic.twitter.com/Elv4gTtwaL
— Economic Times (@EconomicTimes) June 6, 2021
Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποπειράται να πατάξει την γιγαντιαίας κλίμακας αποφυγή καταβολής φόρων, συνολικού ύψους περίπου 70 δισ. ευρώ ανά έτος, την οποία επιτυγχάνουν με διάφορα νομότυπα τεχνάσματα εταιρείες όπως η Amazon, η Google, η Apple κ.α. Το σχέδιο της ΕΕ είναι να υποχρεώσει τις πολυεθνικές επιχειρήσεις να εφαρμόσουν την κατά χώρα δημόσια δήλωση (country-by-country reporting – pCBCR).
Κυβερνήσεις κρατών που διαθέτουν μεγάλες οικονομίες αντιμετωπίζουν εδώ και χρόνια την πρόκληση της φορολόγησης μεγάλων εταιρειών, όπως οι τεχνολογικοί γίγαντες Facebook και Google.
Μια κοινή πρακτική μεταξύ πολλών πολυεθνικών εταιρειών είναι να δηλώνουν εισόδημα – όπως αυτό που προέρχονται από άυλες πηγές, π.χ. λογισμικό και διπλώματα ευρεσιτεχνίας – σε περιοχές χαμηλής φορολόγησης ανεξάρτητα από το πού πραγματοποιούνται οι πωλήσεις. Αυτό επιτρέπει στις εταιρείες να αποφεύγουν την καταβολή υψηλότερων φόρων στις χώρες καταγωγής τους.
Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία G-7 τροφοδοτεί μια ευρύτερη παγκόσμια προσπάθεια επικαιροποίησης των φορολογικών κανόνων σε όλο τον κόσμο και θα συζητηθεί περαιτέρω στην επικείμενη συνάντηση της ομάδας των είκοσι (G-20) πλουσιότερων κρατών του κόσμου τον επόμενο μήνα.
Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), διευκόλυνε τις διαπραγματεύσεις για την παγκόσμια φορολογία τα τελευταία χρόνια. Αναμένεται ότι ένας παγκόσμιος ελάχιστος φορολογικός συντελεστής θα αντιστοιχεί στο μεγαλύτερο μέρος των 50 δισ έως 80 δισ δολαρίων σε πρόσθετους φόρους που οι εταιρείες θα καταλήξουν να πληρώνουν, σύμφωνα με το Reuters.
Σε γενικές γραμμές, χώρες στην Αφρική και τη Νότια Αμερική επιβάλλουν υψηλότερους συντελεστές φόρου εταιρειών σε σύγκριση με πολλά κράτη στην Ευρώπη και την Ασία, σύμφωνα με στοιχεία του think tank με έδρα την Ουάσιγκτον, Tax Foundation, του ΟΟΣΑ και της συμβούλου KPMG.
Περίπου 15 χώρες δεν επιβάλλουν γενικό φόρο εισοδήματος εταιρειών, σύμφωνα με τα στοιχεία. Αυτό περιλαμβάνει νησιωτικά κράτη, όπως οι Βερμούδες, τα νησιά Cayman και οι Βρετανικές Παρθένοι Νήσοι, τα οποία είναι ευρέως γνωστά ως υπεράκτιοι «φορολογικοί παράδεισοι» – στους οποίους οι μεγάλες εταιρείες μεταφέρουν τα κέρδη τους προκειμένου να πληρώνουν λιγότερους φόρους.
Αυτές οι χώρες, με τη σειρά τους, επωφελούνται από θέσεις εργασίας που δημιουργούνται για να εξυπηρετούν τις πολυεθνικές εταιρείες, όπως νομικές και λογιστικές υπηρεσίες. Οι φορολογικοί παράδεισοι κερδίζουν επίσης χρήματα από τέλη που καταβάλλουν μεγάλες εταιρείες για τη δημιουργία θυγατρικών στις περιοχές αυτές.
Ο Ντάνιελ Μπαν αντιπρόεδρος παγκόσμιων πρότζεκτ της Tax Foundation, δήλωσε στο CNBC ότι παραμένουν πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με το πώς θα εφαρμοστεί αυτός ο ελάχιστος φορολογικός συντελεστής και ποια μέρη του εταιρικού εισοδήματος θα φορολογηθούν. Πρόσθεσε δε με νόημα ότι οι φορολογικοί παράδεισοι μπορεί και να μην εξαφανιστούν εντελώς…
Είναι προφανής ο λόγος για τον οποίο οι πιο ισχυρές πολυεθνικές επιχειρήσεις της σημερινής αγοράς προτιμούν την Ιρλανδία για την εγκατάσταση των ευρωπαϊκών στρατηγείων τους. Και υπό το νέο καθεστώς, η συγκεκριμένη χώρα προβλέπεται να χάσει περί τα 2 δισ. ευρώ ανά έτος. Πέρυσι, μόνο από το φόρο εταιρειών, το ιρλανδικό κράτος είχε έσοδα από φόρους περίπου 12 δισ. ευρώ.
Ο χαμηλός συντελεστής εξηγεί το φαινόμενο των «φορολογικών παραδείσων» οι οποίοι, σε κάποιο μέτρο, δημιουργήθηκαν ακόμη και εντός επικράτειας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Βεβαίως, το όλο ζήτημα είναι πολύ πιο σύνθετο από ό,τι αφήνει να εννοηθεί η απλή σύγκριση μεταξύ φορολογικών συντελεστών. Διότι εκτός από τον απόλυτο αριθμό, ελκυστική για τις πολυεθνικές καθίσταται μια συγκεκριμένη χώρα όταν συντρέχουν και άλλοι παράγοντες οι οποίοι ποικίλουν, από την πολιτική σταθερότητα, το βιοτικό επίπεδο, τις συνθήκες ασφάλειας, Εάν λαμβανόταν υπόψιν αποκλειστικά και μόνον ο συντελεστής, τότε η Ιρλανδία δεν θα ήταν προτιμότερη πχ από την Ουγγαρία ή τη Βουλγαρία. Σε αυτές τις χώρες οι επιχειρήσεις φορολογούνται με 9 και 10% αντιστοίχως.
Η επιλογή ενός τόπου ως ιδανικού για την ανάπτυξη επιχειρηματικών δραστηριοτήτων σε ευνοϊκό για τις πολυεθνικές φορολογικό περιβάλλον εξαρτάται επίσης από την ερμηνεία της κατά τόπους νομοθεσίας. Το τι ακριβώς συμπεριλαμβάνει ο φορολογικός συντελεστής μεγάλων επιχειρήσεων δεν είναι κάτι ενιαίο και αυτονόητο. Για αυτό και χώρες με υψηλό συντελεστή, όπως πχ η Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο (25%) φιλοξενούν πλήθος πολυεθνικών.