Η παρουσία του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στο Παρίσι και η σημερινή του συνάντηση με τον ομόλογό του, γάλλο υπουργό Εξωτερικών, Ζαν-Ιβ λε Ντριάν, δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός ούτε κεραυνό εν αιθρία. Εξάλλου, η Άγκυρα γνωρίζει πως, εάν καταφέρει να τα ξαναβρεί με τους Γάλλους, αυτό θα αφαιρέσει το σημαντικότερο «αγκάθι» στις σχέσεις της συνολικά με την ΕΕ.
Φυσικά, δεν πρόκειται για απλή υπόθεση. Πέρα από τις κακές προσωπικές σχέσεις ανάμεσα στον Ταγίπ Ερντογάν και τον Εμανουέλ Μακρόν (αυτές μπορούν να παραβλεφθούν εφόσον κριθεί αναγκαίο και χρήσιμο και για τους δύο), είναι φανερό ότι οι δύο χώρες έχουν αρκετά να χωρίσουν. Τα συμφέροντά τους, με άλλα λόγια, είναι ανταγωνιστικά σε μια σειρά μέτωπα – από τη Λιβύη και τον Καύκασο, μέχρι το ΝΑΤΟ και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Ανεξαρτήτως, πάντως, της κατάληξης που θα έχει αυτό το όψιμο φλερτ με τη Γαλλία, η αλήθεια είναι πως η Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν μοιάζει αυτή την περίοδο με έναν παρεξηγημένο… εραστή, ο οποίος προσπαθεί να πείσει όλες τις σχέσεις του ότι αξίζει καλύτερη μεταχείριση. Να δείξει, με άλλα λόγια, ότι είναι το καλό παιδί και όχι ο δακτυλοδεικτούμενος ταραξίας της περιοχής – ελπίζοντας, παράλληλα, η οικονομία της να αντέξει και να μην βρεθεί και με τα δύο πόδια στον γκρεμό.
Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο τα «ανοίγματα» δεν αφορούν μόνο τη Γαλλία, αλλά πολύ περισσότερους: Τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Αίγυπτο, ακόμη και την Ελλάδα. Ξετυλίγονται δε μέσα από ένα μπαράζ διπλωματικών πρωτοβουλιών και επαφών, που αναμένεται να κορυφωθούν εντός του Ιουνίου.
«Κλειδί» σε αυτή τη διαδικασία αποτελούν, αναμφίβολα, οι ΗΠΑ, καθώς ο Ερντογάν γνωρίζει πως εάν δεν διασφαλίσει τη συναίνεσή τους ή, έστω, την ανοχή τους, λίγα μπορεί να καταφέρει και πολλά θα κινδυνεύσει να χάσει. Αντικειμενικά, λοιπόν, η συνάντησή του με τον Τζο Μπάιντεν, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ στις 14 Ιουνίου, είναι ύψιστης σημασίας.
Ο μαραθώνιος δεν τελειώνει, όμως, εκεί. Λίγες ημέρες αργότερα, για του λόγου το αληθές, δηλαδή στις 18-20 Ιουνίου, η Τουρκία διοργανώνει στην Αντάλια ένα διπλωματικό φόρουμ στο οποίο αποδίδει μεγάλη σημασία, καθώς μέσα (και) από θέλει να αποτυπώσει το κύρος και την επιρροή που διαθέτει.
Το αποδεικνύει, εξάλλου, η πληθώρα των συμμετεχόντων, στα ονόματα των οποίων συμπεριλαμβάνονται πρωθυπουργοί, πρόεδροι ή σημαντικοί υπουργοί αρκετών βαλκανικών χωρών (Αλβανίας, Μαυροβουνίου, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, Κροατίας, Κοσόβου, Βόρειας Μακεδονίας), δεκάδες πολιτικοί ηγέτες και προσωπικότητες του ισλαμικού κόσμου (Ιράν, Ιράκ, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Λιβύη, Κατάρ, Καζαχστάν κ.λπ), ο «υπουργός Εξωτερικών» της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, όπως και ο επίτροπος για ζητήματα διεύρυνσης Ολιβέρ Βαρτσελί, καθώς και τρεις Έλληνες: Ο νυν αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Μαργαρίτης Σχοινάς, ο πρώην επίτροπος Δημήτρης Αβραμόπουλος και η Ντόρα Μπακογιάννη.
Αμέσως μετά, στις 23 Ιουνίου, η Τουρκία θα συμμετέχει στην δεύτερη διάσκεψη για τη Λιβύη, που πραγματοποιείται στο Βερολίνο. Έχοντας κατοχυρώσει τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στη χώρα, θα επιχειρήσει οι «εκλεκτοί» της να βρεθούν σε όσο το δυνατόν πιο καλή θέση – ενώ παράλληλα, αρκετά τουρκικά ΜΜΕ προβάλλουν διαρκώς το γεγονός ότι στη διάσκεψη δεν έχει προσκληθεί η Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, ενίοτε και χωρίς τυμπανοκρουσίες, ανοίγματα σημειώνονται και αλλού, με ιδιαίτερη προσοχή να επιδεικνύεται στα Βαλκάνια, όπως δείχνουν και οι πρόσφατες συναντήσεις του Ερντογάν με τον Έντι Ράμα και τον Ζόραν Ζάεφ. Οι χώρες, άλλωστε, της περιοχής που έχουν σημαντικούς ιστορικούς, θρησκευτικούς και εθνικούς δεσμούς με την Τουρκία είναι πολλές και ο Ερντογάν θέλει να είναι βέβαιος ότι να βρίσκεται στην πρώτη θέση σε περίπτωση που οι «φήμες» και τα επί χάρτου σχέδια πάρουν σάρκα και οστά.
Όσο κι αν δεν γίνεται παραδεκτό επισήμως, τα ζητήματα της αλλαγής συνόρων και των συνολικών διευθετήσεων είναι ανοιχτά.