«Απόρησα για το τι μπορεί να ήταν αυτό το χαρτί. Το διάβασα εκεί, στη μέση της Κηφισίας, και καθώς το φανάρι στη διασταύρωση με Αλεξάνδρας άναψε κόκκινο, έβαλα τα κλάματα. “Πώς θα είναι αυτή η στιγμή;”, σκέφτηκα. Αναψε πράσινο, σκούπισα τα δάκρυα βιαστικά, όπως συνήθιζα να κάνω τον τελευταίο πολύ καιρό, και έβαλα το χαμόγελο πάνω μου σαν ξένο ρούχο».
Ξένα φαντάζουν εν πολλοίς στον Λάκη Λαζόπουλο όλα όσα πρέπει να κάνει τα τελευταία δύο χρόνια, μετά το «φευγιό» της γυναίκας που σημάδεψε με πολλή σιωπή τον κοινό τους βίο όσο ζούσε. Ακόμη και όταν ο καρκίνος τής χτύπησε την πόρτα, η Τασούλα δεν μιλούσε πολύ ή, αν μιλούσε, το έκανε με τη σιωπή της. Εγραφε όμως, κι έγραφε πολύ, χωρίς να το ξέρει κανείς, λέγοντας μέσα σε γράμματα δεκαετιών όσα δεν είχε πει ποτέ στον Λάκη της κατάμουτρα για καταστάσεις που τη θύμωσαν και την πλήγωσαν. Η ύπαρξή τους αποκαλύφθηκε ένα βράδυ λίγο μετά το τελευταίο αντίο, όταν η πιστή εδώ και χρόνια γραμματέας του, η Κατερίνα, τηλεφωνεί στον Λαζόπουλο και του λέει ότι βρήκαν πάρα πολλά γράμματα. Ο Λάκης τής λέει να τα μαζέψει για να τα δουν μαζί, η Κατερίνα, όμως, επιμένει ότι αυτός πρέπει να τα δει πρώτος κι έχει τον λόγο της.
«“Γιατί;”, της λέω. “Γιατί”, μου λέει, “είναι για σας”. “Τι εννοείς;” της λέω. “Είναι μια κούτα γεμάτη γράμματα”, μου είπε, “που απ’ έξω γράφει “γράμματα για τον Λάκη”. Πετάχτηκα απ’ την καρέκλα και πήγα εκεί. Είχε πάρει την απόφαση να μου μιλήσει λοιπόν. Μετά. Για όσα ποτέ δεν μου μίλησε. Τα γράμματά της ξεκινούσαν από το 1979». «Σωριάστηκα δίπλα στην κούτα», επισημαίνει προς το τέλος του βιβλίου που άρχισε να γράφει δύο μήνες μετά τον θάνατο της «Τζοκόντας» του, θέλοντας να πει όσα δεν είχε πει ποτέ ξανά. Το έκανε μαζεύοντας τα κομμάτια του, πετώντας από πάνω του στεγανά και γράφοντας όπως δεν είχε γράψει ποτέ ξανά στη ζωή του για τη μάχη της Τασούλας, με κατακόρυφες βουτιές από το παρόν στο παρελθόν.
Ο Λαζόπουλος ξεγυμνώνεται συναισθηματικά χωρίς να κρατήσει ούτε ένα φύλλο συκής να καλύπτει κάτι, αποκαλύπτοντας μύχια προσωπικά βιώματα και στιγμές που πιθανόν να μη σκόπευε να μοιραστεί ποτέ δημόσια. Στις 357 σελίδες του «Αλλες γυναίκες φοράνε τα φουστάνια σου», που θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη Τετάρτη από τις εκδόσεις Διόπτρα, παρελαύνουν οι νύχτες σε νοσοκομεία, οι αρνήσεις της Τασούλας που κουράζεται και δεν θέλει να πάει στο Παρίσι ή στο Λονδίνο για να την εξετάσουν, οι καλές μέρες στην Πάρο και οι κακές στο «Υγεία». Κακές όπως εκείνη όταν πιάνει τα μαλλιά της που φεύγουν σαν το χνούδι από τις χημειοθεραπείες και τις ακτινοβολίες και κλαίει ασταμάτητα. Είναι η ίδια Τασούλα που «κρεμιέται» πάνω σε έναν τσαρλατάνο-θεραπευτή που την εξετάζει σε ένα παράπηγμα στη Χαλκίδα και έχει ένα ειδικό μηχάνημα το οποίο με την κατάλληλη ρύθμιση εξοντώνει τον καρκίνο της! Ο Λαζόπουλος μαθαίνει να περνάει μέρες και νύχτες σε νοσοκομεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, ζει και αναπνέει μαζί της, θέλει να τη σώσει και, το κυριότερο, να «σβηστεί» η μέρα που άρχισαν όλα. «Ενιωσα ότι είχε κάτι κακό».
Εκείνη την ημέρα ήταν στον ALPHA και μιλούσε με τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο του σταθμού Δημήτρη Φουρλεμάδη, όταν τον πήρε τηλέφωνο η γυναίκα που σημάδεψε την ενήλικη ζωή του, η οποία είχε πάει για κάποιες εξετάσεις. Οι λέξεις «έλα, μου βρήκε ένα κάτι σαν όγκο» συνοδεύονταν από το κλάμα της και τη λέξη «φοβάμαι», που ήταν αρκετή για να παρατήσει το ραντεβού και να πάει να τη βρει σπίτι.
«Εφτασα σπίτι, την είδα από κοντά. Ηταν αληθινά τρομαγμένη. Δεν μπορούσα να την ησυχάσω», γράφει και παρόλο που προσπάθησε να αλλάξει κουβέντα, «αυτή τη φορά ατύχησα. Σκοτώθηκα σε όλα μου τα άλματα. Δεν χωρούσε να μπει στη συζήτησή μας τίποτε άλλο». Αρχίζουν τα τηλέφωνα σε γιατρούς, στο «Υγεία», όπου είχε νοσηλευτεί η μητέρα του, ενώ παράλληλα ο Λάκης ακυρώνει όλα τα ραντεβού του και θέλει να φύγει από το σπίτι. «Ενας ασυνήθιστος χρόνος παραμονής μου θα την τρόμαζε ακόμα περισσότερο. Είχανε μάθει πάντα να με βλέπουν χρόνο λιγοστό. Γρήγορα λόγια, πέντε κουβέντες, φαγητό στο πόδι και δρόμο». Τη χαιρετάει λέγοντάς της ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά «ο αέρας που έπεσε πάνω μου με ορμή με ρώτησε: Τι ένιωσες; Ενιωσα ότι είχε κάτι κακό. Ο αξονικός τομογράφος δεν νιώθει, μουγκρίζει όταν αναζητάει τους όγκους στο σώμα ενός ανθρώπου και η βιοψία έδειξε κακοήθεια, επιβεβαιώνοντας το μουγκρητό του. “Εκεί που είναι δεν μπορεί να χειρουργηθεί, αυτό δεν μας είναι ευχάριστο”, είπε ο κύριος Αθανασιάδης, ο ογκολόγος γιατρός που ανέλαβε την Τασούλα. “Ομως, αν είναι μόνο εκεί, που έτσι δείχνει προς το παρόν, θα έχει πολλές πιθανότητες να είναι ιάσιμος, χωρίς να θέλω από τώρα να δεσμευτώ με τα λόγια μου και πριν ολοκληρωθούν οι εξετάσεις”. Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια της σκοτεινής διαδρομής για την οποία η ζωή μας είχε κόψει εισιτήρια και ορίστε τώρα, εμείς επιβάτες δίχως να το έχουμε επιλέξει».
Τρεις μέρες μετά από μια δεύτερη μαγνητική στο «Metropolitan» εντοπίζεται δεύτερος όγκος στον τράχηλο της μήτρας και ο Λάκης ρωτάει τον γιατρό: «“Είναι κι αυτός κακοήθης;”. “Ναι, καρκίνος κι αυτός”», απάντησε ο γιατρός που συμπλήρωνε το χαρτί της βιοψίας. Καρκίνος. «Επρεπε τώρα να βάλουμε κι εμείς στη φωνή μας σιγαστήρα, να προφέρουμε σιγά-σιγά αυτή τη λέξη, που σχεδόν στα μισά του χρόνου έγινε μια λέξη ρουτίνας. Πώς λέμε ένα καφέ; Ετσι. Καρκίνος. Είχαμε βουτήξει στα παγωμένα νερά της Ανταρκτικής».
Από την Κομοτηνή στην Πάρο
Ο Λάκης ήξερε ότι αυτή η παγωμένη βουτιά θα κρατούσε για πολύ, ότι θα αργούσαν να «στεγνώσουν» αυτός και η Τασούλα που μόλις άκουσε τον γιατρό να μιλάει για χημειοθεραπεία δεν είπε τίποτε. Μόλις βγήκαν έξω από το νοσοκομείο μίλησε: «Εγώ δεν θέλω να κάνω χημειοθεραπεία», του είπε και ο Λαζόπουλος ήξερε πολύ καλά το γιατί. Η Τασούλα ήταν πάντα οπαδός της Εναλλακτικής Ιατρικής, της Ομοιοπαθητικής και των βοτάνων, ενώ είχε τρομάξει όταν ο γιατρός της είπε ότι θα πέσουν τα μαλλιά της. Θα έπρεπε να φορέσει περούκα, μόνο που όταν τη ρώτησε αν ήθελε να πάνε εκείνη τη στιγμή, η σιωπηλή Τασούλα τον κοίταξε έτοιμη να κλάψει πριν του πει «όποτε θες». «“Το χειρίζομαι τόσο σαν μαλάκας”, είπα μέσα μου. Ενιωθα ότι δεν ξέρω πώς να πω ότι έχω να πω, πώς να μιλήσω», γράφει ενώ όταν έφτασαν σπίτι έκανε κάποια τηλέφωνα μήπως βρει κάποια άκρη με το κανάλι. Ηταν η στιγμή που αναρωτήθηκε μέσα του: «Θα σκύψεις να σώσεις τη γυναίκα σου, οπότε θα σε φάνε ζωντανό, ή θα σταθείς όρθιος να σώσεις το τομάρι σου; Δεν ήθελε σκέψη. Ασφαλώς αποφάσισα να σώσω την Τασούλα».
Το κορίτσι που γνώρισε τυχαία στην Κομοτηνή, όπου σπούδαζαν και οι δύο στη Νομική, αυτή που του έκλεψε την καρδιά από την πρώτη στιγμή, όπως γράφει κάνοντας την πρώτη βουτιά στο παρελθόν. «Ακριβώς δίπλα ήταν η κοπέλα μου η Αμαλία, με την οποία ήμουν ερωτευμένος μέχρι εκείνη τη στιγμή. Μέχρι τη στιγμή που μπήκε η Τασούλα στη λέσχη των φοιτητών. Γύρισα, μίλησα στην Αμαλία όπως ο Ιούδας στον Ιησού. Ηξερα. Θα την προδώσω».
Η βουτιά αυτή δεν κρατάει πολύ. Στο επόμενο κεφάλαιο ο Λάκης παίρνει την «Τζοκόντα» του από το αεροδρόμιο της Πάρου στις 8 Αυγούστου του 2019 για να ξεκουραστεί λίγο στο σπίτι του. Την επομένη, στις εφτά και μισή το πρωί, κάνουν μπάνιο μαζί κάτω από τον Αϊ-Γιάννη στις πλάκες και μετά ανεβαίνουν σπίτι για να πιουν καφέ, ενώ τα τζιτζίκια έχουν στήσει τη δική τους καλοκαιρινή συναυλία.
Οταν ο Λάκης προσπαθεί να τα κάνει να σωπάσουν η Τασούλα του λέει: «“Ασ’ τα. Φωνάζουν από έρωτα. Ξέρεις καθόλου;”». «“Οχι”, της είπα» και τότε η γυναίκα του αρχίζει να του εξηγεί ότι ο ήχος αυτός είναι ερωτικό κάλεσμα ώστε να σμίξουν πριν από το τέλος του καλοκαιριού, οπότε και πεθαίνουν. «“Πάντως” της είπα, “δεν είναι ωραίος ήχος αυτός για να καλείς την τζιτζικίνα σε έρωτα” και η απάντηση είναι άμεση: “Είναι και ο θάνατος στη μέση”. Ενιωσα πως η Τασούλα προσπαθούσε προσεκτικά να μου πει πως σε λίγο θα έφευγε. Ακόμα και τώρα που έβλεπε το νοιάξιμό μου για να ζήσει. Να ζήσει. Αυτό ήθελα. Τίποτε άλλο».
Η μετάσταση και το «μηχάνημα»
Ο Λαζόπουλος βυθίζεται για λίγο στις αναμνήσεις προτού επιστρέψει στο σήμερα, θυμάται πώς τη χαιρέτησε πρώτη φορά σε ένα τραπέζι της λέσχης των φοιτητών, πώς την κοίταξε τότε. «Τώρα την κοιτούσα πάλι στα κουρασμένα της μάτια με τα δικά μου κουρασμένα μάτια. Εδώ, στην αυλή της Πάρου», γράφει, «χωρίς να ξέρω τι να της μεταφέρω στο μυαλό της. Εκείνη ποτέ δεν έπαψε να είναι γυναίκα μου, ποτέ δεν πήραμε διαζύγιο, κι όλα όσα συνέβησαν στη μεγάλη αυτή διαδρομή τα κανονίζαμε όπως τα κανονίζουν οι στρατιώτες εν καιρώ πολέμου.
Με δυο κλεφτές ματιές, με μερικές έντονες φωνές, αλλά μπροστά μας ο πόλεμος που έπρεπε να είμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο». Βουτάει πάλι σε αυτά που της έλεγε τότε στην Κομοτηνή, ότι είναι με την Αμαλία αλλά θέλει αυτή, χωρίς να φαντάζεται ότι ένα ταξίδι στη Λάρισα θα έφερνε κοντά τις δύο γυναίκες. Τόσο κοντά μάλιστα που η μία έλεγε στην άλλη τα ψέματα του Λάκη που, επιστρέφοντας αργά βράδυ Σαββάτου δεν βλέπει καμία, ενώ την Κυριακή πάει σινεμά. «Και βρισκόμαστε στο σημείο που εγώ βγαίνω από τον κινηματογράφο. Στο πεζοδρόμιο, ακριβώς απ’ έξω στεκόταν η Τασούλα με την Αμαλία αγκαζέ και με περιμένανε να βγω». Κι εκεί απ’ έξω τα δύο κορίτσια του ζήτησαν να ξεκαθαρίσει ποια θέλει. «Εκανα ένα δεύτερο να απαντήσω. “Την Τασούλα”, είπα».
Το κορίτσι του, που στις 16 Νοεμβρίου του 2016 υποβάλλεται σε pet scan για να διαπιστώσουν οι γιατροί αν ο καρκίνος έχει πάει σε κάποιο άλλο όργανο. Ο Λαζόπουλος την παρακολουθεί και το μάτι του εντοπίζει μια άσπρη κουκκίδα η οποία δεν ήταν εκεί που είχε διαγνωστεί η αρχική εστία. Ο καρκίνος έχει κάνει μετάσταση στο συκώτι, αλλάζοντας όλα τα μέχρι τότε δεδομένα. «Το είδα στα μάτια όλων των γιατρών που μελετούσαν τις εξετάσεις αργότερα», γράφει, το ένιωσε στο αμήχανο συντακτικό του οικογενειακού τους γιατρού, το αισθάνθηκε στο «ωχ» που ξέφυγε από τα χείλη του κουμπάρου του Βαγγέλη -γιατρός στη Θήβα- όταν του είπε τα αποτελέσματα. Η Τασούλα πρέπει να κάνει χημειοθεραπεία και ο Λάκης της τονίζει ότι θα πάνε και όπου αλλού θέλει αυτή, πιέζοντας για μια συναίνεση αφού δεν βλέπει κανένα φως. Το «όπου αλλού» εμφανίζεται μετά το τηλέφωνο μιας αγαπημένης τους φίλης, ένας κολλητός της οποίας είχε τον ίδιο καρκίνο πολλά χρόνια αλλά ζει και βασιλεύει, χάρη σε ένα «μηχάνημα» που έχει κάποιος.
«Γυρίσαμε στο σπίτι, αρχίσαμε να μιλάμε και να ψάχνουμε αυτόν στη Χαλκίδα. Τον Χριστόδουλο. Με το μαγικό μηχάνημα που εξαφανίζει τον καρκίνο». Τον βρίσκουν και την επόμενη μέρα φεύγουν πρωί και ακολουθώντας τις οδηγίες που τους είχε δώσει φτάνουν σε έναν λοφίσκο όπου δεσπόζει ένα παράπηγμα. Μπήκαν μέσα για την εξέταση. «Μαζί του ήταν ο βοηθός του, ένας συμπαθέστατος άνδρας από το Πακιστάν, ο οποίος σε όλη τη διάρκεια της εξέτασης ήταν ανάποδα, γυρισμένος σε ένα μικρό γραφείο και σημείωνε τα νούμερα που του έλεγε ο “γιατρός”. Αυτός που χτύπαγε με ένα σφυράκι το οποίο είχε στη γωνία μια πλαστική απόληξη, ένα περίεργο ιατρικό σαντούρι που έκανε δονήσεις, τις οποίες ο “γιατρός” άκουγε και έλεγε πέντε-έξι αριθμούς! “Δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό που έκανε και δεν με έπεισε ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Εμένα. Η Τασούλα όμως τον κοίταζε σαν θεό”».
Οι χημειοθεραπείες
Ο συγκεκριμένος «θεός» είπε ότι δεν πρέπει να κάνει καθόλου χημειοθεραπεία, ότι ο καρκίνος θα επιτεθεί ξανά και ότι θα πάει στα νεφρά, προσθέτοντας ότι μόνο το «μηχάνημα» θα τον περιορίσει σιγά-σιγά. Ο Λάκης επιμένει να κάνει και τις δύο θεραπείες η «Τζοκόντα» του και ο τύπος του ζητάει 5.000 ευρώ γι’ αυτό το οποίο ρυθμίζεται, όπως του λέει, ειδικά για τον καρκίνο που έχει ο καθένας. Μόλις ακούει από τον Λαζόπουλο ότι θα το σκεφτούν και θα επικοινωνήσουν μαζί του, τον ρωτάει: «“Γιατί; Δεν έχεις λεφτά επάνω σου;”. “Οχι”, του είπα. “Αλλά θέλω και να το σκεφτώ”». Η Τασούλα, όμως, το ήθελε το «μηχάνημα», του το έλεγε με τα μάτια της και ο Λάκης συναινεί, ζητώντας μια απόδειξη, την οποία δεν πήρε ποτέ. Ο Χριστόδουλος του είπε ότι τους κυνηγάνε οι γιατροί επειδή τους παίρνουν τη δουλειά και σώζουν κόσμο, οπότε η κατάθεση των χρημάτων έγινε στη μη κερδοσκοπική εταιρεία του και το «μηχάνημα» αγοράστηκε σαν μικρή γεννήτρια. «Το μηχάνημα μπήκε στον μεγάλο καναπέ δεξιά, μπαίνοντας στο σπίτι της Τασούλας. Διαρκώς στην πρίζα. Από εκείνη την ημέρα νομίζω ότι ούτε η Τασούλα ανέβηκε ξανά επάνω στο κρεβάτι της. Κοιμόταν εκεί, σ’ αυτόν το σκούρο μπορντό καναπέ».
Οι λέξεις φεύγουν από το σήμερα, γυρνάνε στο χθες, στην πρώτη βραδιά που αυτοί οι δύο άνθρωποι έκαναν έρωτα στο δωμάτιο της Τασούλας, εκεί που μια νυχτερίδα μπήκε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Η πένα του Λαζόπουλου γράφει χωρίς στεγανά για μύχιες προσωπικές του στιγμές, για πράγματα και καταστάσεις που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα δημοσιοποιούσε ποτέ, όπως τις χημειοθεραπείες στο «Υγεία». «Οι εμετοί άρχισαν. Το κορίτσι μου τα υπέφερε όλα αμίλητο. Κανένα παράπονο». Μετά τις πρώτες έξι μέρες η γραμματέας του τον πιάνει και του λέει να πάει σπίτι επειδή την αγχώνει χωρίς να το καταλαβαίνει, ευρισκόμενοι και οι δύο στην αρχή ενός Γολγοθά με πολλά και βασανιστικά βήματα, όπως τις άφτρες που γέμισαν το στόμα της Τασούλας μετά τη χημειοθεραπεία, τις δυσοίωνες ιατρικές προβλέψεις και τον Φουρθιώτη να του στέλνει κάθε μέρα δημοσιογράφους έξω από το θέατρο.
Της τα λέει και του απαντάει να μη δίνει σημασία, αυτή που έμενε πάντα πίσω, που δεν ήθελε να ξέρουν ότι είναι η γυναίκα του Λάκη για να μπορεί να κυκλοφορεί σαν κανονικός άνθρωπος. Ο Λαζόπουλος πάει με τις εξετάσεις της στο Παρίσι για να πάρει και άλλη μια άποψη, ενώ ακυρώνει το Λονδίνο επειδή δεν είχαν ρυθμιστεί όλα του τα ραντεβού και γυρίζει. «Καθόμουν στο δωμάτιο, στο 1703 νομίζω ήμασταν αυτή τη φορά. Είχε πάει στο μπάνιο, επέστρεφε στο κρεβάτι, σταμάτησε, γύρισε και με κοίταξε, τράβηξε μια τούφα από τα μαλλιά της, ύστερα μια άλλη, ύστερα μια τρίτη. “Τα μαλλάκια μου”, μου είπε, “τα μαλλάκια μου πέφτουν”». Η Τασούλα βάζει τα κλάματα για πρώτη φορά και ο Λάκης την αγκαλιάζει σφιχτά και κλαίει μαζί της σε αυτό το πρώτο μεγάλο ξέσπασμα.
Το κάψιμο και το άγριο σκυλί
Λίγες ημέρες μετά θα βγουν για την πρώτη τους βόλτα στο Κολωνάκι, με τα καινούρια ψεύτικα μαλλιά της Τασούλας. Ψωνίζουν και πίνουν καφέ, αλλά η κουβέντα αναπόφευκτα έρχεται στην αρρώστια. Η «Τζοκόντα» του θέλει να σταματήσει τη θεραπεία και αρνείται να πάει στο εξωτερικό μαζί με τον Λάκη, έχοντας σχεδιάσει μια δική της εξέλιξη στην αρρώστια της. Κάποια στιγμή το βλέμμα της αλλάζει όταν αντικρίζει ένα πρόσωπο να περνάει σε απόσταση αναπνοής από εκεί που κάθεται με τον άνδρα που αγάπησε για πάντα.
«Είδα τα χαρακτηριστικά της να αλλάζουν. Μια ηθοποιός, μια παλιά μου ιστορία. Που είχε μάθει και γι’ αυτήν», τονίζει ο Λαζόπουλος που κάποιες παραγράφους μετά πηγαίνει από το 2016 στο 1991,σε μια νύχτα στην Αγίας Λαύρας όπου έμεναν τότε. Είχαν γυρίσει από κάποια γενέθλια φίλων και «υπήρχε ακόμα επιθυμία για έρωτα, οπότε ξαπλώσαμε στο κρεβάτι έτοιμοι από τον δρόμο. Μόνο που τα χέρια μου, καθώς πήγαν να ακουμπήσουν το στήθος της, ένιωσαν ξαφνικά κάτι εξαιρετικά περίεργο. Πήραν φωτιά». Το αισθάνεται και η Τασούλα που πείθεται να πάει στον γιατρό, ο οποίος μετά την εξέταση κάνει λόγο για ένα γρομπαλάκι στο στήθος, απομεινάρι των ημερών που θήλαζε τη Μαριέλλη. Ο Λαζόπουλος επιμένει να εγχειριστεί, η αφαίρεση γίνεται και την ώρα που τη ράβουν ο γιατρός είδε στον μαζικό αδένα κάτι που δεν του άρεσε, αφαιρεί ένα κομμάτι και το δίνει για ταχεία βιοψία.
Είναι καρκίνος και όταν ρωτάει τον Λάκη που επέμενε για την εγχείρηση πώς το κατάλαβε, η απάντησή του είναι: «Δεν ξέρω. Το ένιωσα». Αφαιρέθηκε επιτυχώς και από τότε η Τασούλα έκανε εξετάσεις κάθε χρόνο μέχρι τη στιγμή που πήγε σε έναν γιατρό ο οποίος της έδωσε έναν σκασμό χάπια ως συμπληρώματα διατροφής. Είχε πάει και τον Λάκη, ο οποίος δεν τα πήρε ποτέ και αποφάσισε μόνη της να σταματήσει τις άλλες εξετάσεις, αυτές που θα έδειχναν κάτι χωρίς να του το πει. Είναι η περίοδος όπου ο Λαζόπουλος βάλλεται συνεχώς, αλλά ο ίδιος δεν ασχολείται καθόλου με όσα λένε και, όπως επισημαίνει, «οι άνθρωποι εκείνη τη στιγμή μπορούσαν να πιστέψουν ό,τι ήθελαν για μένα. Αλήθεια, δεν με ενδιέφερε καθόλου. Δεν έδινα δεκάρα τσακιστή».
Στο Παρίσι οι γιατροί του λένε ότι μπορεί να γίνει επέμβαση η οποία θα καθυστερούσε την επανεμφάνιση του καρκίνου, αλλά ήξερε ότι η γυναίκα του δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει κάτι τέτοιο σε μια ξένη χώρα. Οι εικόνες των αγίων πληθαίνουν στο σπίτι της, την ίδια ώρα που ο Λάκης βλέπει γιατρούς στο Λονδίνο και ένας από αυτούς του περιγράφει τον καρκίνο ως μια ράτσα σκυλιών. «Από τα εκατό σκυλιά της», του λέει, «τα ενενήντα βγαίνουν μικρόσωμα, με πολύ ήπιο χαρακτήρα και πολύ εύκολα τα βάζει κανείς σε τάξη. Βγάζει όμως και δέκα μεγαλόσωμα σκυλιά, άγρια, που όμως έχουν τον χαρακτήρα των μικρόσωμων». Οταν τον ρωτάει τι εννοεί, ο γιατρός του εξηγεί ότι εκεί που δείχνουν να υποχωρούν, επιτίθενται στα καλά καθούμενα άγρια και κάθε φορά θα γίνονται όλο και πιο άγρια.
«“Η γυναίκα σας έχει αυτού του είδους τον καρκίνο. Μη σας ξεγελάσει η πορεία της ασθένειας. Να έχετε στο νου σας ότι κάθε φορά η ασθένεια αυτή θα επιτίθεται ακόμη πιο άγρια”. Μου έκοψε τα πόδια». Οταν φεύγει, σηκώνει το τηλέφωνο στον δρόμο και η Τασούλα χοροπηδάει από χαρά όταν του λέει ότι βγήκαν οι εξετάσεις, έφυγαν όλα και υποχώρησε ο καρκίνος. «Μα όταν έκλεισα το τηλέφωνο νομίζω ότι είδα στον δρόμο ένα μεγάλο άγριο σκυλί, να κάθεται φρόνιμα, ήσυχα, κάτω σαν μωρό, αλλά καθώς χαμογέλασε, φανέρωσε τα κοφτερά δόντια του. Ηταν αυτά που είδα τρεις μήνες αργότερα».
Τα «δεν» και η επιδείνωση
Η καθημερινότητα εκείνους τους μήνες είναι γεμάτη από τη λέξη «σκυφτοί» και καθημερινές επισκέψεις στο νοσοκομείο για εξετάσεις και θεραπεία. Η Τασούλα δεν διαμαρτύρεται πια, τα υπομένει όλα με ένα ήσυχο βλέμμα και ένα μόνιμο χαμόγελο. «Ενιωθα ότι ζούσε για να συνηθίσουμε εμείς τον θάνατό της. Εγώ και η κόρη μας», γράφει ο Λαζόπουλος που μαζί της πηγαίνει ξανά στη Χαλκίδα για να ρυθμίσει ο «γιατρός» το «μηχάνημα». Η ζωή τους είναι πλέον μηχανήματα που δεν υπάρχουν στην Ελλάδα, άλλες θεραπείες και δύο γιατροί, προσωπική επιλογή της Τασούλας, που τη βοηθούσαν να αντέξει τις χημειοθεραπείες. Ο ένας της χορηγεί ενέσιμη βιταμίνη C χωρίς να το γνωρίζει ο κ. Αθανασιάδης, που ήταν ο θεράπων ιατρός της και όταν ο Λάκης της λέει να του το πει, αυτή νευριάζει.
«Ενιωθε πως αυτόν που μέσα της η ίδια πίστευε ότι είναι ο δρόμος για τη σωτηρία της εγώ τον ποδοπατούσα. Η Τασούλα έλεγε “από δω”, εγώ έλεγα “από κει”». Στέλνει τις εξετάσεις της στην Αμερική, στον γιατρό Πάνο Μανώλα, κορυφαίο χειρουργό, που όταν του τηλεφωνεί βγαίνουν παιδικοί φίλοι από τη Λάρισα, οι οποίοι απλά χάθηκαν μετά. Ο Μανώλας στέκεται δίπλα στον Λάκη και την Τασούλα, δίνει τη γνώμη του και παρότι είχε αντίρρηση για μια λαπαροσκοπική επέμβαση, αυτή θέλει να την κάνει. Αφαιρούνται δεκαεπτά καρκινικές εστίες, αλλά λίγους μήνες μετά ο καρκίνος επιτίθεται ξανά στο συκώτι της, πιο άγριος ακόμη και η θλίψη επανέρχεται. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων δείχνουν ότι τα περιθώρια στενεύουν πλέον και ο κ. Αθανασιάδης προτείνει ένα νέο φάρμακο και ύστερα ανοσοθεραπεία. Αρχίζει νέος κύκλος χημειοθεραπείας και όταν ο Λάκης ανεβαίνει στο δωμάτιο, η γραμματέας του τον ενημερώνει για τα πολλά «δεν» που λένε οι γιατροί.
«Εμείς μιλάγαμε. Η Τασούλα κοίταζε έξω από το παράθυρο. Η ζωή ήταν έξω. Οριστικά έξω από το παράθυρο. Κρατούσε τα χείλη της, σχεδόν τα δάγκωνε για να μην κλάψει». Της κρατάει το χέρι και αργά το βράδυ παίρνει το αυτοκίνητο και πάει στο Σούνιο, σε ένα αγαπημένο του σημείο, όπου αφήνεται μόνος με τις σκέψεις και τις αναμνήσεις του. Οταν επιστρέφει βλέπει μια αναπάντητη από την Τασούλα που τον καλεί ξανά και ο Λαζόπουλος πάει στο σπίτι της, δίπλα από το δικό του, και τη βρίσκει κλαμένη. Του λέει ότι δεν μπορεί να κοιμηθεί, ότι δεν αντέχει όλο αυτό και μαζί πάνε μια βόλτα στο Σούνιο, ενώ στους μήνες που ακολουθούν μιλάνε, αλλά όχι πολύ.
«Κράτησε τα λόγια της για να τα διαβάσω όταν έφυγε από τη ζωή», γράφει χαρακτηριστικά. Η χημειοθεραπεία συνεχίστηκε, αλλά όχι για πολύ, αφού οι εξετάσεις έδειξαν ότι το υγιές μέρος του συκωτιού όλο και συρρικνωνόταν, ενώ ο Αθανασιάδης είπε στον Λάκη ότι αν το συκώτι επιδεινώνεται με αυτούς τους ρυθμούς «σε λίγο δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτε». «Ξεκίνησε η ανοσοθεραπεία. Χωρίς ελπίδα ούτε στα μάτια της ούτε στα μάτια μου. Η απελπισία είχε αρχίσει να μοιάζει σαν τρένο που ερχόταν κατά πάνω μας».
Το βραδινό τηλεφώνημα και η Λωζάνη
Μαθαίνει από τον Πάνο για ένα εμβόλιο που γινόταν στο Κολούμπια, αλλά η Τασούλα δεν υπήρχε περίπτωση να πάει εκεί, οπότε ζητάει αναλυτικά μια λίστα με τα υλικά και τα εργαστήρια. Καταφέρνει να ενώσει το παζλ ενώ ψάχνει για πειραματικές θεραπείες που γίνονταν κυρίως στην Αμερική και το Ισραήλ, αλλά η αίτηση για ένα φάρμακο που δοκιμαζόταν σε καρκινοπαθείς στη Βοστόνη απορρίπτεται.
«“Είναι σε προχωρημένο στάδιο ο καρκίνος”, μου απάντησαν, “δεν έχει νόημα”. Δεν έχει νόημα. Και το εμβόλιο που ήθελα να κάνει, μου είχανε πει ότι δεν έχει και πολύ νόημα. Τίποτε δεν είχε νόημα». Ο Λαζόπουλος δεν ακούει όσα τον αφορούν και δεν βλέπει κανέναν εκείνες τις μέρες τις αφόρητες, που αισθάνεται ότι πλέον πολύ λίγα πράγματα μπορεί να κάνει. «Συνέχιζα να βρίσκομαι στον βυθό μου με ένα ψαροντούφεκο, κυνηγώντας ψάρια σε πολύ μεγάλο βάθος. Καμία επικοινωνία. Αδιάφορα όλα. “Στ’ αρχίδια μου”. Αυτή είναι η φράση που χρησιμοποιούσε το μυαλό μου και δεν θα ήθελα ούτε να τη βάψω με χρώματα λογοτεχνικά, ούτε να την αλλάξω». Η επόμενη συνάντηση με τον Αθανασιάδη ηχεί στα αυτιά τους σαν προαναγγελία θανάτου. «Τασούλα μου, κύριε Λαζόπουλε, εμάς τα όπλα μας τελείωσαν. Δεν έχουμε πολλά, δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά». Ο Λάκης απαντάει: «“Θανατο-θεραπεία δηλαδή;”.
«Εφυγε από το στόμα μου. Η Τασούλα με κοίταξε χαλαρή. Ηξερε το χιούμορ μου ακόμη κι όταν γινόταν κατάμαυρο». Ο Λάκης θυμάται στις βουτιές που κάνει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο τον γάμο τους, μια κοπέλα που απείλησε να πάει στην εκκλησία επειδή κάποτε της είχε πει ότι θα την παντρευτεί και τις αέρινες σιωπές της Τασούλας του. Αναζητώντας λύσεις για να ζήσει το κορίτσι του προκύπτει η Λωζάνη και η Αντωνία Δίγκλια, η γιατρός που αναλαμβάνει την «Τζοκόντα» του, η οποία δέχεται να ταξιδέψει στην Ελβετία. Γράφοντας απνευστί ο Λάκης ενώνει αριστοτεχνικά, μα πάνω απ’ όλα αληθινά περιστατικά που πιθανόν να έμεναν για πάντα κρυφά, όπως το βράδυ εκείνο που η Τασούλα τον έπιασε να ερωτοτροπεί εξ αποστάσεως, ξαπλωμένος σε έναν καναπέ.
«Σκοτάδι απόλυτο, είχα φέρει τη συσκευή του τηλεφώνου δίπλα μου και ψιθύριζα διάφορα ερωτικά λόγια, απ’ αυτά που λέμε “ακατάλληλα δι’ ανηλίκους”, σε μια ηθοποιό που είχα ούτε ένα μήνα πριν γνωρίσει». Το τηλεφώνημα κράτησε μία ώρα και όταν τέλειωσε διέκρινε τη σιλουέτα της στον απέναντι καναπέ να τον κοιτάει χωρίς να του λέει τίποτε. «Αισθάνθηκα ότι μετά από κάποια ώρα σηκώθηκε και ανέβηκε πάνω. Δεν το συζητήσαμε το θέμα, ούτε την επόμενη μέρα, ούτε τη μεθεπόμενη, ούτε ποτέ. Το διάβασα σε ένα από τα γράμματα που μου έγραφε και ποτέ δεν μου έστειλε όσο ζούσε. Τα βρήκα όλα μετά».
Στη Λωζάνη η Αντωνία Δίγκλια τους βλέπει στο νοσοκομείο CHUV, μιλάει αποκλειστικά στην Τασούλα και δεν υπόσχεται θαύματα, αλλά χαράζει μια στρατηγική. Γίνονται δύο επεμβάσεις -χημειοεμβολισμοί- και ο καρκίνος αρχίζει να υποχωρεί, μέχρι το Πάσχα του 2019, όταν οι εξετάσεις έδειξαν ότι επιτέθηκε ξανά και άγρια. Στην Πάρο γιορτάζουν την Ανάσταση μαζί με δύο φίλες της και την κόρη τους ενώ οι λέξεις «τελευταίο-τελευταία» έχουν ήδη μπει στη ζωή τους. Εν αντιθέσει με τη μητέρα του, η Τασούλα του δεν φοβόταν να ταξιδέψει μόνη της στον θάνατο, ειδικά από τη στιγμή που πέταξε μόνη της στην Ελβετία για τελευταία φορά, αφού ο Λάκης είχε το «Αλ Τσαντίρι» στο OPEN.
Γράφοντας για τη μαμά του όταν έμενε μαζί τους, ο αναγνώστης θα γελάσει ασυναίσθητα, κάτι πολύ δύσκολο να συμβεί στο συγκεκριμένο βιβλίο: «Μέρα παρά μέρα ένιωθε πως έφτανε κοντά στον θάνατο και η Τασούλα αναγκαζόταν να φωνάξει το 166, έμπαινε μαζί της πίσω, έπαιρνε και την κόρη μας για να μην την αφήσει μόνη σπίτι. Το παιδί μας για πολλά χρόνια έβλεπε ασθενοφόρο και φώναζε “γιαγιά, γιαγιά”». «“Εχω κουραστεί” μου έλεγε, “με τη μάνα σου, γελάνε οι γιατροί στο νοσοκομείο που την πάμε κάθε φορά. Και επιπλέον για να την προσέξουνε τους λέει συνέχεια ότι είναι η μητέρα σου». Η μητέρα του είχε «φύγει», όμως η Τασούλα του ζούσε ακόμη το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής της, αφού οι επιπλοκές στην υγεία της πολλαπλασιάζονταν και ο οργανισμός της αδυνάτιζε.
«Κύριε Λαζόπουλε, η Αναστασία πήρε τον δρόμο»
Ηταν 8 Αυγούστου όταν τελείωσαν όλα στην Αθήνα και η Τασούλα αφού πήρε το αεροπλάνο και έφτασε στην Πάρο, είπε στον Λάκη να δει μια συγκεκριμένη ταινία χωρίς να της πει τίποτε γι’ αυτήν. «Η ταινία με διέλυσε. Η γυναίκα στο έργο πεθαίνει από καρκίνο στο τέλος, λέγοντας στον άντρα της να μη στεναχωριέται. “Είμαι ευτυχισμένη γιατί έζησα την αγάπη”. Αυτή ήταν η φράση που ήθελε να ακούσω». Μετά από σχεδόν σαράντα χρόνια μαζί ένιωσε «πως στην πραγματικότητα ποτέ δεν έφυγα. Κι ας έφευγα. Κι ας απιστούσε το σώμα. Με δικαιολογώ, το ξέρω. Εχω την ανάγκη να το κάνω και το μολύβι, υπάκουο στο αφεντικό του, γράφει τις λέξεις μου στη σειρά όπως τις αραδιάζω. Ξέρω όμως ότι το δίκαιο είναι με το μέρος της…».
Στην Πάρο η Τασούλα είναι καλά, γελάει, βλέπει φίλους, μαγειρεύει ένα ριζότο, τα βράδια κοιμάται ήσυχα και παραμονή του Δεκαπενταύγουστου προτρέπει τον Λάκη να πάει μια εκδρομή για λίγες ώρες. Η εκδρομή θα τελειώσει προτού καν αρχίσει, αφού η Τασούλα δεν αισθάνεται καλά, κάτι που διαπιστώνει τηλεφωνικά η Αντωνία Δίγκλια και ο Στέφανος, που είχε μείνει μαζί της, την πηγαίνει σε ένα ιδιωτικό θεραπευτήριο με τη διάγνωση να λέει ότι έχει λοίμωξη. Επιστρέφουν εσπευσμένα με πλοίο στον Πειραιά -ελικόπτερο δεν μπόρεσε να βρεθεί- όπου τους περιμένει ασθενοφόρο του «Υγεία». Οι γιατροί είναι σφιγμένοι, αλλά ο Λαζόπουλος νιώθει το μεγαλύτερο σφίξιμο όταν μαθαίνει ότι η Τασούλα θα μπει στο 1618, «στο δωμάτιο που είχε πεθάνει η μητέρα μου. Είχα ορκιστεί να μην ξαναμπώ σε κείνο το δωμάτιο».
Το υγρό που έχει μαζέψει αφαιρείται με παρακεντήσεις, οροί και φάρμακα κρέμονται από πάνω της, ενώ στις 17 Αυγούστου ζητάει να φάει μόνο παγωτό. Και ξημέρωσε το πρωί που ο Λάκης ξύπνησε από ένα «ααα!» της Τασούλας του που πνιγόταν και άρπαξε ένα μικρό λεκανάκι για τον εμετό. Εβγαλε αίμα, της σκουπίζει το στόμα και όταν η νοσοκόμα του λέει να μην της το πει «ένιωσα από τα λόγια της ότι το τέλος πλησιάζει», ενώ οι γιατροί μπαίνουν και την παίρνουν για γαστροσκόπηση. Οταν ο γιατρός Νίκος Πισταλματζιάν τους ρωτάει «αν χρειαστεί να διασωληνωθεί έχουμε την άδεια;», ο Λάκης κοιτάει τη Μαριέλλη που λέει: «Θα κάνετε αυτό που ξέρετε και πρέπει να κάνετε. Σας έχουμε εμπιστοσύνη». Μετά μάζεψαν τα πράγματά τους και άφησαν το δωμάτιο 1618 για να ανέβουν στο 1703 και να περιμένουν την Τασούλα τους να γυρίσει αφού ξεπεράσει τη λοίμωξη. Κάποια στιγμή το τηλέφωνο χτύπησε ξανά.
«Κύριε Λαζόπουλε, η Αναστασία δεν πηγαίνει πολύ καλά, η λοίμωξη τρέχει και καταστρέφει όργανα, θα πρέπει να διασωληνωθεί. Δεν μπορούσα να απαντήσω». Ειδοποιεί τις φίλες της να έρθουν, να ετοιμάζονται, αφού «οι ελπίδες είχαν πηδήξει όλες μαζί απ’ το παράθυρο του δεκάτου εβδόμου ορόφου του “Υγεία”». Οταν ανεβαίνει ο Νίκος Πισταλματζιάν απευθύνεται στον Λάκη: «“Κύριε Λαζόπουλε, η Αναστασία έχει πάρει τον δρόμο”. Τα δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια όλων μας. Κατεβήκαμε με την κόρη μου και μπήκαμε στην Εντατική για να την αποχαιρετήσουμε όσο ακόμα ανέπνεε. Πιάσαμε το ένα χέρι ο ένας και το άλλο ο άλλος και την κοιτούσαμε. Δεν μας έβλεπε. Η αναπνοή της ήταν βιαστική. Σαν να την κυνηγούσε ο θάνατος και έτρεχε να μην την πιάσει. Ή μήπως έτρεχε να τον συναντήσει;. Βγήκαμε από την Εντατική και η αναπνοή της με ακολουθούσε».
Το βράδυ της 23ης Αυγούστου στις 22.29 η αναπνοή της Τασούλας έσβησε έχοντας αφήσει πίσω της ένα μικρό σημείωμα, ούτε μισή σελίδα, με το οποίο ζητούσε να ταφεί στη Δράμα και «όπου όριζε την κόρη μας υπεύθυνη να πάρει όλες τις αποφάσεις μετά τον θάνατό της».
Τελείωνε με τρεις λέξεις: «Αυτά. Τασούλα Λαζοπούλου». Δέκα μέρες μετά ο Λάκης αποφάσισε να μπει βράδυ στο σπίτι της. «Δεν άναψα κανένα φως. Πήγα και κάθισα στην πολυθρονίτσα της, μέσα στο σκοτάδι. Εκλαιγα σαν μωρό παιδί στη νύχτα που έκρυβε το πρόσωπο της Τασούλας μου. Ηθελα να βυθιστώ στο δικό της σκοτάδι μήπως τη συναντήσω, μήπως της μιλήσω, μήπως μου πει κάτι… Μου λείπει το κορίτσι μου και θα μου λείπει».