Εάν η ανθρώπινη δραστηριότητα δεν είχε μολύνει τόσο πολύ τον πλανήτη και η Γη δεν βίωνε σύσσωμη το ολοένα και πιο επιδεινούμενο «φαινόμενο του θερμοκηπίου», η γεωργική παραγωγή θα ήταν παγκοσμίως κατά 21% μεγαλύτερη, τα τελευταία 60 χρόνια.
Με άλλα λόγια, η κλιματική αλλαγή έχει ήδη αφανίσει 7 ολόκληρα χρόνια αύξησης της παραγωγικότητας της γεωργίας από το 1961, όπως καταδεικνύει νέα μελέτη για την επίδραση της κλιματικής αλλαγής στον αγροτικό τομέα.
«Είναι σαν να έχει πατήσει κανείς ένα κουμπί pause στην αύξηση της παραγωγικότητας στο 2013 και να μην υπήρξε έκτοτε καμία βελτίωση», εξηγεί ο επικεφαλής της μελέτης, Αριέλ Ορτίς-Μπομπέα, οικονομολόγος και αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Εφαρμοσμένων Οικονομικών και Διοίκησης του Πανεπιστημίου Κορνέλ των ΗΠΑ.
Πρώτη στο είδος της, η έρευνα έγινε με τη συμμετοχή των πανεπιστημίων του Στάνφορντ και του Μέριλαντ και δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Nature Climate Change.
Το σκεπτικό της «πηγαίνει πέρα από την παραδοσιακή εστίαση σε μερικές μεγάλες καλλιέργειες σιτηρών», παρατηρεί ο Ντέιβιντ Λόμπελ, καθηγητής Γεωεπιστημών στο Στάνφορντ και μέλος της συντακτικής ομάδας της μελέτης.
«Κοιτάζοντας ολόκληρο το σύστημα -τα ζώα, τους εργάτες, τις ειδικές καλλιέργειες- μπορούμε να δούμε ότι ολόκληρη η γεωργική οικονομία είναι αρκετά ευάλωτη στις καιρικές συνθήκες. Φαίνεται ότι στη γεωργία, σχεδόν όλα γίνονται πιο δύσκολα, όταν η θερμοκρασία ολοένα κι ανεβαίνει».
Πράγματι, από την έρευνα προκύπτει ότι σε περιοχές με θερμότερο κλίμα, όπως στην Αφρική, στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική, η επιβράδυνση της ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής είναι αρκετά μεγαλύτερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο, φτάνοντας στο 26-34%.
Συγκριτικά, ο αντίστοιχος ρυθμός επιβράδυνσης στις ΗΠΑ υπολογίζεται ότι στο 5-15%.
Αν και χρησιμοποιήθηκαν περισσότερες από 200 συστηματικές παραλλαγές του οικονομετρικού μοντέλου, τα αποτελέσματα ήταν τα ίδια, τονίζει ο Ορτίς-Μπομπέα.
«Συνολικά, διαπιστώνουμε ότι η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή έχει ήδη δυσανάλογο αντίκτυπο στις φτωχότερες χώρες, που εξαρτώνται κυρίως από τη γεωργία», επισημαίνει.
«Φαίνεται επίσης ότι η τεχνολογική πρόοδος δεν έχει ακόμη μεταφραστεί σε μεγαλύτερη κλιματική ανθεκτικότητα» της αγροτικής παραγωγής.
Οι επιστήμονες και οικονομολόγοι, που συμμετείχαν στην ερευνητική ομάδα, ανέπτυξαν ένα ολοκληρωμένο οικονομετρικό μοντέλο, συνδέοντας τον σύνθετο δείκτη TFP (υπολογίζει την επίπτωση όλων των συντελεστών παραγωγής συνολικά) με την πιο ανεξέλεγκτη παράμετρο από τον αγρότη: την κλιματική αλλαγή.
«Όταν ένας αγρότης παίρνει μια οικονομική απόφαση, όπως τι θα φυτέψει τον Ιούνιο, το αποτέλεσμα αυτής της απόφασης μπορεί να είναι άγνωστο για τους επόμενους έξι μήνες… καθώς τυχαία γεγονότα, όπως ο καιρός, μπορεί να το επηρεάσουν σημαντικά», εξηγεί ο Ρόμπερτ Γ. Τσέιμπερς, καθηγητής Οικονομίας Γεωργικής Παραγωγής στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και εκ των συντακτών της μελέτης.
Κατά τον Λόμπε, τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ξεκάθαρα ότι στις προσπάθειες προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή πρέπει να ενταχθεί ολόκληρη η αλυσίδα εφοδιασμού, συμπεριλαμβανομένων της εργασίας και των ζώων.
«Δείχνουν επίσης ότι, ακόμη κι όταν η γεωργία γίνεται πιο μηχανοποιημένη και εξελιγμένη, η ευαισθησία στον καιρό δεν εξαφανίζεται», τονίζει.
Πλέον, «δεν αφορά μόνον το τι μπορούμε να κάνουμε, αλλά και προς το πού κατευθυνόμαστε», συμπληρώνει ο Τσέιμπερες.
Η μελέτη «μας δίνει μία ιδέα τάσεων και μας βοηθά να δούμε τι πρέπει να κάνουμε στο μέλλον, ενόψει και νέων αλλαγών στο κλίμα, που θα ξεπερνούν αυτές που έχουμε δει έως τώρα», υπογραμμίζει.
Για παράδειγμα, «προβλέπεται ότι θα έχουμε περίπου 10 δισεκατομμύρια ανθρώπους για να ταΐσουμε έως το 2050. Συνεπώς, το να διασφαλίσουμε ότι η παραγωγικότητάς μας δεν μένει στάσιμη, αλλά αναπτύσσεται ταχύτερα, όσο ποτέ, αποτελεί σοβαρό λόγο προβληματισμού και ανησυχίας».
«Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται την κλιματική αλλαγή ως ένα μακρινό πρόβλημα», παρατηρεί ο επικεφαλής της μελέτης, Ορτίς-Μπομπέα. «Ωστόσο, η επίδρασή της είναι ήδη ορατή. Πρέπει να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή τώρα, ώστε να αποφύγουμε περαιτέρω πλήγματα για τις επόμενες γενιές».