Για αρκετά χρόνια η έννοια της «βιομηχανικής πολιτικής», με την ιδιαίτερη φόρτιση που έχει ιδίως στον αγγλοσαξωνικό χώρο ως συνώνυμη με την κρατική παρέμβαση και το σχεδιασμό, αντιμετωπιζόταν στην καλύτερη των περιπτώσεων ως ιστορικό απολίθωμα στη χειρότερη ως επικίνδυνη εμμονή από την οποία απηλλάγη η παγκόσμια οικονομία.
Και ο λόγος ήταν ότι είχε κυριαρχήσει η αντίληψη ότι οι δυνάμεις της αγοράς μπορούν από μόνες τους να οδηγήσουν στη βέλτιστη αξιοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, αντίληψη που με τη σειρά της εξειδικευόταν στην πεποίθηση ότι δεν χρειάζεται να παράγεται εντός μιας εθνικής οικονομίας ένα προϊόν, εάν παράγεται σε κάποια άλλη χώρα πιο φτηνά. Η γενικότερη τάση φιλελευθεροποίησης του παγκόσμιου εμπορίου όπως και οι διαρκείς επαναστάσεις στις μεταφορές έκαναν αυτή τη λύση να φαντάζει ολοένα και περισσότερο συμφέρουσα.
Όμως, η περίοδος της πανδημίας όπως και η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα έδωσαν αποφασιστικά πλήγματα σε αυτή την αντίληψη η οποία αποτέλεσε την οικονομική «ορθοδοξία» στην περίοδο μετά το 1990, περίοδο που σηματοδοτεί επίσης την εκκίνηση μιας σχετικά μακράς φάσης όπου το παγκόσμιο εμπόριο δεν συναντούσε σοβαρά γεωπολιτικά εμπόδια, παρά τις κατά τόπους εντάσεις.
Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αφενός η περίοδος της πανδημίας έδειξε ότι στοιχεία όπως η ύπαρξη αποθεμάτων, ιδίως σε ιατροφαρμακευτικό και προστατευτικό εξοπλισμό κάθε άλλο παρά αναχρονισμούς αποτελούσαν, αλλά αντίθετα ήταν κρίσιμες παράμετροι για την επιτυχή αναμέτρηση με την υγειονομική κρίση.
Από την άλλη, ο κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος των ΗΠΑ και της Κίνας και συνολικά η λογική ότι οι δύο χώρες βρίσκονται σε έναν στρατηγικό ανταγωνισμό, επίσης σήμαινε την επιστροφή νέων προτεραιοτήτων ως προς την οικονομική πολιτική, που περιλαμβάνουν πιο ενεργητική βιομηχανική πολιτική.
Η αλήθεια είναι ότι αρκετές μεγάλες οικονομίες είχαν μια σημαντική παράδοση σχετικής οικονομικής αυτάρκειας. Για παράδειγμα στη δεκαετία του 1960 το εξωτερικό εμπόριο αναλογούσε στο 10% του ΑΕΠ των ΗΠΑ, ποσοστό όχι πάρα πολύ μεγαλύτερο της ΕΣΣΔ (5%). Την εποχή εκείνη το αντίστοιχο ποσοστό της Γαλλίας ήταν 25% και της Μεγάλης Βρετανίας 41%. Μόλις το 2011 οι ΗΠΑ έφτασαν στο 31% για να υποχωρήσουν στις μέρες στο 27%.
Στην περίπτωση της Κίνας η έμφαση στην αυτάρκεια ήταν στοιχείο τόσο της αυτοκρατορικής περιόδου από το 17ο έως και τον 19ο αιώνα, όταν διακόπηκε από την έναρξη του Πολέμου του Οπίου και τη μακρά ακολουθία ξένων επεμβάσεων, όσο βεβαίως και της περιόδου μετά την άνοδο του Κομμουνιστικού Κόμματος στην εξουσία όταν η μαοϊκή αρχή «να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις» θα κυριαρχήσει, αποτελώντας και έναν από τους λόγους που θα αποφύγει τη βαθύτερη ενσωμάτωση στο πλέγμα οικονομικών σχέσεων των άλλων σοσιαλιστικών κρατών. Και παρότι η κινεζική ρητορική, συμπεριλαμβανομένων των τοποθετήσεων του ίδιου του κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, επιμένει στην υπεράσπιση μια εκδοχής ‘win-win’ παγκοσμιοποίησης και η σημερινή Κίνα δίνει ολοένα και μεγαλύτερη έμφαση στην αυτάρκεια ακόμη και εάν την παρουσιάζει ως αμυντική απάντηση στις αμερικανικές κινήσεις. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα ότι ολοένα και περισσότερο η Κίνα αποδίδει βαρύτητα όχι μόνο στις εξαγωγές αλλά και στην εσωτερική ζήτηση ως παράγοντα τόνωσης της οικονομίας.
Αλλά και οικονομίες όπως η Ινδία επίσης έχουν μια σχετικά μακρά παράδοση αναφοράς σε μια ορισμένη εκδοχή αυτάρκειας, παράδοση που φαίνεται να επιστρέφει και στην τρέχουσα οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Μόντι.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι όχι μόνο η υγειονομική κρίση αλλά και – πολύ περισσότερο – η κλιματική αλλαγή, ιδίως ως «πράσινη μετάβαση» επίσης συνεπάγονται την ύπαρξη πολύ συγκεκριμένης βιομηχανικής πολιτικής και μιας ορισμένης αυτάρκειας.
Η διαφαινόμενη αυτή «αλλαγή παραδείγματος» δείχνει πιο έντονη στις ΗΠΑ, με δεδομένο ότι σε αντίθεση με την Κίνα που ούτως ή άλλως επικέντρωνε στην εξαγωγική δραστηριότητα διατηρώντας έναν υψηλότερο βαθμό προστασίας της εσωτερική αγοράς, οι ΗΠΑ έδειχναν περισσότερο αποφασισμένες να κινηθούν στην κατεύθυνση της «παγκοσμιοποίησης» και της ολοένα και αυξανόμενης εξάρτησης από τις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες.
Τώρα όμως τα πράγματα αλλάζουν, εάν αναλογιστούμε ότι ο Τζο Μπάιντεν έχει υποστηρίξει ότι τα μεγάλα πακέτα οικονομικών παρεμβάσεων που έχει ανακοινώσει και ιδίως αυτό για τις υποδομές των ΗΠΑ ρητά παρουσιάστηκαν και ως προγράμματα που κατά προτεραιότητα θα δοθούν σε αμερικανικές επιχειρήσεις, με «αμερικανικά προϊόντα και αμερικανούς εργαζομένους».
Όλα αυτά έχουν αποτυπωθεί και στη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα σε σχέση με τα τσιπ. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προχωρήσει σε εκτεταμένες απαγορεύσεις στην εξαγωγή τσιπ τελευταίας τεχνολογίας προς την Κίνα, απαγορεύσεις που αφορούν τόσο αμερικανικές επιχειρήσεις όσο και επιχειρήσεις που συναλλάσσονται με αμερικανικές επιχειρήσεις, από κατασκευαστές τσιπ στην Ταϊβάν (που παραμένει πρωτοπόρος) έως ολλανδικές εταιρείες εξειδικευμένες στις ειδικές εκτυπωτικές μηχανές για τσιπ. Αυτές οι απαγορεύσεις πλήττουν την Κίνα με διάφορους τρόπους από την προσπάθειά της να κυριαρχήσει στις υποδομές για δίκτυα 5G έως τις εταιρείες που παράγουν υπερυπολογιστές.
Αντίστοιχη ανησυχία έχουν οι ΗΠΑ για το γεγονός ότι η Κίνα παραμένει σε σημαντικό βαθμό η κομβική χώρα στην παγκόσμια αγορά σπάνιων γαιών, κάτι που με τη σειρά του επίσης σημαίνει έναν κίνδυνο για τις ΗΠΑ να βρεθούν χωρίς πρόσβαση σε κρίσιμες πρώτες ύλες.
Την ίδια στιγμή οι ίδιες οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να προχωρήσουν σε μέτρα όπως μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις στην τεχνολογία των τσιπ, ακριβώς με το κριτήριο ότι πρέπει οι ΗΠΑ να μπορέσουν να απαντήσουν στην προσπάθεια της Κίνας να κυριαρχήσει στην εφοδιαστική αλυσίδα των ημιαγωγών παγκοσμίως.
Ένα άρθρο του 2020, συνυπογεγραμμένο από τον Τζέικ Σάλιβαν, νυν Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας του Τζο Μπάιντεν, έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τον τρόπο που τοποθετούσε την ανάγκη εγκατάλειψης μιας ορισμένης εκδοχής νεοφιλελευθερισμού και την υιοθέτηση μιας πολύ πιο ενεργητικής εκδοχής βιομηχανικής πολιτικής με τα ζητήματα ενίσχυσης της εθνικής ασφάλειας.
Αλλά και η κινεζική απάντηση δείχνει να κινείται στην ίδια κατεύθυνση, εφόσον κομβική πλευρά του οικονομικού σχεδιασμού του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας είναι η στρατηγική Made in China 2025 που στόχο έχει να εξασφαλίσει την αυτάρκεια και πρωτοπορία της Κίνας σε όλους τους κρίσιμους τεχνολογικούς τομείς.
Βεβαίως, την ίδια στιγμή η προσπάθεια «αποσύνδεσης» της αμερικανικής οικονομίας από την κινεζική δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση. Όχι μόνο οι δύο χώρες έχουν εξαιρετικά μεγάλες διμερείς συναλλαγές αλλά και πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων και επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας, αντλούν μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους από τις συναλλαγές που κάνουν στην Κίνα.
Παρότι οι ευρωπαϊκές χώρες είχαν πολύ μεγαλύτερη παράδοση κρατικών παρεμβάσεων στην οικονομία και ενεργητικής βιομηχανικής πολιτικής, το τελευταίο διάστημα η ΕΕ συζητά πολύ σοβαρά τα ζητήματα που θα αφορούσαν την βιομηχανική της πολιτική.
Άλλωστε, όπως διαπιστώνει και ένα πρόσφατο «κείμενο εργασίας» (Staff Working Document) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εξέτασε τις στρατηγικές εξαρτήσεις αλλά και δυνατότητες της ευρωπαϊκής οικονομίας, υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στρατηγικών εξαρτήσεων. Αυτές αφορούν τόσο εξαρτήσεις ως προς τις αναγκαίες εισαγωγές προϊόντων που επηρεάζουν κρίσιμα οικονομικά οικοσυστήματα, με την Κίνα να κατέχει την πρώτη θέση ως χώρα προέλευσης, όσο και εξαρτήσεις σε κρίσιμες τεχνολογίες, κυρίως όσες έχουν να κάνουν με το ψηφιακό οικοσύστημα (ενώ αντίθετα η Ευρώπη έχει στρατηγικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε τεχνολογίες που αφορούν το περιβάλλον).
Αυτό έχει οδηγήσει και στην επικαιροποίηση των κατευθύνσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη νέα βιομηχανική στρατηγική που είχε ανακοινωθεί το 2020. Θυμίζουμε ότι η πρόκληση είχε τεθεί τότε με τους εξής όρους:
«Η διττή οικολογική και ψηφιακή μετάβαση θα επηρεάσει κάθε πτυχή της οικονομίας, της κοινωνίας και της βιομηχανίας μας. Θα απαιτήσει νέες τεχνολογίες, σε συνδυασμό με επενδύσεις και καινοτομία. Θα δημιουργήσει νέα προϊόντα, υπηρεσίες, αγορές και επιχειρηματικά μοντέλα. Θα διαμορφώσει νέες μορφές θέσεων εργασίας που δεν υπάρχουν ακόμη και οι οποίες χρειάζονται δεξιότητες τις οποίες δεν διαθέτουμε ακόμη. Επίσης, θα έχει ως επακόλουθο τη μετατόπιση από τη γραμμική παραγωγή στην κυκλική οικονομία. Η εν λόγω διττή μετάβαση θα πραγματοποιηθεί σε μια εποχή μεταβαλλόμενων γεωπολιτικών συνθηκών οι οποίες επηρεάζουν τη φύση του ανταγωνισμού. Η ανάγκη να κάνει η Ευρώπη τη θέση της να ακουστεί, να προασπίσει τις αξίες της και να αγωνιστεί για ισότιμους όρους ανταγωνισμού είναι σημαντικότερη από ποτέ. Αυτό που διακυβεύεται είναι η κυριαρχική θέση της Ευρώπης.
[…]Η νέα βιομηχανική στρατηγική μας διακρίνεται από επιχειρηματικό πνεύμα και επιχειρηματική δράση. Η Επιτροπή είναι έτοιμη να σχεδιάσει και να δημιουργήσει από κοινού λύσεις με την ίδια τη βιομηχανία, καθώς και με τους κοινωνικούς εταίρους και όλα τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη. Αυτό θα υποστηριχθεί με νέα εστίαση στα βιομηχανικά οικοσυστήματα, λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που υπεισέρχονται σε μια αξιακή αλυσίδα. Αυτή είναι η νέα μας προσέγγιση, η οποία αντικατοπτρίζει την ανάγκη εξεύρεσης νέων τρόπων σκέψης και δράσης που θα καθοδηγήσουν τη διττή μετάβαση.»
Από μια άποψη θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι το κράτος ποτέ δεν «αποχώρησε» από την οικονομία. Ακόμη και αυτό που συνηθίσαμε να αποκαλούμε «νεοφιλελευθερισμό» στηριζόταν σε μεγάλο βαθμό σε κρατικές παρεμβάσεις: για το άνοιγμα αγορών, για την κατοχύρωση ανταγωνιστικών πρακτικών, για τη διαμόρφωση χρηματοδοτικών εργαλείων, για την καθιέρωση μηχανισμών πιστοποίησης και αξιολόγησης, για την ίδια την ενεργοποίηση διαδικασιών άμεσης ή έμμεσης ιδιωτικοποίησης.
Ωστόσο, είναι προφανές ότι ένα μέρος της χάραξης στρατηγικής, της τομεακής πολιτικής, της ανάδειξης ηγετικών επιχειρήσεων, της διαμόρφωσης τεχνολογικών υποδομών αφέθηκε και στις δυνάμεις της αγοράς.
Τώρα είναι σαφές ότι επιχειρείται και παγκοσμίως, μια «αλλαγή παραδείγματος», ή τουλάχιστον διακηρύσσεται ως τέτοια. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι θα γίνει κιόλας. Η προηγούμενη περίοδος σήμαινε και μια πραγματική ηγεμονία μιας αντίληψης της οικονομίας ως «μαύρου κουτιού», που περιόριζε τον ρόλο του κράτους κατά βάση στη διαμόρφωση πλευρών της μακροοικονομικής συνθήκης. Όμως, στοιχεία όπως η τεχνολογική αυτάρκεια ή εκ νέου προσπάθεια για ενίσχυση στρατηγικών κλάδων (ή πολύ περισσότερο «εθνικών πρωταθλητών») απαιτούν πολύ πιο στοχευμένες παρεμβάσεις από την απλή προσδοκία ότι τα τεχνολογικά και βιομηχανικά οικοσυστήματα θα αξιοποιήσουν ορθά τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία.