Αντιμέτωπος με τον ανακριτή βρίσκεται σήμερα ο 32χρονος δολοφόνος των Καλυβίων που την προπαραμονή των Χριστουγέννων εκτέλεσε με τρεις σφαίρες τον υπάλληλο του Κέντρου Υγείας για μια διαφωνία στα κοινόχρηστα και την εμμονή ότι το θύμα και η σύζυγος του, του έκαναν μάγια.
O 32χρονος, όπως φαίνεται από υλικό από κάμερες ασφαλείας, ακολούθησε τον 60χρονο στην εργασία του και τον πυροβόλησε, ενώ φέρεται να έμενε στην ίδια πολυκατοικία με το θύμα.
Κατά την προανάκριση ο 32χρονος αποδέχτηκε τις πράξεις του, είπε ότι το όπλο το προμηθεύτηκε από το Μενίδι, και ισχυρίστηκε ότι ο 60χρονος και η σύζυγος του, τού είχαν κάνει μάγια τα οποία λύθηκαν μετά τη δολοφονία.
Οι καυγάδες ανάμεσά τους ήταν συχνοί, καθώς, όπως αναφέρει η δημόσια τηλεόραση, ο συλληφθείς πίστευε ότι η σύζυγος του 60χρονου, που ήταν διαχειρίστρια στην πολυκατοικία, του έκλεβε χρήματα στα κοινόχρηστα.
Σε έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στην οικία του 32χρονου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν κυνηγετικό όπλο, στιλέτο και 31 φυσίγγια.
Μάλιστα όπως αποκαλύπτει το protothema.gr η σύζυγος του θύματος ήταν διαχειρίστρια της πολυκατοικίας και οι διαφορές στα κοινόχρηστα που κατέληξαν σε εμμονή ήταν η αφορμή ένα φανταστικό πρόβλημα να λάβει, στο μυαλό του, τεράστιες διαστάσεις και να εξελιχθεί σε εμμονή που θα τον έκανε εκείνο το παγωμένο πρωινό της 23ης Δεκεμβρίου, να «πνίξει» τις διαφορές του στο αίμα. Οι γείτονες μάλιστα κατέθεσαν ότι για ασήμαντη αφορμή είχε αναπτύξει ένα ανεξήγητο μίσος για τον Β.
Στην αρχή νόμιζε ότι τον έκλεβαν και στη συνέχεια τον τύφλωσε μια εμμονή μεταφυσικού τύπου που είχε να κάνει με τα μάγια που θεωρούσε ότι του έκαναν και έπρεπε να λύσει με αυτή τη φρικαλέα ανθρωποθυσία μέσα στις ημέρες των εορτών. «Πίστευα ότι με έκλεβαν στα κοινόχρηστα. Όμως δεν είχαμε τσακωθεί ιδιαίτερα. Είχαμε λογομαχήσει» εξήγησε για να προσθέσει πως «Από ένα σημείο και μετά αυτοί άρχισαν να κάνουν κακό σε εμένα και τη μητέρα μου. Μας έκαναν μάγια…» αναφέρει και στις επόμενες γραμμές γίνεται πιο συγκεκριμένος.
«Μας έριχναν χώμα, λάδια και κλωστές στα αυτοκίνητα μας, στο μπαλκόνι του σπιτιού μας και τις σκάλες. Άρχισα να χάνω κιλά, δεν μπορούσα να κοιμηθώ και έκανα και κάτι εξετάσεις και βρήκα τα λευκά μου αιμοσφαίρια ανεβασμένα. Κατάλαβα ότι ήταν από τα μάγια. Φοβήθηκα για τη ζωή μου, φοβήθηκα μην έχω λευχαιμία. Πίστεψα ότι έχω σοβαρό πρόβλημα υγείας και φοβήθηκα για λευχαιμία να πω την αλήθεια. Όλα αυτά είχαν προκληθεί από τα μάγια που μου έκαναν ο Δημήτρης και η γυναίκα του».
«Κάθε μέρα προσπαθούσα με την προσευχή να νιώσω καλύτερα γιατί πιστεύω πολύ. Καταλάβαινα ότι αν συνέχιζε αυτό θα πέθαινα. Έπρεπε να ξεφύγω από αυτό το κακό που με είχε βρει. Σκέφτηκα ότι αν έφευγε από τη ζωή ο Δημήτρης θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο και όλα θα ήταν καλά». Και πήρε την ακραία απόφαση.
Πήγε στο Μενίδι, αγόρασε ένα πιστόλι για 500 ευρώ και αποφάσισε να περάσει στην τελευταία φάση του αρρωστημένου του σχεδίου. Εκείνη την ημέρα, μόλις το θύμα έφυγε από το σπίτι για να πάει στην δουλειά του, έβγαλε την πινακίδα από το γκρι Mitsubishi Colt και τον ακολούθησε στο Κέντρο Υγείας.
Όταν ο Δημήτρης Β. πάρκαρε, τον πλησίασε, τον πυροβόλησε τρεις φορές, με ψυχρότητα και όταν του «πήρε» τη ζωή, μπήκε στο αυτοκίνητο και έφυγε. «Πήγα, τον πυροβόλησα και έφυγα» είπε κυνικά.
Στη συνέχεια, είπε ότι αφού απομακρύνθηκε αρκετά από το σημείο, «φόρεσε» την πινακίδα στο αυτοκίνητο του, κατευθύνθηκε προς την Αγία Μαρίνα και πέταξε το πιστόλι στη θάλασσα. «Ένιωσα καλύτερα…» παραδέχτηκε για να προσθέσει πως «Στην αρχή ένιωσα ανακούφιση. Ένιωσα ότι πλέον θα μπορούσα να ελευθερωθώ. Τις επόμενες ημέρες όμως άρχισα να σκέφτομαι αυτό που είχα κάνει. Καταλάβαινα ότι δεν έπρεπε να γίνει όλο αυτό».