Πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη στο έγκριτο περιοδικό Anesthesia & Analgesia έδειξε ότι η μικρή δόση ασπιρίνης ελαττώνει πάνω από 40% τον κίνδυνο μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής, της νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και της ενδονοσοκομειακής θνητότητας, σε νοσηλευόμενους ασθενείς με COVID-19. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα, Ελένη Κορομπόκη (Υπεύθυνη Μονάδας COVID) και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) (https://mdimop.gr/covid19/), παρουσιάζουν τα βασικά δεδομένα αυτής της μελέτης.
Η νόσος COVID-19 σχετίζεται με υπερπηκτικότητα και αυξημένο κίνδυνο θρομβώσεων σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς. Μέχρι στιγμής καμία μελέτη δεν έχει αξιολογήσει κατά πόσο η ασπιρίνη σχετίζεται με μείωση του κινδύνου διασωλήνωσης, νοσηλείας σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) και ενδονοσοκομειακής θνητότητας σε ασθενείς με COVID-19.
Το ερώτημα αυτό εξετάστηκε σε μια αναδρομική μελέτη παρατήρησης που κατέγραψε τους ασθενείς που εισήχθησαν με COVID-19 σε νοσοκομεία των Ηνωμένων Πολιτειών μεταξύ του Μαρτίου 2020 και Ιουλίου 2020. Στη μελέτη εντάχθηκαν 412 ασθενείς. Από αυτούς 314 (76.3%) δεν ελάμβαναν ασπιρίνη ενώ 98 (23.7%) είχαν λάβει ασπιρίνη τις τελευταίες 24 ώρες ή επτά ημέρες προ της εισαγωγής τους. Μετά από στάθμιση των βασικών χαρακτηριστικών και των συνοσηροτήτων, η προηγηθείσα λήψη ασπιρίνης σχετίστηκε με μείωση του κινδύνου μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής κατά 44%, της νοσηλείας σε ΜΕΘ κατά 43%, και της ενδονοσοκομειακής θνητότητας κατά 47%. Η ανάλυση των δεδομένων δεν έδειξε διαφορά στις μείζονες αιμορραγίες και στις κλινικά έκδηλες θρομβώσεις μεταξύ των ασθενών που ελάμβαναν ασπιρίνη έναντι όσων δεν ελάμβαναν.
Οι συγγραφείς καταλήγουν ότι η λήψη ασπιρίνης μπορεί να συσχετίζεται με καλύτερη έκβαση σε νοσηλευόμενους ασθενείς με νόσο COVID-19. Ωστόσο, χρειάζονται περισσότερα δεδομένα από ΄τυχαιοποιημένες μελέτες προκειμένου να αξιολογηθεί η ύπαρξη αιτιολογικής συσχέτισης μεταξύ της λήψης ασπιρίνης και μειωμένης βλάβης των πνευμόνων καθώς και μειωμένης θνητότητας στους ασθενείς με νόσο COVID-19.