Όλα τα είδη ζωής είναι ξεχωριστά. Ορισμένα όμως είδη του ζωικού βασιλείου είναι τόσο διαφορετικά από τα καθιερωμένα που γνωρίζουμε, που προξενούν εντυπώσεις.
Άρπυια
Η άρπυια είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό της οικογενείας των Αετιδών, που απαντά αποκλειστικά στη Νότιο Αμερική. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Harpia harpyja και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό).
Εικονική μορφή των τροπικών δασών της Κ. και Ν. Αμερικής, η άρπυια θεωρείται το ισχυρότερο αρπακτικό πτηνό και, έχει προσελκύσει το παγκόσμιο επιστημονικό ενδιαφέρον, λόγω της εκτεταμένης απώλειας των ενδιαιτημάτων της και της σταδιακής μείωσης του πληθυσμού της.
Οι λατινικές επιστημονικές ονομασίες του γένους Harpia, όπως επίσης και του είδους Harpyja, είναι ευθεία απόδοση της ελληνικής λέξης Άρπυια, από την εν χρήσει στον πληθυντικό λέξη Άρπυιες.
Οι Άρπυιες ήσαν μυθολογικές δαιμονικές θεότητες στενά συνδεδεμένες με το θάνατο, τον οποίο όμως δεν επιφέρουν οι ίδιες στους θνητούς, αλλά τους οδηγούν σε αυτόν.
Κοάτι
Τα Κοάτι, γένη Νάσουα και Νασουέλλα, επίσης γνωστά ως κοατιμούντι, είναι Βραζιλιανό άαρντβαρκ, είναι μέλη της οικογένειας των ρακούν (Προκυνίδες).
Είναι ημερόβια θηλαστικά που απαντώνται στην Νότια Αμερική, την Κεντρική Αμερική, και την νοτιοδυτική Βόρεια Αμερική. Ο όρος φέρεται να προέρχεται από τη Βραζιλία.
Όλα τα κοάτι έχουν ένα λεπτό κεφάλι με μία επιμήκη, εύκαμπτη, ελαφρά προς τα πάνω στραμμένη μύτη, μικρά αυτιά, σκούρα πόδια, και μία μακριά, μη συλληπτήρια ουρά που χρησιμεύει για ισορροπία και σηματοδότηση.
Τα νοτιοαμερικανικά κοάτι έχουν είτε ανοιχτή καφέ είτε μαύρη γούνα, με ανοιχτότερο υπόστρωμα και ουρά με λευκούς δακτυλίους. Τα κοάτι έχουν μακριά καστανή ουρά με δακτυλίους οι οποίοι μπορεί να είναι από ακριβώς όμοιοι με του ρακούν έως πολύ αμυδροί.
Όπως τα ρακούν και σε αντίθεση με τις γάτες με δακτυλιωτή ουρά και τα κακομίστλ, οι δακτύλιοι πάνε γύρω από όλη την ουρά. Τα κοάτι συχνά κρατάνε την ουρά σηκωμένη, ώστε να παραμένουν οι ομάδες των κοάτι μαζί και να μην χάνονται στην πυκνή βλάστηση.
Διάβολος της Τασμανίας
Ο διάβολος της Τασμανίας, γνωστός και ως δαίμονας της Τασμανίας και σαρκόφιλος είναι σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που, πλέον, συναντάται μόνο στην νησιωτική πολιτεία της Αυστραλίας, Τασμανία.
Ο διάβολος της Τασμανίας είναι το μόνο επιζόν μέλος του γένους Σαρκόφιλος (Sarcophilus). Έχει μέγεθος μικρού σκύλου, αλλά είναι κοντόχοντρος και μυώδης και μετά την εξαφάνιση του θυλακίνου (Thylacinus cynocephalus), το 1936, είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο μαρσιποφόρο.
Χαρακτηρίζεται από την μαύρη γούνα του, την έντονη οσμή όταν αγχώνεται, την εξαιρετικά δυνατή και ενοχλητική κραυγή του και την αγριότητά του όταν τρώει. Τρέφεται από το κυνήγι αλλά και από θνησιμαία, ενώ παρόλο που είναι εν γένει μοναχικό ζώο, μερικές φορές τρώει σε ομάδες.
Ο διάβολος της Τασμανίας εξαφανίστηκε από την ηπειρωτική Αυστραλία τουλάχιστον 3.000 χρόνια πριν,[3] πολύ πριν τον ευρωπαϊκό αποικισμό το 1788. Επειδή θεωρούνταν απειλή για την κτηνοτροφία στην Τασμανία, οι διάβολοι κυνηγιόνταν μέχρι το 1941, οπότε και προστατεύθηκαν επίσημα.
Από τα τέλη του 1990, η ασθένεια όγκων προσώπου έχει μειώσει σημαντικά τον πληθυσμό των δαιμόνων και πλέον απειλεί το είδος με εξαφάνιση, το οποίο από τον Μάιο του 2009 κηρύχθηκε απειλούμενο είδος. Έχουν αναληφθεί προγράμματα από την Κυβέρνηση της Τασμανίας ώστε να μειωθούν οι επιπτώσεις της ασθένειας.