Η απόσυρση της υποψηφιότητας της Νίρα Τάντεν για τη διεύθυνση του Γραφείου Διαχείρισης και Προϋπολογισμού, μια από τις θέσεις της αμερικανικής κυβέρνησης που απαιτούν έγκριση της Γερουσίας, όταν έγινε σαφές ότι δεν θα συγκέντρωνε την απαραίτητη πλειοψηφία εκεί, ήρθε να υπογραμμίσει τις πραγματικές δυσκολίες στην προσπάθεια της κυβέρνησης Μπάιντεν να υλοποιήσει το πρόγραμμά της.
Παρότι η Τάντεν δεν είναι ιδιαίτερα ριζοσπαστική στις απόψεις, εφόσον προέρχεται από μια βαθιά «κλιντονική» παράδοση, εντούτοις συνάντησε αρκετές αντιρρήσεις ώστε να αποσυρθεί. Μάλιστα, τώρα αναζητείται θέση στην κυβέρνηση που να μην απαιτεί έγκριση της Γερουσία, αν και αυτή που ίσως θα της ταίριαζε περισσότερο, αυτή στο Συμβούλιο Εσωτερικής Πολιτικής είναι ήδη κατειλημμένη από μια άλλη πολιτικό, που επίσης θα αντιμετώπιζε πρόβλημα στη Γερουσία εάν προτεινόταν για άλλη θέση, τη Σούζαν Ράις.
Όλα αυτά ήρθαν να υπογραμμίσουν ότι παρότι ο ίδιος ο Μπάιντεν κέρδισε καθαρά τις εκλογές και παρά τη σχετική δημοφιλία του, ο συσχετισμός δύναμης στα νομοθετικά σώματα δεν είναι δεδομένος. Οι Δημοκρατικοί έχουν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων που είναι και πιο αντιπροσωπευτική των πραγματικών κοινωνικών τάσεων, όμως στη Γερουσία υπάρχει μια ισοψηφία 50-50 που διαμορφώνει Δημοκρατική πλειοψηφία μόνο με το δεδομένο ότι σε περίπτωση ισοψηφίας την καθοριστική ψήφο την έχει η αντιπρόεδρος Καμάλα Χάρις. Αυτό σημαίνει ότι αρκεί ένας Δημοκρατικός Γερουσιαστής να ψηφίσει με τους Ρεπουμπλικάνους ώστε να χαθεί η πλειοψηφία και να μπλοκαριστεί μια τοποθέτηση προσώπου ή να μην περάσει ένα νομοσχέδιο.
Και βέβαια Βουλή των Αντιπροσώπων και Γερουσία έχουν διαφορετική πολιτική γεωγραφία και εντός των Δημοκρατικών. Πολύ πιο εύκολα μπορούν σχετικά πιο αριστερόστροφοι πολιτικοί, όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτές, να εκλεγούν στη Βουλή των Αντιπροσώπων, καθώς η γεωγραφική κατανομή δημιουργεί και περιφέρειες όπου μπορούν να κερδίσουν τις προκριματικές και στη συνέχεια τις κανονικές εκλογές, σε αντίθεση με τη Γερουσία, όπου ευνοούνται οι πιο «συστημικές» φωνές από τη μεριά των Δημοκρατικών.
Το πρώτο μεγάλο νομοθέτημα του Τζο Μπάιντεν είναι προφανώς αυτό για το μεγάλο πακέτο τόνωσης της οικονομίας, ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, το οποίο αποσκοπεί στο να αντιμετωπιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Το νομοσχέδιο πέρασε από τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τώρα έχει να δώσει την καθοριστική μάχη της Γερουσίας. Εκεί θα συναντήσει το μπλοκ των Ρεπουμπλικάνων που είναι αποφασισμένοι να κάνουν τη ζωή δύσκολη στους Δημοκρατικούς.
Και για να το κάνουν αυτό οι Ρεπουμπλικάνοι καταφεύγουν σε μια γραμμή που προέρχεται από τη δική τους παράδοση, όμως πιέζει και το δεξιό άκρο των Δημοκρατικών: την αύξηση των δημόσιων δαπανών και κατ’ επέκταση του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Η αντίθεση στις μεγάλες κρατικές δαπάνες είναι ένα πάγιο στοιχείο του αμερικανικού συντηρητισμού που, όμως, έχει και απήχηση στους αυτοπροσδιοριζόμενους ως «μετριοπαθείς» Δημοκρατικούς.
Παρότι οι Ρεπουμπλικάνοι έδειξαν ότι θα έκαναν ό,τι μπορούσαν για να είναι μακρά και βασανιστική η διαδικασία συζήτησης, ξεκινώντας με το να πετύχουν να διαβάσουν οι κλητήρες της Γερουσίας και τις 628 σελίδες του σχετικού νομοσχεδίου, ενώπιον της άδειας αίθουσας και έχοντας κάνει σαφές ότι θα ζητήσουν όσο το δυνατόν περισσότερες τροποποιήσεις ότι ταυτόχρονα είναι σε εξέλιξη και μια δύσκολη διαπραγμάτευση
Δεν είναι τυχαίο σε αυτό το φόντο ότι οι Δημοκρατικοί ήδη είναι έτοιμοι να κάνουν υποχωρήσεις σε ορισμένα μέτρα. Για παράδειγμα όταν οι Ρεπουμπλικάνοι αντέδρασαν στην πρόβλεψη για 400 δολάρια την εβδομάδα οικονομική ενίσχυση στους ανέργους, με το επιχείρημα «δεν πρέπει να δίνουμε στους ανέργους κίνητρα να μη θέλουν να εργαστούν», αμέσως υπήρξαν φωνές από τη μεριά των Δημοκρατικών που είπαν ότι θα μπορούσε να κατέβει το ποσό στα 300 δολάρια την εβδομάδα, απλώς ζητώντας να παραταθεί η περίοδος χορήγησή του.
Στην πραγματικότητα η δοκιμασία για τον Μπάιντεν δεν αφορά μόνο το εάν θα περάσει το συγκεκριμένο πακέτο μέτρων, όσο στο γεγονός ότι σε όλα τα βήματα από εδώ και πέρα θα έχει να αντιμετωπίσει τη διαρκή επίκληση πολιτικών λιτότητας που οι Ρεπουμπλικάνοι θα παρουσιάζουν ως την αυτονόητη πολιτική συναίνεσης.
Ούτε είναι τυχαίο ότι στην πρώτη σημαντική τροπολογία που συζητήθηκε από τη Γερουσία, αυτή του Γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς, που επανέφερε το αίτημα για κατώτατο αμοιβή 15 δολάρια την ώρα, που είχε ουσιαστικά αφαιρεθεί από το νομοσχέδιο, παρότι υποτίθεται ότι ήταν σαφής προεκλογική δέσμευση των Δημοκρατικών και του ίδιου του Μπάιντεν, τελικά υπήρξαν οκτώ Δημοκρατικοί Γερουσιαστές που συντάχτηκαν με τους Ρεπουμπλικάνους.
Παρότι η ψηφοφορία ήταν τυπικά διαδικαστική και αφορούσε το εάν μπορούσε να συμπεριληφθεί η σχετική πρόβλεψη (που αρχικά είχε θεωρηθεί ότι θα παραβίαζε τον κανόνα που αφορά τα νομοσχέδια που μπορούν να περάσουν με την απλή πλειοψηφία και όχι αυτή των 60), εντούτοις η απόρριψη αποτελούσε και απόρριψη του αιτήματος.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μέχρι την ψηφοφορία μόνο ένας Δημοκρατικός Γερουσιαστής είχε τοποθετηθεί με σαφήνεια κατά των 15 δολαρίων την ώρα, ο Γερουσιαστής Τζο Μάντσιν που έχει αντιπροτείνει τα 11 δολάρια την ώρα και την τιμαριθμική αναπροσαρμογή του.
Η απόφαση αυτή θεωρείται ότι αποτελεί μια συνολικότερη ήττα για την κυβέρνηση και τον Μπάιντεν, αφού δημιουργεί το ερώτημα εάν θα μπορέσει σε επόμενη στιγμή να επαναφέρει σχετική νομοθετική ρύθμιση.