Στη διάρκεια των τελευταίων δώδεκα μηνών, στο μεγαλύτερο μέρος του δυτικού κόσμου, καταγράφηκε μείωση των νέων Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Λοιμώξεων (ΣΜΝ). Μια είδηση που θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά ευχάριστη, αφού πριν τα διαβόητα στελέχη του κοροναϊού, μεταλλάξεις ασθενειών όπως η γονόρροια προξενούσαν τεράστια ανησυχία στους ειδικούς.
Οι αισιόδοξοι μπορούν ακόμη να ερμηνεύσουν αυτή τη μείωση ως μια συνέπεια της εύλογα περιορισμένης σεξουαλικής δραστηριότητας της πλειοψηφίας του πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, δυστυχώς, στοιχεία από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη δείχνουν ότι η μείωση δεν αφορά τα κρούσματα, αλλά τις διαγνώσεις.
Με τον κοροναϊό να ασκεί επιπλέον πιέσεις σε διαγνωστικά κέντρα και κλινικές, δυσχεραίνοντας περαιτέρω την εκπλήρωση των φυσιολογικών τους καθηκόντων, και τους πολίτες να φοβούνται ούτως ή άλλως να τα προσεγγίσουν, αντιμετωπίζοντάς τα ως δυνητικά σημεία διασποράς, το πιθανότερο είναι πως τα σχετικά βελτιωμένα επιδημιολογικά στοιχεία του 2020 σε σχέση με το 2019 είναι πλασματικά, συνέπεια της σημαντικής μείωσης των τεστ.
Προσπαθώντας να διαπιστώσει ποια είναι η αντίστοιχη εικόνα που έχει διαμορφωθεί στην Ελλάδα, το in.gr απευθύνθηκε στον ΕΟΔΥ, αλλά και σε μεγάλα διαγνωστικά κέντρα και φορείς που ασχολούνται με την πρόληψη και την αντιμετώπιση των ΣΜΝ. Τα αποτελέσματα αυτού του ρεπορτάζ, όμως, κατέληξαν να είναι μάλλον ελλιπή – και αυτό γιατί προς το παρόν το ίδιο ισχύει και για τα επίσημα στοιχεία.
Για παράδειγμα, όπως μας ενημέρωσε εκπρόσωπος του ΕΟΔΥ, ο οργανισμός κάθε χρόνο συλλέγει τα επιδημιολογικά στοιχεία που αφορούν τον ιό HIV, ζητώντας τους συνολικούς απολογισμούς των εξετάσεων από τα νοσοκομεία στο τέλος του έτους. Φέτος, όμως, εξαιτίας των ειδικών συνθηκών της πανδημίας, «μέχρι και σήμερα το ποσοστό ανταπόκρισης των νοσοκομείων είναι πολύ μικρό», με αποτέλεσμα αν και είναι γνωστός ο αριθμός των διαγνωσμένων λοιμώξεων, ο οποίος εμφανίζεται αισθητά μειωμένος σε σχέση με το 2019 (594 έναντι 660 κρουσμάτων), να παραμένει άγνωστος ο συνολικός αριθμός των σχετικών τεστ που πραγματοποιήθηκαν στο ίδιο διάστημα.
Ωστόσο, ο ΕΟΔΥ αναγνωρίζει ότι η πανδημία πράγματι «επηρέασε τη διάγνωση και επιτήρηση άλλων νοσημάτων, δεδομένου ότι παρατηρείται μειωμένη προσέλευση ασθενών στα νοσοκομεία», ενώ εντόπισε και άλλη μια πιθανή αιτία που ενδεχομένως διαστρεβλώνει την πραγματική επιδημιολογική εικόνα: Την δυνητική υπο-δήλωση των νέων λοιμώξεων, εξαιτίας του φόρτου εργασίας των επαγγελματιών υγείας.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση των ηπατιτίδων, για «το έτος 2020, παρατηρείται μείωση στις δηλώσεις κυρίως της ιογενούς ηπατίτιδας C. Αυτό πιθανώς σχετίζεται με το γεγονός ότι τα ηπατολογικά ιατρεία Νοσοκομείων στα οποία υπήρχε δυνατότητα πρόσβασης για εξέταση και θεραπεία έναντι της ηπατίτιδας C χωρίς ραντεβού, τώρα λόγω της πανδημίας δεν δέχονται ασθενείς χωρίς ραντεβού, με αποτέλεσμα να μειώνεται ο αριθμός των εξυπηρετούμενων ατόμων».
Και μπορεί ο ΕΟΔΥ να λαμβάνει μέτρα για τη μείωση της υπο-δήλωσης, αλλάζοντας τις σχετικές διαδικασίες, αλλά και για την ιχνηλάτηση των επαφών των νεοδιαγνωσθέντων και το «σπάσιμο» της αλυσίδας μετάδοσης, όμως υποστηρίζει πως, «δυστυχώς δεν μπορεί να αλλάξει στην παρούσα φάση» η μειωμένη προσέλευσή τους στα διαγνωστικά κέντρα, παρά το γεγονός ότι «μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των διαγνώσεων μετά το τέλος της πανδημίας».
Ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και Μη Κερδοσκοπικοί Οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στον τομέα της πρόληψης και αντιμετώπισης αυτού του είδους των λοιμώξεων είναι σε θέση να έχουν ακριβέστερα στοιχεία για την πορεία των διαγνώσεων σε δικές τους εγκαταστάσεις – αν και, φυσικά, αυτά στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να δώσουν μια γενική αίσθηση, ως αποσπασματικά τμήματα μιας κατά πολύ μεγαλύτερης εικόνας.
Όπως εξηγεί στο in.gr ο Δρ. Δημήτριος Α. Κουντουράς, MD, PhD, Ιατρικός Διευθυντής του Τμήματος Προληπτικής Ιατρικής και Μακροβιότητας του Ομίλου ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗ, «κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19 και κατά τη διάρκεια του 2020, υπήρξαν ενδιαφέρουσες μεταβολές σε σχέση με το 2019, στη ζήτηση εξετάσεων για σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα στο Δίκτυο εργαστηρίων της ΒΙΟΙΑΤΡΙΚΗΣ. Παρατηρήθηκε κατά μέσο όρο μείωση 11,88% στη συχνότητα των εξετάσεων που αφορούν τη σεξουαλική υγεία».
Και αυτή η μείωση καθίσταται ακόμη πιο εντυπωσιακή στην περίπτωση συγκεκριμένων νοσημάτων. Για παράδειγμα, οι έλεγχοι που περιλαμβάνουν τη λοίμωξη HIV μειώθηκαν δραματικά, σε ποσοστά που άγγιξαν το 60%. Στα θετικά στοιχεία, πάντως συγκαταλέγεται η αύξηση «στη ζήτηση του μοριακού ελέγχου για γονόρροια και χλαμύδια», αν και ακόμη και αυτή ενδέχεται να οφείλεται στην «αυξανόμενη χρήση της συγκεκριμένης μοριακής μεθόδου έναντι κλασικών εργαστηριακών μεθόδων».
Όπως εξήγησε στο in.gr ο κύριος Νίκος Δέδες, πρόεδρος της Θετικής Φωνής, «από την εμφάνιση της επιδημίας COVID-19 και τη σειρά των περιοριστικών μέτρων στις εξετάσεις, δηλαδή συγκρίνοντας 12 διαδοχικούς μήνες, μέχρι και τον Φεβρουάριο 2021, εντός και εκτός των δομών μας έχει παρατηρηθεί μείωση στα τεστ της τάξης του 47% (από 13.800 σε 7.200), ενώ η μείωση στο ίδιο διάστημα εντός των δομών των Checkpoints φτάνει μέχρι το 65%. Παρόλα αυτά, ο αριθμός των διαγνώσεων την ίδια περίοδο έμεινε σταθερός», σημειώνοντας μάλιστα και ελάχιστη αύξηση, από τα 119 στα 121 κρούσματα.
Σύμφωνα με τη Θετική Φωνή, τρεις παράγοντες έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο στην τόσο μεγάλη μείωση της ζήτησης: «ο φόβος των ωφελούμενων σε σχέση με την πανδημία, δεύτερον τα περιοριστικά μέτρα και τρίτον, με κάθε επιφύλαξη, η μείωση των σεξουαλικών επαφών». Ωστόσο, όπως τονίζει ο Σύλλογος, ο υψηλός αριθμός των θετικών αποτελεσμάτων δεν μπορεί παρά να εντείνει την ανησυχία «για το τι πραγματικά συμβαίνει στην κοινότητα ανθρώπων που είναι ευάλωτοι στην έκθεση στον HIV».
Η σκέψη πως όταν θα έχουμε πια ξανακερδίσει την ελευθερία μας ενδέχεται να έρθουμε αντιμέτωποι με μια έξαρση ΣΜΝ, εξαιτίας του συνδυασμού των αδιάγνωστων λοιμώξεων με την επιστροφή των ευκαιριακών σεξουαλικών σχέσεων, είναι χωρίς αμφιβολία εξαιρετικά δυσάρεστη. Όμως, ακόμη πιο τρομακτική είναι η πιθανότητα ένα πλήθος συνανθρώπων μας να μην έχει πρόσβαση σε περίθαλψη που έχει απόλυτη ανάγκη, εξαιτίας ακριβώς της άγνοιάς τους για την πραγματική κατάσταση της υγείας τους. Και αυτό, όπως εξηγεί ο κύριος Δέδες, δεν είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας: Είναι κάτι που ήδη συμβαίνει δίπλα μας.
Οι Μονάδες Ειδικών Λοιμώξεων (ΜΕΛ), υποστελεχωμένες ήδη πριν από το ξέσπασμα της πανδημίας, ήταν επιφορτισμένες με την παρακολούθηση της πορείας της HIV λοίμωξης των οροθετικών ατόμων. Τώρα, δέχονται ακόμη μεγαλύτερη πίεση, αφού «οι λοιμωξιολόγοι – μια ειδικότητα που απαιτεί πολλά χρόνια εκπαίδευσης και έχει μεγάλες ελλείψεις σε όλα τα νοσοκομεία της Ελλάδας – κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν τους ασθενείς με COVID-19 πέραν όλων των άλλων υποχρεώσεών τους», όπως επισημαίνει ο κύριος Δέδες.
«Η νέα πραγματικότητα επιβάρυνε περισσότερο την προϋπάρχουσα δύσκολη κατάσταση στις μονάδες, οι οποίες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ελλείψεων από ιατρικό, νοσηλευτικό και διοικητικό προσωπικό», συνεχίζει. «Οι προγραμματισμένες εξετάσεις ασθενών με HIV λοίμωξη ακυρώθηκαν στις περισσότερες μονάδες, και πάρα πολλοί από αυτούς δεν έχουν ενημερωθεί για τα αποτελέσματα των εξετάσεών τους. Πολλοί ασθενείς έχουν να κάνουν εξετάσεις εδώ και περισσότερο από ενάμιση χρόνο. Η παραπάνω κατάσταση συνέβαλε ζωτικά στο να υφίστανται τεράστιες καθυστερήσεις στη διάγνωση και έναρξη της θεραπείας των νέων οροθετικών. Η διασύνδεση με τις Μονάδες Λοιμώξεων είναι πολύ δύσκολη ακόμη, με τεράστια ευθύνη στο Υπουργείο Υγείας που έχει ενημερωθεί αρμοδίως από την Ελληνική Εταιρεία Μελέτης και Αντιμετώπισης του AIDS και η Θετική Φωνή».
Από την πλευρά του, ο ΕΟΔΥ μοιάζει να τηρεί στάση αναμονής, τουλάχιστον μέχρι τον περιορισμό της πανδημίας του κοροναϊού. Προς το παρόν, συλλέγει στοιχεία μέσω διαδικτυακής έρευνας, η οποία επιδιώκει να αποτυπώσει τις επιπτώσεις της πανδημίας στα άτομα που ζουν με τον HIV, ενώ σχεδιάζει επιπλέον έρευνα για την αποτύπωση των γνώσεων, των στάσεων και των συμπεριφορών για τον HIV στα πλαίσια της Εθνικής Αναφοράς για τη λοίμωξη.
Από την πλευρά της, η Θετική Φωνή, προβλέποντας έντονη σεξουαλική δραστηριότητα μετά την άρση των μέτρων, ως έναν τρόπο σωματικής και ψυχικής εκτόνωσης, θεωρεί ότι η ανάγκη για κινητοποίηση της πολιτείας είναι επιτακτική. Όπως σημειώνει, «τόσο ο ΕΟΔΥ όσο και το Υπουργείο Υγείας, που είναι υπεύθυνοι για μια σειρά ζητημάτων που αφορούν τον HIV, δεν έχουν αφιερώσει τον απαραίτητο χρόνο για την εξεύρεση λύσεων. Κάτι κατανοητό μεν, αλλά φυσικά προβληματικό και επικίνδυνο».
Επιπλέον, υποστηρίζει πως «είναι απαραίτητο η Πολιτεία να ακούσει επιτέλους τις προτάσεις της επιστημονικής κοινότητας και της Θετικής Φωνής, για την αξιοποίηση των μεθόδων πρόληψης που προσφέρει η επιστήμη μέσω της PrEP, προφύλαξης κατά του HIV με φαρμακευτική αγωγή. Είναι επίσης αναγκαίο να σχεδιάσει και καμπάνιες ενημέρωσης και προαγωγής της εξέτασης αλλά και να καταστήσει εφικτή την πρόσβαση σε δωρεών, ανώνυμη και εμπιστευτική εξέταση για όποιον το επιθυμεί».
Ωστόσο, εξακολουθεί να διακρίνει και μια αισιόδοξη πτυχή. Όπως αναφέρει ο κύριος Δέδες στο in.gr, «ελπίζουμε ότι η κουλτούρα της εξέτασης ως πρόληψη που έχει καλλιεργηθεί λόγω COVID-19 θα συνεισφέρει σε μια καλύτερη πρόληψη και διάγνωση».