Ο Βασιλιάς Κάρολος Β’ της Ισπανίας είχε τόσο έντονο προγναθισμό που δεν μπορούσε να μασήσει. Η γλώσσα του ήταν τόσο μεγάλη, που δεν του επέτρεπε να μιλήσει καθαρά. Και το σώμα του τόσο αδύναμο, ώστε να μην καταφέρνει να σηκώσει το ίδιο του το βάρος. Το βιβλίο The History of Civilisation, που περιγράφει την ιστορία της Δύσης, αναφέρει ότι «βρισκόταν πάντα στο χείλος του θανάτου, όμως ξάφνιαζε διαρκώς τη χριστιανοσύνη καταφέρνοντας να επιβιώσει».
Όταν τελικά έχασε τη ζωή του το 1700, σε ηλικία 38 ετών, ο ιατροδικαστής διαπίστωσε ότι στο σώμα του «δεν υπήρχε ούτε μια σταγόνα αίμα. Η καρδιά του είχε μέγεθος κόκκου πιπεριού. Οι πνεύμονές του ήταν κατεστραμμένοι. Τα εντόσθιά του βρίσκονταν σε κατάσταση σήψης και γάγγραινας. Είχε μόνο έναν όρχι, μαύρο σαν κάρβουνο, και το κεφάλι του ήταν γεμάτο με νερό».
Οι γονείς του, και οι δύο παιδιά πρώτων ξαδερφών, είχαν συγγενική σχέση θείου και ανιψιάς. Η Ισπανία υπέφερε στο διάστημα της βασιλείας του. Ο ίδιος δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει παιδί, πράγμα που οδήγησε σε αιματηρό πόλεμο και στην απώλεια ισπανικών εδαφών που σήμερα ανήκουν στο Βέλγιο και την Ιταλία.
Ήταν τυχαίο που η Ισπανία έζησε τόσο δύσκολες μέρες στα χρόνια της εξουσίας του; Η ισχύς της ήδη βρισκόταν σε παρακμή πριν από εκείνον. Ίσως ένας άλλος βασιλιάς να τα είχε καταφέρει ακόμη χειρότερο. Άλλωστε, επί πολλά χρόνια, οι επιστήμονες πίστευαν ότι ήταν αδύνατον να κρίνει κανείς πόσο μεγάλο μέρος της ευθύνης για την αποτυχία μιας χώρας οφείλεται στον ηγέτη της. Όμως μια πρόσφατη δημοσίευση του Νίκο Φοϊγκτλέντερ και του Σεπάστιαν Ότινγκερ από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες υποστηρίζει ότι η επίδραση του ηγέτη μπορεί πράγματι να απομονωθεί – χάρη στο γονιδίωμα βασιλιάδων όπως ο Κάρολος.
Η συγκεκριμένη πρακτική, στην οποία ο οίκος των Αψβούργων, δηλαδή η οικογένεια του Κάρολου, κατείχε κάθε ρεκόρ, διατηρούσε την εξουσία και τους τίτλος στα χέρια συγκεκριμένων οικογενειών. Ταυτόχρονα, όμως, οδήγησε στην αναπαραγωγή υπολειπόμενων γονιδίων, τα οποία μπορούν να προκαλέσουν σπάνιες ασθένειες και να μειώσουν τις γνωστικές ικανότητες των απογόνων. Θεωρητικά, σε κάθε κύκλο αιμομιξίας, οι μονάρχες γίνονταν και λίγο χαζότεροι – επομένως και χειρότεροι στη δουλειά τους. Έτσι, βρισκόμαστε ενώπιον ενός φυσικού πειράματος: Υποθέτοντας ότι η τάση ης κάθε χώρας προς την αιμομιξία δεν εξαρτιόταν από τις πολιτικές εξελίξεις, οι περίοδοι κατά τις οποίες οι λαοί κυβερνούνταν από ηγέτες που είχαν γεννηθεί μετά από πολλές γενιές γάμων μεταξύ στενών συγγενών (και κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν πολύ έξυπνοι) προέκυπταν σε τυχαία διαστήματα.
Αρχικά μέτρησαν σε τι βαθμό ο καθένας τους ήταν προϊόν αιμομιξίας και στη συνέχεια εκτίμησαν πόσο επιτυχής ήταν η χώρα τους στη διάρκεια της θητείας τους, χρησιμοποιώντας δύο ενδείκτες: Τις υποκειμενικές αφηγήσεις των ιστορικών και τις αλλαγές στα σύνορα της επικράτειας του εκάστοτε μονάρχη. Επιπλέον, συνέκριναν τον κάθε ηγέτη μόνο σε σχέση με τους ιστορικούς μέσους όρους της δικής του χώρας.
Οι χώρες έτειναν να βιώνουν τις πιο σκοτεινές περιόδους τους υπό την ηγεσία των μοναρχών που είχαν γεννηθεί μετά από πολλές γενιές αιμομιξίας και να απολαμβάνουν τις χρυσές εποχές τους όταν τις διοικούσαν ηγέτες με πιο μεγάλα… οικογενειακά δέντρα. Τα σύνορα έτειναν να διευρύνονται έως και κατά 24% υπό την ηγεσία μοναρχών που είχαν… δυο ζευγάρια παππούδων, σε σχέση με εκείνους που, όπως ο Κάρολος, προέρχονταν από ολόκληρες γενιές αιμομιξίας.
Τα ευρήματα της έρευνας μοιάζουν αδιάφορα για τη σύγχρονη πολιτική στο πρώτο άκουσμά τους. Όμως το συμπέρασμα ότι οι ηγέτες που διοικούν μια χώρα στη διάρκεια της παρακμής της τείνουν να μην είναι ευφυείς, είναι διαχρονικό. Φυσικά, τα εκάστοτε προβλήματα και λάθη σπάνια μπορούν να χρεωθούν αποκλειστικά στο κυβερνών κόμμα, όμως θα ήταν εξίσου άτοπο να απαλλάξουμε πλήρως τους ηγέτες από τις ευθύνες τους.
Με πληροφορίες από τον Economist