Για αρκετούς Αυστραλούς η 18η Φεβρουαρίου 2021 θα μείνει στη μνήμη ως η μέρα που όταν μπήκαν στο Facebook δεν μπορούσαν βρουν οποιοδήποτε ενημερωτικό υλικό. Δεν υπήρχε περιεχόμενο στις σελίδες των ΜΜΕ, τόσο των τοπικών όσο και των διεθνών. Οι χρήστες του διαδικτύου στην Αυστραλία δεν μπορούσαν να βρουν οποιοδήποτε ενημερωτικό υλικό. Ούτε μπορούσαν να ποστάρουν ή να κοινοποιήσουν από ενημερωτικές ιστοσελίδες.
Όμως, το μπλακάουτ αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στα ΜΜΕ, αλλά και σε ορισμένες σελίδες ενημέρωσης δημοσίου συμφέροντος, όπως για παράδειγμα την εθνική μετεωρολογική υπηρεσία αλλά και ορισμένες τοπικές ιστοσελίδες με ενημέρωση για λόγους υγείας.
Μάλιστα αρκετοί επεσήμαναν ότι σελίδες αφιερωμένες στα UFO ή σε αρνητές των εμβολίων συνέχισαν να λειτουργούν κανονικά.
Η επιλογή αυτή ήταν συνειδητή από τη μεριά της Facebook, που είχε προειδοποιήσει ότι θα το έκανε, εάν η κυβέρνηση της Αυστραλίας επέμεινε να προωθήσει νομοθετική ρύθμιση που υποχρέωνε τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης αλλά και τις μηχανές αναζήτησης όπως η Google να πληρώνουν στα ΜΜΕ για τη χρήση ενημερωτικού περιεχομένου που εμφανίζεται σε αυτές.
Εδώ και καιρό τα μάτια ήταν στραμμένα στην Αυστραλία και τη διαμάχη της με τις μεγάλες εταιρείες του διαδικτύου, όπως η Facebook και η Google. Η κυβέρνηση της Αυστραλίας προωθεί νομοθεσία που θα υποχρεώσει τις εταιρείες του διαδικτύου να πληρώνουν για το ενημερωτικό υλικό που εμφανίζεται στις σελίδες τους ή στις μηχανές αναζητήσεις τους.
Η νομοθεσία αυτή προβλέπει ότι οι εταιρείες παραγωγής ενημέρωσης θα πρέπει να διαπραγματεύονται συμφωνίες, ατομικά ή συλλογικά, με την Facebook και την Google. Εάν δεν μπορούν να συμφωνήσουν ως προς το ύψος των ποσών που θα καταβάλουν οι εταιρείες του διαδικτύου, την απόφαση θα παίρνει ένας ειδικός διαιτητής. Εάν η Google ή η Facebook παραβιάσουν κάποια από αυτές τις συμφωνίες θα μπορούν να πληρώσουν πρόστιμα έως και 7,4 εκατομμυρίων δολαρίων.
Η νομοθεσία αυτή υποχρεώνει τις εταιρείες του διαδικτύου να ενημερώνουν έγκαιρα τα μέσα ενημέρωσης για τυχόν αλλαγές που κάνουν στον αλγόριθμό τους και να μοιράζονται τα δεδομένα για τους καταναλωτές που εξορύσσονται από το ενημερωτικό περιεχόμενο που εμφανίζεται στις σελίδες τους.
Οι απόψεις των δύο πλευρών έχουν διατυπωθεί από καιρό. Οι εταιρείες των μέσων ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και οι μηχανές αναζήτησης εκμεταλλεύονται το υλικό που παράγουν τα μέσα ενημέρωσης, χωρίς ωστόσο να πληρώνουν δικαιώματα για τη χρήση που κάνουν αυτού του υλικού, παρότι χάρη σε αυτό έχουν μεγαλύτερη κίνηση και υψηλότερα διαφημιστικά έσοδα σε σχέση με τα παραδοσιακά μέσα. Επιπλέον, κατηγορούν τους κολοσσούς του διαδικτύου ότι εκμεταλλεύονται τη μονοπωλιακή θέση που διαθέτουν.
Από την άλλη οι εταιρείες του διαδικτύου επιμένουν ότι είναι τα μέσα ενημέρωσης που χρησιμοποιούν τις δικές τους ιστοσελίδες και πλατφόρμες για να προωθούν το ενημερωτικό τους υλικό και κατά συνέπεια είναι τα μέσα ενημέρωσης που ωφελούνται και όχι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή οι μηχανές αναζήτησης.
Υλικό υπόβαθρο αυτής της αντιπαράθεσης ο τρόπος που οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες σήμερα κυριαρχούν στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι επικοινωνούν αλλά και αναζητούν πληροφόρηση και ενημέρωση. Για παράδειγμα, ανάμεσα στο 85% και 95% των διαδικτυακών αναζητήσεων γίνονται μέσω της Google. Αυτό σημαίνει ότι μία ιδιωτική εταιρεία ελέγχει τη διαδικασία αναζήτησης πληροφοριών, δηλαδή τη βάση ουσιαστικά κάθε πολιτισμού. Έρευνές έχουν υποστηρίξει ότι η Google και ο τρόπος που παρουσιάζει τα αποτελέσματα αναζήτησης πληροφοριών μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να επηρεάσουν τα αποτελέσματα εκλογών.
Για να καταλάβουμε τη σημασία που έχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αρκεί να δούμε τα αποτελέσματα μιας έρευνας που έκανε το Pew Research Center.
Τo 2020 το ποσοστό των αμερικανών που αντλεί την ενημέρωσή του από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει αυξηθεί. Το 53% των ενήλικων αμερικανών ενημερώνονται συχνά ή κάποιες από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει το Facebook το οποίο χρησιμοποιεί το 68% των ενήλικων αμερικανών και από το οποίο ενημερώνεται τακτικά το 36%.
Παρ’ όλα αυτά το 59% θεωρεί ότι τα νέα που εμφανίζονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κατά βάση ανακριβή, ενώ το ποσοστό αυτών που υποστηρίζουν ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τους βοήθησαν να κατανοήσουν τρέχοντα γεγονότα έχει υποχωρήσει από το 35% το 2019 στο 29% το 2020.
Κομβική σε όλα αυτά τα ζητήματα είναι και η οικονομική διάσταση. Αυτή τη στιγμή σχεδόν η μισή διαφημιστική δαπάνη, 49,8%, στην Αυστραλία πηγαίνει σε διαδικτυακά μέσα. Τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα παίρνουν το 29,5% και τα έντυπα το 11,8%.
Ανάλογη είναι η τάση και παγκοσμίως. Το 2000 οι εφημερίδες και τα περιοδικά έπαιρναν περίπου τη μισή από την παγκόσμια διαφημιστική δαπάνη. Είκοσι χρόνια μετά παίρνουν μόνο το 10% από μια παγκόσμια διαφημιστική αγορά συνολικού ύψους 590 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Μεγάλα κομμάτια παραδοσιακής διαφήμισης των εντύπων, όπως είναι οι τοπικές διαφημίσεις ή οι μικρές αγγελίες έχουν περάσει κυρίως στη Google και τη Facebook. Ενδεικτικό της δυναμικής τους στην αγορά της Αυστραλίας και το γεγονός ότι οι θυγατρικές της Google και της Facebook στην Αυστραλία είχαν το 2019 ακαθάριστα έσοδα 3,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Φυσικά οι δύο πλευρές υπολογίζουν διαφορετικά την αξία του ενημερωτικού υλικού που εμφανίζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η Google για παράδειγμα εκτιμά των αξία του ενημερωτικού υλικού που εμφανίζεται στην πλατφόρμα της στην Αυστραλία στα 10 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας ετησίως. Οι δύο μεγαλύτερες εταιρείες μέσων ενημέρωσης στην Αυστραλία, η Nine Entertainment και η New Corp το υπολόγισαν αντίστοιχα στα 600 εκατομμύρια και ένα δισεκατομμύριο δολάρια Αυστραλίας.
Από τη μεριά της η Facebook υποστήριξε ότι το όφελος που έχουν οι εκδότες από τον τρόπο που οι εταιρείες του διαδικτύου φέρνουν κίνηση στις ιστοσελίδες τους (και άρα διαφημιστική δαπάνη σε αυτές) είναι πολύ μεγάλο. Μόνο για την Αυστραλία η Facebook το υπολογίζει για το 2019 στα 450 εκατομμύρια δολάρια Αυστραλίας (ή 350 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ).
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση η συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα, όπως και ο προβληματισμός για τις μονοπωλιακές πρακτικές των εταιρειών του διαδικτύου και τον τρόπο που ελέγχουν την πρόσβαση στην ενημέρωση έχει ξεκινήσει εδώ και αρκετά χρόνια. Μάλιστα, η Ευρωπαϊκή Ένωση διαρκώς προσπαθεί να αυξήσει τη δυνατότητα να μπαίνουν φραγμοί στη δυνατότητα των μεγάλων εταιρειών του διαδικτύου να έχουν μονοπωλιακές πρακτικές. Άλλωστε, ήδη είναι σε εξέλιξη αρκετές έρευνες και προσφυγές από τις υπηρεσίες της ΕΕ για παραβίαση κανόνων του ανταγωνισμού σε βάρος κολοσσών του διαδικτύου.
Μάλιστα, η Οδηγία (ΕΕ) 2019/790 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και τα συγγενικά δικαιώματα στην ψηφιακή ενιαία αγορά, περιλαμβάνει τη δυνατότητα να διεκδικήσουν οι εκδότες δικαιώματα ακόμη και για τα μικρά αποσπάσματα ειδήσεων που μπορούν να εμφανίζονται στις μηχανές αναζήτησης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κάτι που οδήγησε την Google να εμφανίζει στα αποτελέσματα αναζήτησης μόνο τους τίτλους ώστε να μην υποχρεώνεται σε πληρωμές.
Σε αντίθεση με την Facebook που επέλεξε να συγκρουστεί με την κυβέρνηση της Αυστραλίας και να δείξει τη πραγματική της ισχύ, η Google επέλεξε μια διαφορετική τακτική, την οποία έχει ακολουθήσει σε μικρότερη κλίμακα και στο παρελθόν. Αντί να συμμορφώνεται συνολικά με κανόνες, προτιμά να κάνει διμερείς συμφωνίες για να καταβάλει ποσά σε παρόχους ενημέρωσης, έτσι ώστε να αποφεύγει να βρίσκεται στο στόχαστρο.
Με αυτή την έννοια δεν ήταν τυχαίο ότι στην κορύφωση της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση της Αυστραλίας και παρά την εκπεφρασμένη αντίθεσή της στη νέα νομοθεσία προτίμησε να προχωρήσει σε συμφωνία με την εταιρεία News Corp του Ρόμπερτ Μέρντοχ. Αυτή η συμφωνία σημαίνει ότι θα πληρώνει η Google για περιεχόμενο για εκατοντάδες ιστοσελίδες και μέσα ενημέρωσης παγκοσμίως, συμπεριλαμβανομένων τίτλων όπως η Wall Street Journal, οι Times και ο Australian. Ούτως ή άλλως, η Google μέσα από την υπηρεσία News Showcase προχωράει σε συμφωνίες με διάφορα μέσα ενημέρωσης.
Από τη μεριά της η Microsoft, που προσπαθεί να κατοχυρώσει τη δική της μηχανή αναζήτησης, Bing, στήριξε την πρωτοβουλία της αυστραλιανής κυβέρνησης και έσπευσε να δηλώσει ότι σε περίπτωση που η Google αποχωρούσε, όπως αρχικά είχε απειλήσει, η ίδια θα κάλυπτε το κενό. Μάλιστα, ο πρόεδρος της Microsoft Μπραντ Σμιθ δήλωσε ότι η αυτή η ετοιμότητα που υποχρέωσε και την Google να αλλάξει κατεύθυνση και να προχωρήσει στη συμφωνία με την New Corp.
Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα συνολικότερο πρόβλημα. Ολοένα και περισσότερο όχι μόνο η ενημέρωση αλλά και συνολικά η δημόσια σφαίρα (μαζί με μεγάλο μέρος και της ιδιωτικής) εξαρτώνται από την τεχνολογική υποδομή ελάχιστων εταιρειών του διαδικτύου που δοκιμάζουν να εκβιάζουν κυβερνήσεις, μπορούν να «σιγάσουν» ακόμη και πρώην προέδρους των ΗΠΑ, όπως έγινε με τον Ντόναλντ Τραμπ ή να στερήσουν από εκατομμύρια ανθρώπους από την πρόσβαση σε σημαντικό μέρος της ενημέρωσης. Το πρόβλημα αυτό δεν έχει μόνο οικονομικές διαστάσεις, που αφορούν το πώς εκμεταλλεύονται περιεχόμενο και εργασία που δεν την πληρώνουν, αλλά και πολιτικές εάν αναλογιστούμε ότι η δημοσιότητα και η διακίνηση ιδεών, πληροφοριών και απόψεων αποτελεί μία από τις βάσεις της δημοκρατίας.