Τυπικά ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ απαλλάχθηκε από τις σε βάρος του κατηγορίες στη Γερουσία. Αυτό ήταν λίγο πολύ προδιαγεγραμμένο με δεδομένο τον συσχετισμό στη Γερουσία, την απαίτηση για ενισχυμένη πλειοψηφία και το γεγονός ότι η ηγεσία των Ρεπουμπλικάνων είχε κάνει σαφές ότι θα καταψήφιζε την πρόταση για καταδίκη.
Ωστόσο, σε έναν δεύτερο βαθμό ανάγνωσης, κάθε άλλο παρά καλά ήταν τα πράγματα για τον Τραμπ. Καταρχάς η πλειοψηφία τα Γερουσίας τον έκρινε ένοχο. Μπορεί να μην επιτεύχθηκε η απαιτούμενη πλειοψηφία, όμως το μήνυμα ήταν σαφές. Έπειτα, η πλειοψηφία αυτή δεν ήταν μονοπαραταξιακή, εφόσον και 7 γερουσιαστές των Ρεπουμπλικάνων επέλεξαν να θεωρήσου τον Ντόναλντ Τραμπ ένοχο. Είναι ο μόνος πρόεδρος με δύο παραπομπές και τέτοια διακομματική πλειοψηφία σε βάρος του.
Μάλιστα ακόμη και αυτοί που επέλεξαν να μην υπερψηφίσουν την πρόταση των Δημοκρατικών για καταδίκη, ήταν ιδιαίτερα καταδικαστικοί σε όσα είπαν.
Ο επικεφαλής της μειοψηφίας στη Γερουσία, γερουσιαστής του Κεντάκι, Μιτς ΜακΚόνελ δεν υπερψήφισε την πρόταση για καταδίκη. Όμως, η ομιλία του στη Γερουσία ήταν ιδιαίτερα καταδικαστική για τον Τραμπ
«Η 6η Ιανουαρίου ήταν μια ντροπή.
Αμερικανοί πολίτες επιτέθηκαν στην ίδια τους την κυβέρνηση. Χρησιμοποίησαν τρομοκρατία για να σταματήσουν μια συγκεκριμένη δημοκρατική διαδικασία που δεν τους άρεσε. […]
Το έκαναν αυτό γιατί τους είχε ταΐσει ψέματα ο πιο ισχυρός άνθρωπος στη Γη – γιατί ήταν θυμωμένος που είχε χάσει τις εκλογές.
Οι ενέργειες του προέδρου Τραμπ πριν από τις ταραχές ήταν μια επαίσχυντη παράβαση καθήκοντος».
Μάλιστα η επιχειρηματολογία του ΜακΚόνελ ήταν η Γερουσία δεν μπορούσε να καταδικάσει έναν πρόεδρο που δεν κατείχε πια αυτό το αξίωμα, γιατί η διαδικασία του impeachment αφορά τη καθαίρεση από αξίωμα ανθρώπων που το κατέχουν. Υπογράμμισε, όμως, ότι οι πρώην πρόεδροι δεν απολαμβάνουν ασυλίας έναντι αστικών και ποινικών υποθέσεων.
Φαινομενικά τα πράγματα είναι ιδιαίτερα δύσκολα για τον Ντόναλντ Τραμπ. Κατέχει το προνόμιο να είναι ο μόνος πρόεδρος που παραπέμφθηκε δύο φορές για καθαίρεση και τη δεύτερη φορά μάλιστα είχε μια διακομματική καταδικαστική πλειοψηφία σε βάρος του. Επιπλέον, έχει ανοίξει ο δρόμος για δικαστικές διώξεις σε βάρος του.
Μάλιστα, αυτή η δεύτερη παραπομπή του είχε πολύ μεγαλύτερη απήχηση στην αμερικανική κοινωνία σε σχέση με την πρώτη. Τον Ιανουάριο έρευνα του πανεπιστημίου Monmouth διαπίστωσε ότι το 56% των Αμερικανών ήθελαν να δουν τον Τραμπ να καταδικάζεται. Έρευνα του πανεπιστημίου Quinnipiac ανέφερε ότι το 59% των Αμερικανών τον θεωρούσε ότι παρότρυνε στη βία κατά της αμερικανικής κυβέρνησης. Έρευνα για λογαριασμού του ABC και της Washington Post κατέγραψε ότι το 66% των Αμερικανών πιστεύει ότι ο Τραμπ φέρθηκε ανεύθυνα στην περίοδο μετά τις εκλογές.
Όμως την ίδια στιγμή έρευνα των έρευνα των Economist/YouGov διαπίστωσε ότι οι θετικές γνώμες για τον Τραμπ βρίσκονταν στο 39%. Όμως ο Τραμπ διατηρούσε μια εντυπωσιακή θετική απήχηση στο 87% των Ρεπουμπλικάνων. Για να δώσουμε ένα μέτρο σύγκρισης, οι θετικές γνώμες ανάμεσα στους Ρεπουμπλικάνους για τον Μιτς ΜακΚόνελ φτάνουν μόνο μέχρι το 36%.
Ίσως γι’ αυτό τον λόγο και ο Τραμπ δεν έχει εγκαταλείψει τα σχέδια να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο στις εκλογές του 2024. Το μήνυμα που έστειλε μετά την ψηφοφορία στη Γερουσία ήταν πολύ χαρακτηριστικό: «Το ιστορικό, πατριωτικό και όμορφο κίνημά μας για να κάνουμε την Αμερική πάλι μεγάλη μόλις ξεκίνησε. Τους επόμενους μήνες πρέπει να μοιραστώ μαζί σας και ανυπομονώ να συνεχίσω το απίστευτο ταξίδι μας μαζί για να επιτύχουμε το αμερικανικό μεγαλείο για όλο τον λαό μας. Δεν υπήρξε ποτέ κάτι τέτοιο!
Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας, και σύντομα θα βγούμε μπροστά με ένα όραμα για ένα λαμπρό, ακτινοβόλο και απεριόριστο αμερικανικό μέλλον.»
Άλλωστε, ο Τραμπ γνωρίζει ότι μπορεί οι περισσότεροι να τον θεωρούν τελειωμένο μετά από όλη την εμπειρία των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου και της εκ νέου παραπομπής του, όμως την ίδια στιγμή δεν υπάρχει στο στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων ο πολιτικός που θα μπορούσε να σταθεί με επιτυχία απέναντί του.
Ακόμη και τα πιο «βαριά» ονόματα που ακούγονται όπως η πρώην πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ Νίκι Χάλεϊ, πρώην κυβερνήτης της Νότια Καρολίνα, που θεωρείται ότι κέρδισε από την επιπλέον δημοσιότητα και εκτιμάται ότι θα είναι σίγουρα υποψήφια, ή ο γερουσιαστής από τη Φλόριντα Μαρκ Ρούμπιο ή ο παλαιός αντίπαλος του Τραμπ, γερουσιαστής Τεντ Κρουζ από το Τέξας, θεωρούνται ότι δεν θα έχουν πλεονέκτημα απέναντι στον Τραμπ.
Βέβαια, υπάρχουν και οι εκτιμήσεις που υποστηρίζουν ότι ο Τραμπ σταδιακά και εκτός αξιώματος θα δει την πραγματική επιρροή και την πραγματική απήχησή του να υποχωρεί. Η Σάρα Παλιν παρέμεινε δημοφιλής και μετά τις εκλογές του 2008, όμως δεν κατόρθωσε ποτέ έκτοτε να κάνει μια πραγματική πολιτική επιστροφή.
Επιπλέον, ο Τραμπ πέραν του να εξετάσει το εάν θα δοκιμάσει να επανεκλεγεί ή εάν θα προσπαθήσει να ασκήσει επιρροή μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Να σημειώσουμε εδώ ότι έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματικός στο συγκεντρώνει οικονομικές ενισχύσεις για το κόμμα. Ανάμεσα στις εκλογές και το τέλος του χρόνου, ο Τραμπ και η Εθνική Επιτροπή των Ρεπουμπλικάνων συγκέντρωσαν περίπου 255 εκατομμύρια δολάρια.
Επιπλέον, το PAC του Τραμπ (δηλαδή η επιτροπή που μπορεί να συγκεντρώνει χρηματοδοτήσεις) με τον τίτλο Save America συγκέντρωσε 31, 5 εκατομμύρια δολάρια ανάμεσα στις 9 Νοεμβρίου και το τέλος Ιανουαρίου.
Αυτό δίνει στον Τραμπ τη δυνατότητα να ασκήσει αρκετή επιρροή μέσα στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, κυρίως σε σχέση με το ποιους υποψηφίους θα υποστηρίξει, ιδίως όταν οι Ρεπουμπλικάνοι ήδη προετοιμάζονται για τις εκλογές του 2022 (τις εκλογές στο μέσο της θητείας όπου επανεκλέγεται το σύνολο της Βουλής των Αντιπροσώπων και το ένα τρίτο των γερουσιαστών) με σκοπό να αποκτήσουν τον έλεγχο της Βουλής.
Το μεγάλο ερώτημα των Ρεπουμπλικάνων είναι να μπορέσουν να αποκτήσουν όχι μόνο μια αναγνωρίσιμη φιγούρα που θα μπορούσε να διεκδικήσει τον Λευκό Οίκο, αλλά και μια στρατηγική και φυσιογνωμία που να υπερβαίνει τις τωρινές αντιφάσεις τους.
Αυτές οι αντιφάσεις περιλαμβάνουν το γεγονός ότι ένα κατεξοχήν συντηρητικό κόμμα, βρέθηκε να αποκτά ένα κοινό που αυτοπροσδιορίζεται ή αισθάνεται ότι συμμετέχει σε μια «εξέγερση» για την υπεράσπιση των «αμερικανικών αξιών».
Τα όσα συνέβησαν στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου πάτησαν πάνω σε ένα «εξεγερσιακό» κλίμα που είχε διαμορφωθεί όχι μόνο από τον Τραμπ αλλά ήδη από την εποχή της ανόδου του ρεύματος του Tea Party (που ας μην ξεχνάμε ότι είχε πάρει το όνομά του από την πρώτη μεγάλη πράξη ανυπακοής στο Βρετανικό Στέμμα που οδήγησε στην Αμερικανική Επανάσταση).
Μάλιστα αυτός ο «εξεγερσιακός συντηρητισμός» που εκπροσωπήθηκε από το Tea Party και είχε κάνει ήδη έντονη την εμφάνισή του στις κινητοποιήσεις κατά των πολιτικών του προέδρου Ομπάμα, είχε έντονα στοιχεία που παρέπεμπαν στον όχλο που εισέβαλε στο Καπιτώλιο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίας ένοπλων διαδηλωτών και των επικλήσεων ρητών των ιδρυτών των ΗΠΑ όπως π.χ. της γνωστής φράσης του Τζέφερσον για το δέντρο της ελευθερίας που ποτίζεται από το αίμα των τυράννων .
Ως αποτέλεσμα η βασική δυναμική που τροφοδότησε την παρουσία των Ρεπουμπλικάνων τα τελευταία χρόνια, πλάι στον σκληρό πυρήνα της σχέσης του με τη θρησκευτική δεξιά που παραμένει σταθερή (ακόμη και έναν αρκετά «αμαρτωλό» πρόεδρο) συνδυάζει τα στοιχεία που προέρχονταν από την κλασική συντηρητική παράδοση, όπως είναι η απαίτηση για μια μη παρεμβατική κυβέρνηση, με μια προσπάθεια εκπροσώπησης των ανθρώπων που ένιωθαν «ριγμένοι» από το σύστημα και που τα αιτήματά τους δύσκολα μπορούσαν να εκπροσωπηθούν από το σκληρό νεοφιλελευθερισμό και μονεταρισμό που από την εποχή Ρέιγκαν αποτελεί την οικονομική στρατηγική των Ρεπουμπλικάνων. Ο Τραμπ μπορεί να εκπροσώπησε αυτό το κοινό, όμως περισσότερο ως επικοινωνιακό ένστικτο παρά ως επεξεργασμένη στρατηγική. Αυτό σημαίνει ότι το ερώτημα μιας πιο συνεκτικής εκδοχής συντηρητισμού για Ρεπουμπλικανικό Κόμμα παραμένει ένα ζητούμενο.